Βλέποντας τον Γιάννη να κάνει όργια στο παρκέ και να πυροδοτεί από Οκτώβρη μήνα συζητήσεις για το αν μπορεί να αναδειχθεί MVP του NBA, είναι δύσκολο να πιστέψεις πως το ταλέντο είναι το δεύτερο πιο σπουδαίο εφόδιο που του έδωσε ο Θεός. Το πρώτο, το μεγαλύτερο και σημαντικότερο, ήταν η ευλογία του να γεννηθεί και να μεγαλώσει σε αυτήν την οικογένεια. Να έχει πατέρα τον Τσαρλς ο οποίος έζησε και έφυγε ήσυχα, έχοντας προλάβει να φτιάξει το πιο δύσκολο πράγμα σε έναν αθλητή: τον χαρακτήρα του.
Ο Γιάννης, όπως κάθε αστέρας του δικού του επιπέδου, συνηθίζει στην ιδέα της ζωής σε «γυάλινο σπίτι». Όταν διαθέτεις τέτοιο μέγεθος είναι δύσκολο να κρυφτείς. Η ιδιωτικότητα και οι στιγμές μακριά από αδιάκριτα βλέμματα είναι το πρώτο στοιχείο που θυσιάζεται στο βωμό της δημοφιλίας που απολαμβάνεις. Κάθε έκφανση της καθημερινότητάς σου μπαίνει κάτω από τον μεγεθυντικό φακό που βρίσκεται εκεί για να παραδώσει τα πάντα βορά στην κοινή γνώμη. Δεν είναι μόνο οι εμφανίσεις στο παρκέ, αλλά μια ολόκληρη δημόσια εικόνα που «υποχρεούται» να είναι άψογη και αψεγάδιαστη. Όπως δηλαδή θα ήθελε κάθε πατέρας να είναι η εικόνα του γιού του.
Γέμισε τα παιδιά του με την «απουσία» του
Εδώ και λίγο καιρό ο Τσαρλς Αντετοκούνμπο δεν ζει για να δει τα κατορθώματα του Γιάννη στα γήπεδα του NBA. Ούτε είναι σε θέση πια να ακούσει τα λόγια τα οποία χρησιμοποίησε το παιδί του για να περιγράψει τη σχέση τους. Είναι βέβαιο πως θα αισθανόταν υπερήφανος και ακόμη πιο σίγουρο είναι ότι θα βίωνε και θα εξέφραζε αυτήν την περηφάνια εσωτερικά. Θα την κράταγε για τον εαυτό του και τον στενό κύκλο του. Δεν θα την διατυμπάνιζε, δεν θα την διαλαλούσε και σε καμία περίπτωση δεν θα την εκμεταλλευόταν. Κι αυτό γιατί ως πατέρας υπήρξε ένας πραγματικός all star player, που ποτέ δεν σταμάτησε να μοιράζει ασίστ στα παιδιά του για να πετύχουν. Το έκανε όντας απών από εκείνα που δεν είχαν σημασία. Δίνοντας απλόχερα αγάπη, στήριξη και επιβράβευση.
Μια διαρκής διακριτική υπενθύμιση σε πλήρη αντιδιαστολή με τις πληθωρικές και φασαριόζικες παρουσίες που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε δίπλα σε πετυχημένους (ή και όχι) αθλητές. Οι περισσότεροι γονείς εκεί έξω συμπεριφέρονται ακόμη και στις προπονήσεις με έπαρση, λες και μεγαλώνουν τον επόμενο «Giannis», κι αυτός που όντως τον έφερε στον κόσμο, έμεινε στο περιθώριο που ο ίδιος επέλεξε για τον εαυτό του. Δίνοντας στον γιο του όλο το χώρο που χρειαζόταν για να ανασάνει. Δίχως να του κλέβει το φως που θα τον βοηθούσε να ανθίσει. Το τυπικό δείγμα πατέρα ενός τόσο ταλαντούχου αθλητή θα δημιουργούσε μόνο προβλήματα και στο παιδί και στην ομάδα. Έχοντας γνώμη για τα πάντα, κάνοντας παράπονα για το χρόνο συμμετοχής του, γκρινιάζοντας για το ρόλο που του δίνει ο κόουτς. Για όλα όσα συνέβαιναν ή όχι τα χρόνια του Φιλαθλητικού, όταν οι ατζέντηδες σχημάτιζαν ουρές για να τον δουν αγωνιζόμενο στην Α2.
Όσα δεν έκανε ήταν εξίσου σημαντικά με εκείνα που έκανε
Το φαινόμενο των γονιών που αντιλαμβάνονται τη ζωή των παιδιών τους ως δικό τους διαχειριστικό δικαίωμα είναι συχνό και δεν περιορίζεται στον αθλητισμό. Παρεμβατικοί και συγκεντρωτικοί, παίρνουν μέσα από αυτά την «εκδίκηση» για όσα δεν πέτυχαν εκείνοι. Για την αδικία ή την κακοτυχία που δεν τους επέτρεψε να κάνουν όσα ονειρεύονταν ή φαντάζονταν. Τις περισσότερες φορές λειτουργούν εγκλωβισμένοι στο μίγμα των απωθημένων «θέλω» τους, που βρίσκουν την ευκαιρία να έρθουν στην επιφάνεια. Ο Τσαρλς Αντετοκούνμπο δεν ήταν τέτοιος άνθρωπος. Όπως εξομολογήθηκε ο Γιάννης, είχε μία και μοναδική επιθυμία. Να βλέπει τα παιδιά του ευτυχισμένα. Και τη σπάνια σοφία να καταλαβαίνει πως η ατομική ευτυχία δεν περνά απαραίτητα από το δρόμο της επιτυχίας. Και με αυτόν τον τρόπο, αποσυνδέοντας αυτά τα δύο μεταξύ τους, εξασφάλιζε ότι καμία έξτρα πίεση δεν θα φορτωνόταν στους ώμους κανενός.
Η συνειδητή «απουσία» του στα σημεία που πρωταγωνιστές είναι τα παιδιά του ήταν εξίσου σημαντική με την παρουσία του εκεί που η πατρική φιγούρα είναι απαραίτητη. Το δεύτερο φέρνει την αίσθηση σιγουριάς κι ασφάλειας, όμως το πρώτο δημιουργεί χαρακτήρες με την αυτοπεποίθηση που θα πρέπει να έχει ένας έφηβος ο οποίος, ας πούμε, φεύγει από τα Σεπόλια με σκοπό να γίνει ο καλύτερος όλων των εποχών. Και ο Γιάννης έδειξε σχεδόν από την πρώτη μέρα που πέρασε τον Ατλαντικό έτοιμος να διαχειριστεί αυτό το υπέροχο πράγμα που του συνέβαινε με την ωριμότητα ενός άνδρα που μεγάλωσε σωστά από κάποιον άλλον. Από έναν μπαμπά που τον προετοίμασε για να γίνει υπεύθυνος και κύριος του εαυτού του, ικανός να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες αλλά και τις προσδοκίες που εκείνος δημιούργησε με το ταλέντο του.
Δεν πρόσθεσε δράμα
Αυτή η μοναδική «πάστα» από την οποία ήταν φτιαγμένος ο Τσαρλς είχε φανεί και τα χρόνια που οι γιοι του ξεκινούσαν να κατακτούν τον κόσμο. Με αφορμή τα draft του NBA, τις συμμετοχές στην Εθνική ή ένα από τα τόσα event, είναι βέβαιο ότι κάποιος άλλος θα έκανε ένα βήμα μπροστά προκειμένου να βρεθεί στο επίκεντρο. Θα επεδίωκε να κερδίσει ατομική προβολή μιλώντας για τη δική του ιστορία. Και ως μετανάστης που βρέθηκε να μεγαλώνει τα παιδιά του σε ένα υπόγειο στην πλατεία Βάθη θα είχε πολλά να πει που θα τα «εκτιμούσαν» οι κάμερες. Σίγουρα υπήρχαν ιστορίες να διηγηθεί για τα δύσκολα χρόνια. Αναμφισβήτητα θα βίωσε αρνητικά περιστατικά μισαλλοδοξίας και ρατσισμού. Δεν είναι αγγελικά πλασμένη ούτε η ελληνική κοινωνία ούτε καμία άλλη. Φρόντισε όμως τέτοιες λεπτομέρειες να τις κρατήσει για τον ίδιο.
Δεν επένδυσε στο δράμα, το οποίο έτσι κι αλλιώς υπάρχει στην ιστορία μιας οικογένειας που έρχεται από τη Νιγηρία σε αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. Θα του ήταν πολύ εύκολο να κερδίσει τη συμπάθεια μιλώντας για τα κακά που τον βρήκαν, παίζοντας εν μέρει και το παιχνίδι των media που παραμένουν πάντα αχόρταγα όταν μυριστούν δάκρυα και αίμα.
It takes two to tango
Το δικό του παράδειγμα το ακολούθησε και ο Γιάννης και σε μεγάλο βαθμό εκεί οφείλεται και η αγάπη του για την Ελλάδα. Ειδικά παλιότερα ήταν εμφανής η προσπάθεια μέσω στοχευεμένων ερωτήσεων κατά τη διάρκεια συνεντεύξεων να βγει μια πίκρα, ένα παράπονο για την «κακομεταχείριση» που ίσως ένιωσαν, όπως συμβαίνει με πολλούς άλλους λόγω της φυλής ή του χρώματός τους. O «Greek Freak», όμως δεν είχε τέτοια γεγονότα να μοιραστεί, πολλές φορές απογοητεύοντας το κοινό που ενδόμυχα θα ήθελε να ακούσει δραματικές πτυχές ενός σκοτεινού παρελθόντος. Αντίθετα, ο Γιάννης μιλούσε με αγάπη για τη γειτονιά του στα Σεπόλια. Αναφερόταν με χαμόγελο στους κατοίκους της περιοχής κι αράδιαζε όμορφες αναμνήσεις από το σχολείο που έλεγε ποιήματα ντυμένος τσολιαδάκι ή την εκκλησία που φορώντας τα καλά του επισκεπτόταν τις Κυριακές με την υπόλοιπη οικογένεια. Αυτός ο τύπος όχι μόνο δεν κατηγορούσε τους Έλληνες, αλλά ένιωθε Έλληνας. Ακόμη καλύτερα, είναι Έλληνας.
Και έγινε χάρη κυρίως στους Τσαρλς και Βερόνικα που βοήθησαν τα παιδιά τους να γίνουν ένα με τον τόπο φιλοξενίας τους μέχρι που τελικά μετατράπηκε σε ΠΑΤΡΙΔΑ. Για να συμβεί κάτι τέτοιο χρειάζεται διάθεση και προσπάθεια κι απ’ τις δύο πλευρές. Και αυτού που έρχεται και εκείνου που υποδέχεται. Απαιτείται σεβασμός που δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντος, αλλά προϋποθέτει ότι οι δύο κουλτούρες δεν θα μένουν στα προσχώματα των διαφορών τους. Τα ελληνικά ονόματα των παιδιών, η συμμετοχή σε δρώμενα που δημιουργούν δεσμούς και όχι αποστάσεις, ενίσχυσαν τον κοινωνικό ιστό προσθέτοντας στη σύνθεσή του τους Αντεκούνμπο. Αγκαλιάστηκαν πριν γίνουν αυτό που είναι και για αυτό άνοιξαν ακόμη πιο διάπλατα την αγκαλιά τους για να μας χωρέσουν τώρα που δεν έχουν την ανάγκη κανενός. Για να μπορούν να αισθάνονται υπερήφανοι με τα κατορθώματα του Γιάννη ακόμη κι αυτοί που με ικανοποίηση θα τον αποκαλούσαν «αράπη» αν δεν έβαζε 40άρες στο NBA.
Το πιθανότερο είναι πως και τον Τσαρλς κάμποσοι τον φώναξαν έτσι
Δεν επέτρεψε όμως σε κακεντρεχείς και φοβικούς ανθρώπους να καθορίσουν το ποιος είναι, ούτε στα σχόλιά τους να μολύνουν την κρίση και την ψυχή του. Δεν έψαξε καμιά κάμερα για να περιγράψει τις πίκρες του. Δεν ζήτησε κανένα βήμα για να πάρει ένα κομμάτι της δόξας των παιδιών του. Δεν θέλησε να μιλήσει «αντ’ αυτού» και να υπερασπιστεί τον Γιάννη στα ραδιόφωνα όταν προέκυψε το θέμα με την Εθνική. Δεν παρέμεινε σιωπηλός επειδή δεν είχε κάτι να πει. Παρέμεινε σιωπηλός με τη βεβαιότητα του πατέρα που ξέρει ότι μίλησε όταν και όσο έπρεπε κι εκείνα τα λόγια του «έφτιαξαν» έναν άνθρωπο ικανό να σταθεί αυθύπαρκτα, χωρίς περιττά δεκανίκια. Κάτι που ο Τσαρλς το επεδίωξε όσο και την ευτυχία τους. Γιατί αυτό ήθελε. Και λίγο παραπάνω χρόνο μαζί τους για να τα δει να γίνονται ό,τι εκείνα επιθυμούσαν.