Πριν από λίγες μέρες σκεφτόμουν ότι η δική μου γενιά δεν έχει να περηφανευτεί για κάτι στην επόμενη. Στερηθήκαμε των εποχών με τα ξεκάθαρα ιδανικά. Μεγαλώσαμε και βιώνουμε εποχές δίχως αρχή και τέλος. Δίχως σαφή προορισμό. Οι στιγμές που έχουμε για να αισθανθούμε ότι είμαστε κι εμείς κάτι μέσα στον ορυμαγδό περαστικών, είναι λίγες. Μισή ώρα στην Κοινωνική Κουζίνα είναι μια υπεραρκετή στιγμή.
Ξεκίνησε το 2011. Ο Κωνσταντίνος Πολυχρονόπουλος, ιθύνων νους αυτής της προσπάθειας, είχε μείνει άνεργος και έψαχνε το επόμενο του βήμα. Η ιστορία για το πως έφτασε στην Κοινωνική Κουζίνα έχει ειπωθεί αρκετές φορές. Η συνάντηση μας μαζί του δεν ήταν για να του ζητήσουμε να την ξαναπεί. Ήταν για να τον στηρίξουμε. Όχι μόνο εμείς. Αλλά και αρκετές ακόμα ιστοσελίδες. Είναι από τις φορές που μπορούμε να νιώσουμε περήφανοι για το σινάφι μας.
Η Κοινωνική Κουζίνα «Ο Άλλος Άνθρωπος» είναι μέρος μιας μεγάλης προσπάθειας κοινωνικών κουζινών σε περιοχές της Ελλάδας. Καθημερινά μοιράζει γεύματα σε ανθρώπους που δεν έχουν στέγη ή επαρκή οικονομική δυνατότητα. Ή και όχι. Δεν ζητάει κάποιο πιστοποιητικό φτώχειας. Όποιος θέλει να φάει, τρώει.
Προσφάτως, ο Κωνσταντίνος Πολυχρονόπουλος έκανε έκκληση από το blog του για βοήθεια. Τα έξοδα για το σπίτι ήταν και είναι πολλά. Είχε μπει μέσα αρκετούς μήνες. Η συνάντηση μας έγινε με στόχο να κοινοποιήσουμε σε περισσότερους ανθρώπους την ανάγκη του. Με πολλή χαρά μάθαμε ότι είχε κάνει άλλη μια υπέρβαση. «Καταφέραμε να το σώσουμε. Βρήκαμε τα λεφτά. Τώρα τρέχουμε για να εξασφαλίσουμε κάποιους μήνες ακόμα, ώστε να πάρουμε ανάσα για λίγο καιρό. Τα έξοδα είναι αρκετά. Κοντά ένα χιλιάρικο για τα πάγια, συν μερικά ακόμα που προκύπτουν» μας λέει με ηρεμία πλέον.
«Το σπίτι έχει φιλοξενήσει μέχρι στιγμής σε σταθερή βάση γύρω στις 400 οικογένειες. Κάθε μέρα το επισκέπτονται 120 με 180 άτομα. Άλλοι έρχονται να κάνουν ένα μπάνιο. Άλλοι να πιουν καφέ. Άλλοι να πάνε τουαλέτα σαν άνθρωποι. Άλλοι για να βρουν ζεστασιά. Όλοι τους για να ανταλλάξουν δυο-τρεις κουβέντες αφήνοντας στην άκρη όσα τους βασανίζουν. Έστω και για λίγο»
Καθώς μου εξηγεί το τι προσφέρει το σπίτι, βλέπω να μαζεύεται κόσμος στην πλατεία απέναντι από τη Βαρβάκειο. Εκεί, στην Αθηνάς. Το ριζότο με λαχανικά έχει μοσχομυρίσει και όλοι έρχονται να πάρουν μια ή δυο μερίδες. Μία για τώρα και μία για να την έχουν καβάτζα. Αύριο μπορεί να μην προλάβουν. «Μέχρι σήμερα έχουμε δώσει φαγητό σε περίπου 10.000 άτομα. Τα τελευταία 2 χρόνια είναι τα πιο έντονα. Το προσφυγικό έχει αυξήσει τον κόσμο που μας ζητάει βοήθεια» μου εξηγεί ο Κωνσταντίνος.
Η Κοινωνικής Κουζίνα και το σπίτι της δεν είναι μόνο αυτά που αναφέρθηκαν. Φαγητό, μπάνιο και καφές. Είναι κι άλλα. «Οι περισσότεροι άνθρωποι γίνονται αναγκαστικά παραβατικοί στον δρόμο. Δεν ήταν πριν. Εμείς προσπαθούμε να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη τους. Συνήθως μετά από 2-3 φορές αρχίζουν να ανταλλάσσουν μια κουβέντα. Αφού έχουμε καταφέρει να τους κρατήσουμε μακριά από παραβατικές ενέργειες, επιχειρούμε να τους επανεντάξουμε στην κοινωνία. Να τους βρούμε μια δουλειά, ένα σπίτι όπου θα πληρώνουμε το μισό νοίκι. Αρκετοί απ΄αυτούς που ήρθαν σήμερα έχουν ένα σπιτάκι και έρχονται να μας χαιρετήσουν».
Έχοντας μια παλιότερη εμπειρία με την Επάνοδο, τον ρωτάω πόσο δύσκολη είναι αυτή η επανένταξη. «Σίγουρα υπάρχει μια δυσπιστία από τους ανθρώπους που προσλαμβάνουν, αλλά πλέον έχουμε βρει κάποιους που μας ξέρουν και γνωρίζουν ότι δεν θα τους απογοητεύσουμε».
Όσο μου τα λέει όλα αυτά, εγώ βλέπω να μαζεύονται γύρω από το φαγητό κάθε λογής άνθρωποι. Κάποιοι δεν μοιάζουν με τίποτα με αστέγους ή εν πάσει περιπτώσει ανθρώπους που βρέθηκαν στο περιθώριο. Σχεδόν όλοι διατηρούν μια αξιοπρέπεια. Δεν φέρονται δουλοπρεπώς. Έχουν ευγνωμοσύνη, αλλά έχουν και το θάρρος. «Φέρε μου λίγο αλάτι και λεμόνι να ρίξω στο φαγητό» λέει ένας στον υπεύθυνο που φτιάχνει τα πιάτα.
Οι εικόνες που εισέρχονται στη μνήμη μου με αποσπούν από κάθε ερώτηση που θέλω να του κάνω. Δεν βρίσκω πια κανένα νόημα στο να κατευθύνω κάπου την κουβέντα. Τον αφήνω να μιλάει και να πει όσα θέλει να πει. Παίζει με ένα αγοράκι που είναι πλέον φίλος του. Περνάει κόσμος που τον ξέρει και φιλιούνται, χαμογελάνε, τρώνε μαζί. Ο ίδιος και η γυναίκα του ασχολούνται καθημερινά και όσες ώρες είναι ξύπνιοι με την Κοινωνική Κουζίνα. Από αυτή βιοπορίζονται. Τον ρωτάω τι πιστεύει πως θα ήταν σήμερα αν δεν είχε φύγει από τον τομέα της διαφήμισης το 2009 ή αν του παρουσιαζόταν μια ευκαιρία να επιστρέψει. «Δεν το ξέρω, ειλικρινά. Το μόνο που μπορώ να σου πω είναι ότι χαίρομαι γι΄αυτό που κάνω τα τελευταία 6 χρόνια. Με γεμίζει, με κάνει καλύτερο. Είναι ένα ενεργητικό συναίσθημα αυτό. Ωραίο πράγμα».
Κάπως τα φέρνει η κουβέντα και τον ρωτάω αν έχει παιδιά. «Έχω ανίψια. Παιδιά δεν έχω. Ήρθαν έτσι τα πράγματα και δεν έκανα. Δεν το κυνήγησα όταν μπορούσα και δεν ήταν εφικτό όταν το κυνήγησα. Αλλά αν είχα παιδιά θα έπρεπε αναγκαστικά να παρατήσω την Κουζίνα. Δε θα μπορούσα να το κάνω».
Αφού έχει φύγει και το τελευταίο πιάτο από το τραπέζι, εμφανίζεται μια κοπέλα που δεν έχει προλάβει να φάει. Η απελπισία στη φωνή της σπαρακτική. Αυτό το τρέμουλο που είναι σα να φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια σου. Κάπου εκεί αντιλαμβάνομαι πόσο δύσκολη είναι η προσπάθεια του Κωνσταντίνου και των άλλων ανθρώπων. Ο άλλος άνθρωπος δεν είναι ένας. Είναι πολλοί. Πολλά μόρια που κάνουν ένα άτομο.
Δες πως μπορείς να συνεισφέρεις στον Άλλο Άνθρωπο εδώ.
Φωτογραφίες: Θοδωρής Κότσικας