«Αρχίζω ν’ αποκτάω συνήθειες γέρου ανθρώπου. Το ξέρω. Τα βράδια, όταν όλοι έχουν κοιμηθεί στο σπίτι, πιάνω το άυλο χέρι του παρελθόντος και του ζητάω να έρθει μαζί μου σ’ αυτό το υπόγειο. Τότε, εκείνο κι εγώ μαζί, κατεβάζουμε την σκονισμένη κούτα με τις κασέτες, παίρνουμε τυχαία μία και την βάζουμε στο παλαιολιθικό βίντεο- με χαμηλωμένη την ένταση για να μην ενοχλήσουμε τους υπόλοιπους.
Κάθομαι στον σκουριασμένο καναπέ με τα χαλασμένα ελατήρια και πατάω το play. Στην τηλεόραση χορεύουν λίγα ασπρόμαυρα «χιόνια», όμως μετά η εικόνα σταθεροποιείται και στην κεντρική σκηνή βγαίνει ο Νικ.
Παίζει απέναντι στην Τρέισερ και της βάζει 50. Κόντρα στην Γιουγκοπλάστικα- την κορυφαία ευρωπαϊκή ομάδα όλων των εποχών- και την κερδίζει μόνος του εκτός έδρας. Ρίχνει στο καναβάτσο την Μπαρτσελόνα στο «Παλαού Μπλαουγκράνα», αφότου άδειασε πρώτα πάνω στο έμβιο μπασκετικό της κουφάρι 45 πόντους.
Τον βλέπω στους αγώνες με τον μεγάλο ΠΑΟΚ να γυρίζει την μπάλα στο χέρι του και το κιτρινόμαυρο κοινό να παραληρεί «Τι την έκανε την μπάλα ο Θεός». Συνεχίζω με τον τελικό του 1987 και το 40άρι κόντρα στην ΕΣΣΔ, προσπαθώ να μη μείνω για νιοστή τρίτη φορά με το στόμα ανοιχτό όταν βλέπω το καλάθι με τα τρία σπασίματα της μέσης, όμως αποτυγχάνω οικτρά και στα χείλη μου εγκαθίσταται ένα μεγαλοπρεπές όμικρον.
Βλέπετε, μεγαλώνω κι αρχίζω να μοιάζω ολοένα και περισσότερο με τους ηλικιωμένους. Έχω γίνει ευσυγκίνητος όπως οι γέροι- κάθε φορά που έρχομαι εδώ κάτω και αφήνομαι στη μαγεία του (μετά από τόσα χρόνια μπορώ να την διακρίνω, νομίζω- άλλωστε έχει μείνει τόσο λίγη στον κόσμο μας) νιώθω αέναους, καλά φυλαγμένους ποταμούς δακρύων να γαργαλάνε προκλητικά τα μάτια μου.
Κάποια στιγμή τα παιχνίδια τελειώνουν. Βγάζω την κασέτα και την επιστρέφω στη θέση της. Σειρά, τώρα, έχουν τ’ αποκόμματα των παλιών εφημερίδων- να, όπως το κιτρινισμένο φύλλο που κρατώ στα χέρια μου. Γράφει “Στιγμιότυπο από τον αγώνα Άρεως – Ηρακλέους. Ο Γκάλης ξεχωρίζει πάνω απ’ όλους έτοιμος να σουτάρει” και κάνω ένα νοητό ταξίδι στον χρόνο, τότε που στις 2 Δεκεμβρίου του 1979 ο Γκάνγκστερ πραγματοποιούσε το ντεμπούτο του.
Κλείνω τα μάτια και σχεδόν μπορώ να δω το πόσο νευρικός ήταν σ’ εκείνο το πρώτο του ματς επί Ελληνικού εδάφους, όταν κι αστόχησε σ’ αρκετά ελεύθερα σουτ. Τη φανερή δυσφορία του Χάρη Παπαγεωργίου για το γεγονός πως ο Νικ μονοπωλούσε τις επιθέσεις του Άρη, κι ας έβαλε 30 πόντους. Την προφητική του ατάκα στον Αλεξανδρή «Κοίτα από πού έχασα τα σουτ. Πιστεύεις ότι θα τα ξαναχάσω;».
Μονολογώ στο άδειο δωμάτιο- ναι, ναι, σαν γέρος. Κάποια στιγμή ακόμα και το παρελθόν, εξουθενωμένο από τον χορό μας στο πορτοκαλί φεγγαρόφως, στερεύει και αναγκάζομαι να στραφώ στο τώρα. Και διαπιστώνω πως ο Νικ είναι, εν έτει 2017, ίσως ο τελευταίος «άφθαρτος» Έλληνας.
Ο άνθρωπος δεν ενέδωσε ποτέ στις ασφυκτικές πιέσεις των κομμάτων να κατέβει στις εκλογές (όπου και θα έβγαινε, προφανέστατα, με ποσοστό που θα έκανε τον Κιμ Γιονγκ Ουν να φαίνεται πως εξελέγη μετά δυσκολίας).
Πριν από λίγο καιρό τρύπησε το ταβάνι και πέρασε το κατώφλι του παγκόσμιου Hall Of Fame, όμως μετά… σιωπή. Ούτε αλλεπάλληλες συνεντεύξεις μέχρι να παγώσει η Κόλαση στις 28 Ιουλίου, ούτε τίποτα. Δυο μετρημένα λόγια κατά την επιστροφή του στο αεροδρόμιο «Μακεδονία» και τέλος.
Ευγενική άρνηση στις χρόνιες πιέσεις που δέχεται από τους παράγοντες του μπασκετικού Άρη προκειμένου να «βγει μπροστά»- ιδίως τώρα που ο σπουδαίος αλλοτινός του συνοδοιπόρος, ο Παναγιώτης Γιαννάκης, είναι προπονητής στην ομάδα και του κλείνει τεχνηέντως το μάτι-, κι επιστροφή στην αγκαλιά της στοργικής ηρεμίας μακριά από τα φώτα.
Και όταν αποφασίζει ν’ αφήσει για λίγο τη ζωή του κοινού θνητού, είναι μονάχα για να ξεκλειδώσει και τα τελευταία δωμάτια στην καρδιά μας και να κάνει ολική κατάληψη εκεί: είτε με το μήνυμα για τον αγώνα του μικρού Χριστόφορου είτε χαρίζοντας τα παπούτσια που φορούσε στον Παναθηναϊκό προκειμένου να δημοπρατηθούν, να συγκεντρωθούν 7000 ευρώ και να σταλούν στο Μεξικό για τη θεραπεία του παιδιού είτε, ακόμα, για να ευαισθητοποιήσει το ευρύ κοινό για το θέμα του μπάσκετ με αμαξίδιο.
Ο μόνος που θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο, ο μόνος που θα μπορούσε να πει, κοιτώντας μας ευθεία στα μάτια, «Λένε ότι εγώ έμαθα στην Ελλάδα ότι στο μπάσκετ όλα είναι δυνατά. Όταν όμως σας βλέπω, καταλαβαίνω πόσο πολλά έχω να μάθω ακόμα», είναι ο 60χρονος θρύλος, ο οποίος αποδεικνύεται- μετά τους όποιους «κλυδωνισμούς» υπήρξαν κατά τη διάρκεια της καριέρας του- εξίσου μεγάλος και εκτός παρκέ.
Αυτό είναι, πολλές φορές, απείρως δυσκολότερο από το να εντυπωσιάζεις τ’ αλαλάζοντα πλήθη στις κερκίδες με τα όσα κάνεις εντός των τεσσάρων γραμμών. Και ο «συνταξιούχος» Γκάλης, ιδίως η όψιμη εκδοχή του εαυτού του, μας αναγκάζει να του υποκλιθούμε γι’ ακόμα μία φορά.
Γι’ αυτό, συγχωρείστε με, αλλά λέω να παραμείνω για λίγο ακόμα στο υπόγειο. Αν θέλετε, εσείς μπορείτε να φύγετε. Δε θα σας κρατήσω κακία.
Μου αρκεί που έχω για παρέα τα παιχνίδια του. Λέω να δω ακόμα μια κασέτα- κανείς δεν έχει ξυπνήσει ακόμα στο υπόλοιπο σπίτι, δεν ενοχλώ.
Θέλω να τον απολαύσω και πάλι να καταρρίπτει τους νόμους της λογικής. Θέλω να δω τον παίκτη που 30 χρόνια αργότερα θα ζητήσει τη βοήθειά μας για τον μικρό Χριστόφορο και θα γυρίσει εκείνο το υπέροχο σποτάκι, δείγμα της σπάνιας ευαισθησίας του.
Θέλω να δω τους απανταχού Γολιάθ να υποκλίνονται στον Δαυίδ με το 6 στην πλάτη, τον Μάκαντου να λέει ότι αυτά που κάνει δεν τα κάνουν ούτε οι παίκτες των Σέλτικς και των Λέικερς, τον Σαμπόνις να παραδέχεται πως δεν υπάρχει τρόπος να τον σταματήσεις, τον Αλεξάντερ Πέτροβιτς να δηλώνει δημοσίως «Ο Ντράζεν είναι αδερφός μου, αλλά προτιμώ τον Γκάλη».
Θέλω να συγκινηθώ κάθε φορά που η μπάλα φεύγει από τα χέρια του και μπαίνει στο καλάθι. Να μονολογήσω «Α ρε Νικ», ξανά και ξανά και ξανά και να δίνω μάχη για να συγκρατήσω τα δάκρυά μου, σαν γέρος που ψάχνει τρόπο να γυρίσει τους δείκτες προς την άλλη πλευρά και να γίνει και πάλι παιδί.
Θ’ αποτύχω, το ξέρω.
Όμως, διάολε, τουλάχιστον θα ’χω να λέω πως πρόλαβα τον Γκάλη να παίζει μπάσκετ».