Στις 15 Ιανουαρίου του 2000 ένας νεαρός άντρας με μάσκα και αυτόματο όπλα στα χέρια μπαίνει στο λόμπι του ξενοδοχείου Intercontinental στο Βελιγράδι.
Από τα πυρά του, μεταξύ άλλων, πέφτει ο Ζέλικο Ραζνάτοβιτς, ο οποίος αφήνει την τελευταία πνοή του στο νοσοκομείο. Η είδηση του θανάτου του γίνεται δεχτή σχεδόν με ανακούφιση από τη διεθνή κοινότητα, για την οποία ο Αρκάν (όπως έγινε γνωστός) ήταν ένας φανατικός εγκληματίας πολέμου.
Για αρκετούς από τους συμπατριώτες του Σέρβους, όμως, υπήρξε ένας ήρωας στον αιματοβαμμένο και σπαραχτικό εμφύλιο της Γιουγκοσλαβίας. Σε κάθε περίπτωση, έχοντας περάσει μια ολόκληρη ζωή μέσα στη βία, το τέλος του μοιάζει απολύτως ταιριαστό με τις μέρες και τα έργα του.
Εγκληματίας καριέρας
Όσο κι αν κάποιοι επιμένουν ακόμη και σήμερα να υπερασπίζονται τα έργα και τις ημέρες του Αρκάν στα χρόνια του πολέμου, δεν είναι σε θέση να προβάλουν αντιδράσεις σε ό,τι αφορά τις δεκαετίες του 70’ και του ’80.
Με μια σειρά δολοφονιών και ληστειών να αποδίδονται στη δράση του, θα βρει περίοπτη θέση στις λίστες της Ιντερπόλ για τους πιο καταζητούμενους ανθρώπους στην Ευρώπη. Για ένα παιδί που ξεκίνησε με μικροκλοπές και αναμορφωτήρια στην πατρίδα του, είχε κάνει ήδη πολύ δρόμο. Όμως ακόμη ο κόσμος δεν είχε δει καν την κορυφή του παγόβουνου της συμπεριφοράς του. Τα χειρότερα έρχονταν.
Συνελήφθη ως ενήλικας για πρώτη φορά στο Βέλγιο όπου και καταδικάστηκε σε 10ετή κάθειρξη για ληστεία τράπεζας. Δραπέτευσε τον Ιούλιο του ’79 από τη φυλακή και το ίδιο έκανε και τις άλλες τρεις φορές που έπεσε στα χέρια των αρχών. Το έσκασε από σωφρονιστικό ίδρυμα του Άμστερνταμ τον Μάιο του ’81 και από νοσοκομείο στη Γερμανία ένα μήνα μετά, όπου νοσηλευόταν τραυματισμένος μετά από ανταλλαγή πυρών με αστυνομικούς.
Φυσικά, ούτε τα σίδερα των φυλακών του Τόρμπεργκ της Ελβετίας μπόρεσαν να τον κρατήσουν περισσότερο από μερικούς μήνες. Δραπέτευσε και από εκεί, ενώ -εκτός από τις παραπάνω χώρες- καταζητείτο επίσης σε Σουηδία, Αυστρία και Ιταλία.
Αν υπάρχει ο όρος «διεθνής καριέρα» στην εγκληματική δράση, σίγουρα αρμόζει γάντι στον Αρκάν. Ένα από τα πολλά ψευδώνυμά του, με το οποίο τελικά έμεινε στην ιστορία.
Με τις ευλογίες του (παρα)κράτους
Πολλοί θεώρησαν πως η παροιμιώδης ικανότητα του Αρκάν να γλιστρά από τα κάγκελα δεν αφορούσε μόνο κάποιο ταλέντο εκ φύσεως. Στο κόλπο έβαζαν και τις μυστικές υπηρεσίες της πρώην Γιουγκοσλαβίας, που είχε στρατολογήσει αρκετά (ίδιας πάστας) άτομα. Αν υπήρχαν αμφιβολίες για τις διασυνδέσεις του, αυτές κατέρρευσαν στις αρχές της δεκαετίας του ’80.
Μετά από ένοπλη ληστεία σε τράπεζα του Βελιγραδίου, δύο αστυνομικοί της ασφάλειας εμφανίζονται σπίτι του. Η μητέρα του τον ενημερώνει για την παρουσία τους κι εκείνος με ένα ρεβόλβερ τους πυροβολεί, τραυματίζοντάς τους. Συλλαμβάνεται αμέσως, αλλά αφήνεται ελεύθερος 48 ώρες αργότερα. Είναι πλέον ξεκάθαρο πως οι πλάτες που στήριζαν ήταν πολύ μεγάλες. Και βρίσκονταν πάρα πολύ ψηλά.
Στα χρόνια που θα ακολουθήσουν ο Ραζνάτοβιτς «φτιάχνει» ακόμη περισσότερο το όνομά του κερδίζοντας φήμη ως αρχηγός των «Delije», των οργανωμένων οπαδών του Ερυθρού Αστέρα. Στις 13 Μαΐου 1990 οδήγησε 1.500 από αυτούς στο «Μάξιμιρ» του Ζάγκρεμπ.
Το ντέρμπι με την Ντινάμο έρχεται λίγες εβδομάδες μετά τις πρώτες ελεύθερες εκλογές στην Κροατία, που αποτέλεσαν προάγγελο του εμφυλίου που βρισκόταν προ των πυλών. Τα επεισόδια μεταξύ των Σέρβων και των φανατικών «Blue Boys» της άλλης πλευράς δίνουν μια σοκαριστική πρόγευση για όσα θα έρχονταν στα πεδία των μαχών.
«Προέβλεψα τον πόλεμο ακριβώς μετά το τέλος εκείνου του αγώνα στο Ζάγκρεμπ. Προέβλεψα τα πάντα και ήξερα πως το μαχαίρι των Ουστάσι θα άρχιζε να σφάζει γυναίκες και παιδιά της Σερβίας», είχε πει χρόνια αργότερα. Με αυτό τον τρόπο, δικαιολόγησε τις πράξεις του προβάλλοντάς τις ως αντίποινα. Σαν την εκδίκηση την οποία όφειλαν να πληρώσουν οι διαβόητοι Κροάτες, συνεργάτες των Ναζί, που στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο οδήγησαν χιλιάδες Σέρβους (αλλά και Εβραίους) στο θάνατο και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Χίτλερ.
Και μετά ήρθε ο πόλεμος
Όταν ξεκίνησαν οι πρώτες εχθροπραξίες στη Βοσνία ο Αρκάν ένιωσε σαν ολόκληρη η προηγούμενη ζωή του να ήταν μια προετοιμασία για αυτόν τον πόλεμο. Όλα τον οδηγούσαν σε αυτό που θεώρησε πεπρωμένο του. Ο πατέρας του, παρασημοφορημένος πιλότος του ’40, είχε καθοριστικό ρόλο στην απελευθέρωση της Πρίστινα.
Αυτό δεν τον εμπόδισε στο να μεγαλώσει τα παιδιά του με κάτι παραπάνω από απλή στρατιωτική πειθαρχία. «Το να πω ότι με χτύπαγε απλώς δεν είναι απολύτως ακριβές. Στην πραγματικότητα με άρπαζε και πετούσε στους τοίχους και τα πατώματα», είχε πει κάποτε ο ίδιος ο Αρκάν.
Έχοντας αυτό ως βάση και προσθέτοντας το δέσιμο της οικογένειας με την έννοια της πατρίδας, την παράνομη δράση στο εξωτερικό, τις καταδίκες, τις φυλακίσεις, τις αποδράσεις, τους δεσμούς του με τον υπόκοσμο του Βελιγραδίου και τις σχέσεις του με τον κόσμο των χούλιγκαν, παίρνεις αυτό στο οποίο εξελίχθηκε ο Ραζνάτοβιτς. Οι διαβόητοι «Τίγρεις του Αρκάν» έγιναν συνώνυμο του θανάτου.
Μια παραστρατιωτική, ένοπλη ομάδα με σκληρό πυρήνα 200 ατόμων (που κατά περιόδους μπορεί να έφτανε τα 500-1000 μέλη) που σκόρπισε τον τρόμο. Φυσικά ο Αρκάν οδηγούσε ο ίδιος τον μικρό στρατό του, κερδίζοντας ακόμη μεγαλύτερη φήμη, ενώ συχνά δεν ακολουθούσε καν τις διαταγές που ίσχυαν στον τακτικό στρατό. Τα πεδία των μαχών έγιναν η δική του παιδική χαρά. Έκανε -κυριολεκτικά- ό,τι γούσταρε.
Έπαιζε την… μπάλα του
Κεφαλαιοποιόντας την τρομερή δημοφιλία του και τις νέες διασυνδέσεις που δημιούργησε κατά τη διάρκεια του πολέμου (όπως για παράδειγμα με στελέχη της Καμόρα στην Ιταλία) ο Αρκάν ήταν ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Κυκλοφορούσε με μια ροζ Κάντιλακ, κινούμενος μεταξύ νάιτ κλαμπ και καζίνο, παντρευόταν, χώριζε και έκανε παιδιά.
Οι «Τίγρεις» του, η Σερβική Εθελοντική Φρουρά, πλέον κανόνιζαν τις υπόλοιπες επιχειρηματικές δραστηριότητές του. Το λαθρεμπόριο, με τη βοήθεια της ιταλικής Μαφίας, έγινε η απόλυτη πηγή πλουτισμού. Ιδιαίτερα αργότερα όταν και επιβλήθηκε εμπάργκο στην πρώην Γιουγκοσλαβία.
Παράλληλα επεκτάθηκε και στο χώρο του αθλητισμού. Ανέλαβε τις τύχες της Όμπιλιτς και μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα την έκανε πρωταθλήτρια Σερβίας. Με ένα αήττητο σερί που κράτησε 47 παιχνίδια, άφησε πίσω τις παραδοσιακές δυνάμεις της χώρας, χρησιμοποιώντας κάθε διαθέσιμο όπλο (στην κυριολεξία).
Οι κερκίδες του γηπέδου κατακλύζονταν από βετεράνους του πολέμου, ενώ μέλη της παραστρατιωτικής ομάδας του βρισκόταν σε κάθε πόστο. Συχνά, μάλιστα, επισκέπτονταν αντιπάλους ποδοσφαιριστές, παράγοντες και διαιτητές. Όταν η UEFA απείλησε να αποκλείσει τους Σέρβους εκτός Ευρώπης, παραιτήθηκε κι άφησε στο πόστο του την τότε σύζυγό του. Την κατά 21 χρόνια μικρότερη του, Ceca, γνωστή τραγουδίστρια που είδε την καριέρα της να απογειώνεται μετά το γάμο τους. Ένα 24ωρο σόου με τηλεοπτική κάλυψη, ασορτί με το γούστο και τα… γούστα του Αρκάν.
Η ώρα του ΝΑΤΟ
Μία εβδομάδα αφού ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί του ΝΑΤΟ, ως συνέπεια για τον πόλεμο στο Κόσσοβο, γίνεται γνωστό το ένταλμα σύλληψης σε βάρος του Αρκάν από τα Ηνωμένα Έθνη. Ο δοκιμαζόμενος σερβικός λαός δυσκολεύεται να πιστέψει όσα του καταλογίζουν. Και είναι πολλά. Τα εγκλήματα των «Τίγρεων» ανταγωνίζονται σε αγριότητα και απανθρωπιά εκείνα των Κροατών που είχαν συμμαχήσει με τον Χίτλερ 50 χρόνια νωρίτερα.
Στην επιφάνεια βγαίνουν φρικιαστικές ιστορίες. Η έκθεση της Ύπατης Αρμοστίας αναφέρει σφαγές αμάχων στους δρόμους, τα νοσοκομεία ακόμα και στα δάση κροατικών και βοσνιακών πόλεων. Το Βούκοβαρ, η Μπάνια Λούκα, το Σάνσκι Μόστ και το Πιρέντορ θρηνούν για τους αμάχους που έγιναν άψυχα σώματα χωμένα βιαστικά σε ομαδικούς τάφους. Στόχος του Αρκάν είναι Καθολικοί και Μουσουλμάνοι.
Στο πρόσωπό του η Σερβία παίρνει μια άτιμη εκδίκηση για τα επίσης άτιμα εγκλήματα εναντίον της στο παρελθόν. Στην εθνοκάθαρση και στις δολοφονίες τυφλού, αλυτρωτικού μίσους δεν υπάρχει άλλωστε καμία τιμή. Ανεξάρτητα από τη θρησκεία, την ταυτότητα ή τις προθέσεις του καθενός.
Φυσικά ο Αρκάν αρνείται οποιαδήποτε συμμετοχή σε ακρότητες. Υποστηρίζει πως απλά υπηρέτησε την πατρίδα του ως καλός πατριώτης και κατηγορεί τη Δύση για χαλκευμένες κατηγορίες εναντίον του.
Το τέλος
Κάποτε ο ίδιος ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, επί μία δεκαετία πρόεδρος και βασικός υπεύθυνος του πολέμου, είχε παραδεχτεί ότι φοβόταν τον Αρκάν. Και γι’ αυτό δεν επιχείρησε να τον σταματήσει. Έτσι κι αλλιώς δρούσε ανεξέλεγκτα. Είναι βέβαιο ότι και ο αρχηγός του παρακράτους και του υποκόσμου της Σερβίας θα είχε την τύχη του εκλεγμένου ηγέτη της.
Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης περίμενε να τον δικάσει, όμως φαίνεται πως ο Ζέλικο Ραζνάτοβιτς, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα έδινε την απολογία του μόνο στον δημιουργό του. Οι σφαίρες του νεαρού πρώην αστυνομικού, που έγινε ο δήμιος του, πρόλαβαν τη δικαιοσύνη. Τα κίνητρά του παραμένουν ασαφή. Πολλοί είναι εκείνοι που κάνουν λόγο για απλό ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ μαφιόζων. Άλλοι υποστηρίζουν ότι ο Αρκάν δολοφονήθηκε επειδή γνώριζε πολλά. Και στη Χάγη ίσως μιλούσε για όσα ήξερε.
Η κηδεία του μετατράπηκε σε λαϊκό προσκύνημα. Παρά τις κατηγορίες που τον βάραιναν, το εγκληματικό παρελθόν του και τη δεδομένη παραβατική συμπεριφορά του, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που στο πρόσωπό του συνέχιζαν να αντικρίζουν έναν ήρωα. Κηδεύτηκε με στρατιωτικές τιμές και περισσότεροι από 10.000 Σέρβοι βρέθηκαν κοντά του για το τελευταίο αντίο.
Ένας συμπατριώτης του δημοσιογράφος περιέγραψε το φαινόμενο Αρκάν ως το «είδωλο κάθε κακοποιού στον κόσμο». Όπως εξήγησε, ήταν ταυτόχρονα μέλος της μυστικής αστυνομίας, αλλά και αρχηγός της Μαφίας. Αρχηγός παραστρατιωτικής ομάδας και παράλληλα ιδιοκτήτης ποδοσφαιρικού συλλόγου. Σελέμπριτι της σόου μπιζ, αλλά και στη λίστα των πιο καταζητούμενων ανθρώπων του πλανήτη. Ήταν, δηλαδή, ο Αρκάν. Εγκληματίας και ήρωας πολέμου μαζί. Αν και αντιφατικοί, πολύ ταιριαστοί χαρακτηρισμοί για κάθε αντίστοιχη περίπτωση.