Υπάρχει ένας τρομερός στίχος στο τραγούδι του Φωτιά Μου του Μίλτου Πασχαλίδη. «Μονάχη μες στους ξένους και μες στους φίλους μόνη, να ‘ξερα τι σε σώνει». Κανένας στίχος δεν μπορεί να ανήκει σε έναν μόνο άνθρωπο, αλλά αν έπρεπε να συμβεί κάτι τέτοιο, τότε αυτός θα πήγαινε αυτούσιος στην Βέτα Μπετίνη. Μια γυναίκα που οι περισσότεροι θυμούνται ως μια ευτραφή ηθοποιό και οι λίγοι ως «λεπτή» στιχουργό.
Το «λεπτή» το λέω με την έννοια του διακριτικού και όχι με την έννοια της εξωτερικής εμφάνισης. Εξάλλου και η ίδια είχε φροντίσει σε όλη την καριέρα της επί βιντεοκασέτας να διακωμωδήσει το σώμα της. Δεν την ένοιαζε ιδιαίτερα. Ήθελε απλώς να παίζει. Έβλεπε ότι οι ρόλοι που της έδιναν αφορούσαν την εξωτερική της εμφάνιση και τους αποδεχόταν. Μέχρι και τραγούδι με τον TUS είχε τραγουδήσει, με τίτλο Τα Πάχη Μου Τα Κάλλη Μου. Αλλού ετύρβαζαν οι νιώσες της. Απ΄αλλού αναζητούσε τη λύτρωση. Και την αναζητούσε ανώνυμα, απρόσωπα. Ήθελε να πετάει τις λέξεις της σε έναν τοίχο και να της αφήνει εκεί για να τις δουν οι περαστικοί. Χωρίς να αφήνει κάποιο όνομα από κάτω.
Όπως ακριβώς έκανε και στην περίπτωση του πιο γνωστού της τραγουδιού, του Μη Γυρίσεις που ο Χάρης Κατσιμίχας άφησε για καιρό να ακούγεται με το δικό του όνομα στα πνευματικά δικαιώματα, για την αλλαγή σε δύο λέξεις. Έπρεπε να βρεθούν ένα απόγευμα του 1992 για να καταγραφεί σωστά στην ΑΕΠΙ το κομμάτι. Αυτά όμως είναι «νερουλά λαδερά» για τους πραγματικούς στόχους της που είχε η Βέτα Μπετίνη.
Ένας καμικάζι ήθελε να είναι, ένας καμικάζι ήταν. Το κορίτσι από την Καλαμαριά. Περνούσε σφαίρα μπροστά από τα αισθητήρια όργανα των ανθρώπων και έμενε ένας θόρυβος που χανόταν μετά από λίγο. Όπως όταν ήταν μικρή και τραγουδούσε στη γειτονιά της πολύ δυνατά. Παρά το γεγονός ότι της έκατσε μια από τις 2-3 χειρότερες μορφές καρκίνου, εκείνη δεν τον έβαλε κάτω. Μέχρι το τέλος του 2016 έδινε μουσική παράσταση στον Σταυρό του Νότου και έστελνε mail σε ανθρώπους για να την προωθήσει, ενώ έγραφε τραγούδια που ήθελε να τα δώσει σε καλλιτέχνες. Το γεγονός ότι μπόρεσε να αποδεχτεί πλήρως το τι μπορεί να διεκδικήσει, ήταν ο λόγος που κατάφερε να δώσει και τηλεοπτικά πράγματα μετά τον θάνατο της βιντεοκασέτας. Οι μεγάλοι εκείνης της εποχής λιγότερα πέτυχαν. Ούτε κι αυτό είχε σημασία στο μυαλό της.
Μην έχεις την αίσθηση ότι τη γνώρισα ποτέ από κοντά. Πιστεύω ότι θα το ήθελα. Αλλά και χωρίς αυτό μ΄αρέσει να πιστεύω πως κάποιο κομμάτι της το συνάντησα κάπου, κάποτε. Δεν θα μπορούσα να διεκδικήσω και κάτι παραπάνω. Κανείς μας. Άλλωστε, «δεν με ξέρεις καλά, κανείς δεν με ξέρει…»