Δεν χρειάζεται να πείτε κάτι- φαίνεται από το ύφος σας: θέλετε να σηκώσετε το τηλέφωνο, να πάρετε στο πρώτο ψυχιατρείο που θα βρείτε στον κατάλογο και να τους παρακαλέσετε όταν θα έρθουν να φέρουν μαζί τους έναν πολύ μεγάλο ζουρλομανδύα, ούτως ώστε να χωρέσει μέσα το ψιλόλιγνο κορμί του.
Διάβολε, ο τύπος μόλις έχει πει ότι ο Μάικλ Τζόρνταν δεν είναι ο κορυφαίος όλων των εποχών και- λες και προσπαθεί απελπισμένα ν’ αποδείξει εμπράκτως πως του έχουν λασκάρει όλες οι μπασκετικές βίδες- ότι ο καλύτερος είναι ένας τύπος που μετά βίας τον ξέρει η μάνα του.
Όμως, τι λέτε να κάνουμε λίγη ησυχία; Αν μη τι άλλο, αυτός που το ξεστόμισε είναι ο Καρίμ Αμπντούλ- Τζαμπάρ. Ο 6 φορές πρωταθλητής του NBA. Ο 6 φορές MVP της κανονικής περιόδου. Ο 2 φορές Πολυτιμότερος Παίκτης των τελικών. Ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία του ΝΒΑ.
Γι’ αυτό, σσσς: «Ποιος ήταν ο κορυφαίος παίκτης που έχω δει ποτέ; Μα, φυσικά, ο Ερλ Μάνιγκολτ», λέει ο θρύλος των Μπακς και των Λέικερς- ένας παίκτης που έχει προλάβει να δει από κοντά τον Μπιλ Ράσελ, έχει αντιμετωπίσει τον Όσκαρ Ρόμπερτσον, τον Λάρι Μπερντ, τον Ουίλτ Τσάμπερλεϊν, τον Ολάζουον, έχει υπάρξει συμπαίκτης με τον Μάτζικ Τζόνσον και, προφανέστατα, έχει βρεθεί ως αντίπαλος στο ίδιο παρκέ μ’ Εκείνον. Τον Μάικλ Τζόρνταν.
Όμως, δεν επιλέγει κανέναν εξ αυτών- και με την άποψή του συμφωνεί (εν μέρει) και ακόμα ένας Hall οf Famer, o Ερλ Μονρό.
«Ο καλύτερος όλων είναι ο Μάνιγκολτ».
Ποιος στο καλό, όμως, είναι αυτός ο Μάνιγκολτ;
Η απάντηση είναι απλή: ο μεγαλύτερος μύθος των ανοιχτών γηπέδων της Αμερικής- εκεί, δηλαδή, που το παιχνίδι είναι κάτι πολύ παραπάνω από ένα απλό παιχνίδι.
Μεγαλωμένος στο γκέτο χωρίς πατέρα και σε μια οικογένεια που η μητέρα του προσπαθούσε να θρέψει 9 παιδιά, ο Ερλ συνειδητοποίησε από πολύ μικρός την κλίση που είχε στο μπάσκετ και «έγραφε» στα γυμνασιακά του χρόνια (τη δεκαετία του 1950) νούμερα που προκαλούσαν μη αναστρέψιμη ζάλη: 27 πόντοι και 11 ριμπάουντ ήταν ο μέσος όρος του στο high school, σε μια εποχή που, μην ξεχνιόμαστε, δεν υπήρχε καν το τρίποντο (κάτι που δεδομένης της ικανότητάς του στο σουτ, θα μπορούσε να εκτοξεύσει τον μ.ο. πόντων του στην μπασκετική στρατόσφαιρα).
Μικρός το δέμας (σκάρτο 1.83), γρήγορος σαν τον σεληνιασμένο άνεμο και με πρωτοφανή αλτικά προσόνα, ο Μάνιγκολτ- με παράσημο το ρεκόρ (για την εποχή) των 57 πόντων σ’ ένα γυμνασιακό ματς- δέχτηκε προτάσεις από 75 (!) διαφορετικά κολλέγια τα οποία του προσέφεραν υποτροφία.
Αυτός, όμως, ένα παιδί με τεράστια προβλήματα κοινωνικής συμπεριφοράς, φοβήθηκε τις πιθανές ρατσιστικές επιθέσεις που θα «απέρρεαν» από ένα μέρος γεμάτο με λευκούς, τη στιγμή που ο ίδιος θα ήταν από τους ελάχιστους μαύρους.
Έτσι, επέλεξε το ταπεινό Johnson X. Smith University. Ο προπονητής του προσπάθησε να του περάσει αγωνιστικό χαλινάρι και να τον αναγκάσει ν’ αποτινάξει την «Ένας εναντίον όλων» νοοτροπία του, όμως ο Μάνιγκολτ δεν έμπαινε εύκολα σε καλούπια.
Εξίσου εύκολα δεν… έμπαινε και στην τάξη, με αποτέλεσμα οι βαθμοί του να θυμίζουν θερμοκρασία στο Βόρειο Πόλο το καταχείμωνο, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να φύγει μετά από μόλις ένα εξάμηνο από το κολέγιο, «χάρη» και στην απαγορευμένη χρήση μαριχουάνας (κάτι που παρέβαινε τους εσωτερικούς κανονισμούς).
Αυτή του η φυγή, ωστόσο, ήταν η σπίθα που άναψε τη φωτιά του προσωπικού του μύθου- και, ταυτόχρονα, της προσωπικής του κόλασης.
Ο “The Goat” (Greatest of All Time- ο κορυφαίος όλων των εποχών) όπως είναι το παρατσούκλι του, μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και έγινε, μέχρι να πεις «Ερλ», η απόλυτη ατραξιόν των θρυλικών ανοιχτών γηπέδων του «Μεγάλου Μήλου».
Ο αστικός μύθος λέει ότι έβαζε στοιχήματα με όλους πως μπορεί να πιάσει κέρματα από το πάνω μέρος του ταμπλό- ισχυρισμός ισόποσα εξωφρενικός και πιστευτός, καθώς ο τύπος ήταν 1.80κάτι και θα πρέπει να πηδούσε 1.20+ μέτρα για να φτάσει στο υψηλότερο μέρος ενός ταμπλό.
Ναι, όμως από την άλλη σε όλη του την παιδική ηλικία φορούσε βαράκια στους αστραγάλους όταν περπατούσε προκειμένου να βελτιώσει το άλμα του.
Λέγεται ότι είναι ο μοναδικός που μπορούσε να κάνει το «διπλό κάρφωμα»- να καρφώσει την μπάλα με το δεξί, δηλαδή, να την πιάσει πριν πέσει στο έδαφος με το αριστερό και να καρφώσει και πάλι, χωρίς να κρεμιέται από το στεφάνι! Αυτό είναι τόσο εξωφρενικό που αποτελεί σίγουρα σενάριο επιστημονικής φαντασίας, σωστά;
Ναι, αλλά υπάρχουν μαρτυρίες ανθρώπων που ισχυρίζονται ότι τον έχουν δει να το κάνει πολλάκις στο ιστορικό ανοιχτό γήπεδο P.S. 156 της Ν.Υ.
O θρύλος αναφέρει πως έκανε περισσότερα από 1000 σουτ τη μέρα και είχε τρομερό ποσοστό από μέση και μακρινή απόσταση, κάρφωνε στα μούτρα οποιουδήποτε δύσμοιρου τολμούσε να βρεθεί στο διάβα του όταν ξεκινούσε διείσδυση, έπαιζε κολασμένη άμυνα, έκλεβε μπάλες και δεν έχανε ποτέ σε αγώνα 3 on 3. Παράλογο είπατε;
Ναι, ωστόσο είχε ξεφτιλίσει πολλάκις σούπερ σταρ του ΝΒΑ όπως ο Κόνι Χόκινς, ο Ερλ Μονρό, ο Καρίμ και ο Τζούλιους Έβρινγκ.
Το ερώτημα που αυτομάτως γεννάται στην περίπτωσή του είναι «Και τότε για ποιο λόγο δεν έκανε καριέρα στο κορυφαίο πρωτάθλημα του κόσμου;».
Γιατί, πολύ απλά, η αγάπη του για τα ναρκωτικά ήταν πολλαπλάσια αυτής για το μπάσκετ: ο Μάνιγκολτ συνελήφθη για πρώτη φορά λόγω χρήσης κοκαΐνης το 1969 και μπήκε φυλακή, για να επαναλάβει τη βόλτα πίσω από τα κάγκελα το 1977, όταν και λήστεψε ένα μαγαζί προκειμένου να πάρει τη δόση του.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, κι αφού στο ενδιάμεσο είχε- λόγω της εξάρτησής του- αποτύχει να βρει συμβόλαιο σε ομάδες του ΝΒΑ, προσπάθησε ν’ αποτινάξει τις κακές του συνήθειες, όμως αυτές αρνούνταν να τον αποχωριστούν για πάντα.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, πάντως, κατάφερε ν’ αποτοξινωθεί και προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να κρατήσει τους νέους μακριά από τα ναρκωτικά, διοργανώνοντας το περίφημο “The GOAT tournament”, μέχρις ότου η ανεπαρκής καρδιά του να τον προδώσει στα 53 του και ν’ αφήσει την τελευταία του πνοή.
Ο Ερλ, όπως παραδέχονται οι πάντες, πέταξε στον κάλαθο των αχρήστων (κατά πάσα πιθανότητα σουτάροντας για τρεις…) το θεόσταλτο ταλέντο του και περιορίστηκε στο ν’ αναφέρεται ως ο «Κορυφαίος παίκτης που δεν έπαιξε ποτέ στο ΝΒΑ», τη στιγμή που θα μπορούσε να έχει διαδοθεί ευρέως η άποψη του Τζαμπάρ:
«Ο καλύτερος παίκτης όλων των εποχών».
Ο ίδιος ο Goat είχε περιγράψει με γλαφυρότατο τρόπο το λόγο που έμεινε πεισματικά κολλημένος στο έδαφος, ενώ το ταλέντο του τον εκλιπαρούσε να πιαστούν χέρι- χέρι και να κατακτήσουν τον ουρανό: «Για κάθε Μάικλ Τζόρνταν υπάρχει ένας Ερλ Μάνιγκολτ. Δε γίνεται να τα καταφέρουμε όλοι. Κάποιος πρέπει ν’ αποτύχει. Αυτός ο κάποιος ήμουν εγώ».
Πόσο διαφορετικά θα μπορούσαν να είναι όλα, αλήθεια, αν δεν ήταν αυτός…