Λου (Λεωνίδας) Τσιωρόπουλος: Ο χρυσός Έλληνας που πήρε 2 τίτλους στο NBA

Ο «Χρυσός Έλληνας» που πήρε δύο τίτλους στο NBA

Ο Γιάννης Αντετοκούνμπο μπορεί να υπερηφανεύεται για πολλές ελληνικές πρωτιές στο ΝΒΑ, αλλά όχι για όλες.

Πολλά χρόνια πριν το ταλέντο και οι επιδόσεις του κάνουν τους Αμερικανούς να μάθουν να προφέρουν σωστά το όνομά του, ένας συμπατριώτης μας τους δημιούργησε αντίστοιχο γλωσσοδέτη.

Λεγόταν Λου (Λεωνίδας) Τσιωρόπουλος. Θεωρείται ο πρώτος ελληνικής καταγωγής μπασκετμπολίστας στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και η σύντομη καριέρα του ήταν γεμάτη με επιτυχίες που θα ζήλευε ακόμη και ο «Greek Freak». Έναν κολλεγιακό τίτλο καθώς και δύο δαχτυλίδια πρωταθλητή του NBA με τους τεράστιους Μπόστον Σέλτικς.

Στον Λου δεν περνούσαν τσαμπουκάδες

Με ύψος 1,96 και τρομερή φυσική δύναμη στα χέρια, ο Λου (γεννημένος το 1930 στο Λιν της Μασαχουσέτης) έμοιαζε κομμένος και ραμμένος για το αμερικάνικο football. Στο Λύκειο της γενέτειρας του επιβεβαίωσε τις προβλέψεις καθώς εξελίχθηκε σε All America player. Η αγάπη του για τα σπορ, αλλά η απέχθειά του για το… ξύλο τον οδήγησαν στο μπάσκετ. Αν και λογιζόταν ως γκαρντ-φόργουορντ, το σουτ δεν ήταν το δυνατό του στοιχείο.

Παρά το γεγονός πως ήταν κάτω από 2 μέτρα, η εμπειρία του από το πολύ σκληρότερο ποδόσφαιρο, αποδείχθηκε το καλύτερο εφόδιο που θα μπορούσε να κουβαλήσει στα παρκέ. Δυναμικός, αλτικός και πεισματάρης, ο Τσιωρόπουλος ήταν πολύ σκληρό καρύδι για την εποχή του. Η έφεσή του στα ριμπάουντ, η σκυλίσια άμυνα, το πάθος και η αυταπάρνηση τον έκαναν τον τέλειο συμπαίκτη. Αυτόν που οι μελλοντικοί Hall-Of-Famers, Φρανκ Ράμσεϊ και Κλιφ Χάγκαν χρειάζονταν να τρέχει πίσω τους για να καλύψει κενά. Και να τους βοηθήσει να παρουσιάσουν μία από τις καλύτερες ομάδες του κολλεγιακού πρωταθλήματος.

Ο θρύλος του Κεντάκι

Αν έπαιζε σήμερα θα προβληματιζόταν για το τι θα έγραφε πίσω στη φανέλα του. Το… Tsioropoulos έτσι κι αλλιώς ήταν δύσκολο να το προφέρει, πόσω μάλλον να δοκιμάσει να το διαβάσει κανείς. Πίσω στη δεκαετία του ’50 όμως οι φανέλες δεν έγραφαν τα ονόματα των αθλητών. Οι συμπαίκτες στο Κεντάκι έλυσαν το πρόβλημα. Οι επιδόσεις του του χάρισαν το προσωνύμιο «Golden Greek», ενώ αργότερα… απαντούσε και στο «Mr. T». Ο προπονητής του, Άλντορφ Ραπ, προτιμούσε το πρώτο.

Υπό τις οδηγίες του το Κεντάκι κέρδισε τον τίτλο του NCAA το 1951 και δύο χρόνια αργότερα τερμάτισε τη σεζόν με το εντυπωσιακό 25-0. Χωρίς ωστόσο να πάρει μέρος στην τελική φάση για λόγους που θα αναλυθούν αργότερα. Με τέτοιες επιτυχίες δεν είναι καθόλου παράξενο που η σημερινή έδρα των Wildcats φέρει το όνομα του θρυλικού κόουτς. Και για να μην υπάρξουν παρερμηνείες σχετικά με τη συνεισφορά του «Χρυσού Έλληνα», η φανέλα του με το νούμερο 16 κοσμεί ακόμη την οροφή του γηπέδου καθώς αποσύρθηκε για πάντα.

Το σκάνδαλο που δεν τον άγγιξε

Ενώ ο τίτλος του ’51 αποτελεί χρυσή σελίδα στην ιστορία του Κεντάκι, υπάρχουν και τα σκοτεινά σημεία της. Τον χειμώνα του ’52 ξεσπά σκάνδαλο στημένων αγώνων στο κολλεγιακό πρωτάθλημα. 32 παίκτες από 7 σχολεία αποκαλύφθηκε πως είχαν πάρει μέρος, με την ενεργή ανάμειξη της Μαφίας. Τέσσερις από αυτούς έπαιζαν για λογαριασμό των Wildcats. Η τιμωρία τους, όπως και εκείνη των πανεπιστημίων ήταν αναπόφευκτη. Ο «Χρυσός Έλληνας» δεν είδε το παράξενο για τους Αμερικανούς όνομά του να είναι ανάμεσά τους. Δυστυχώς όμως εξαιτίας αυτού, ο ίδιος και οι συμπαίκτες του έχασαν μια χρονιά, ενώ λόγω ενός περίεργου κανονισμού, δεν μπόρεσαν να διεκδικήσουν το NCAA τη σεζόν που με το επικό 25-0 θεωρούνταν η κορυφαία ομάδα εκτός ΝΒΑ.

Εκείνη τη χρονιά Τσιωρόπουλος (είχε 14,5 πόντους μ.ο), Ράμσεϊ και Χάγκαν έγιναν ντραφτ και υπέγραψαν συμβόλαιο με τους Σέλτικς. (Ο Λου στο νούμερο 57). Εξαιτίας του σκανδάλου όμως αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στο κολλέγιο, για λογαριασμό του οποίου δεν είχαν το δικαίωμα να αγωνιστούν στην τελική φάση αφού θεωρήθηκε πως είχαν ήδη αποφοιτήσει. Κι ενώ το Κεντάκι είχε πάρει την πρόκριση για τα τελικά, η ομάδα γνωρίζοντας πως δεν είχε ιδιαίτερες ελπίδες χωρίς τους καλύτερους παίκτες, προτίμησε να αποσυρθεί και να διατηρήσει για πάντα τον τίτλο της «αήττητης βασίλισσας δίχως στέμμα».

Νικητής και στο NBA

Πριν μεταπηδήσει στο επαγγελματικό πρωτάθλημα, ο Τσιωρόπουλος πέρασε ένα διάστημα στην πολεμική αεροπορία των ΗΠΑ. Στη συνέχεια «προσγειώθηκε» στο NBA όπου για μια τριετία φόρεσε τη φανέλα των Σέλτικς του θρυλικού Άουερμπαχ. Στη Βοστώνη ευτύχισε να κατακτήσει δύο πρωταθλήματα (1957, 1959). Με 5,8 πόντους, 4,8 ριμπάουντ και 1,1 ασίστ ανά παιχνίδι αποτέλεσε την επιτομή ενός χαρακτηρισμού που πολύ αργότερα «εφευρέθηκε» από το NBA. Ήταν ο τύπος που ερχόταν από τον πάγκο για να καθαρίσει σε ειδικές καταστάσεις. Ο συμπαίκτης του (και μετέπειτα προπονητής) Τόμι Χέινσον τον είχε αποκαλέσει «το πρωτότυπο αυτού που μάθαμε να λέμε 6ος παίκτης, μια έννοια που αναπτύχθηκε στο πέρασμα του χρόνου».

Με τον Χέινσον μοιράζονταν και τον χρόνο στα παιχνίδια (με τον Έλληνα ομογενή να είναι ο back up forward και τον Αμερικανό βασικός) αλλά και το ίδιο δωμάτιο στα ξενοδοχεία. Μιλώντας γι’ αυτόν είχε προσθέσει: «Σίγουρα θα είχε κάνει μεγαλύτερη καριέρα, αν δεν είχε τόσους τραυματισμούς». Δυστυχώς όμως η πλάτη του Λούη, όπως τον φώναζαν οι φίλοι, δεν άντεξε στους ρυθμούς του πρωταθλητισμού, με συνέπεια ένα τέλος που ήρθε πολύ σύντομα από ό,τι θα ήθελε.

Μετά το μπάσκετ

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που βρίσκει κανείς στο διαδίκτυο, μετά το τέλος της καριέρας του ο Τσιωρόπουλος στάλθηκε από τις Υπηρεσίες Πληροφοριών των ΗΠΑ σε Ελλάδα και Ιράν, σε εκπαιδευτικά ταξίδια σχετικά με το μπάσκετ. Επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες και συνδύασε τον αθλητισμό με την εκπαίδευση. Ως αθλητής είχε πει πως χρειαζόταν να επιβληθεί σε τύπους πιο μεγαλόσωμους από αυτόν χρησιμοποιώντας τη θέλησή του. Μια στάση ζωής την οποία τήρησε και ως δάσκαλος.

Ασχολήθηκε με πολλά και διάφορα (από αθλητικός διευθυντής σε ενορία μέχρι εμπόριο αλκοόλ στο Λέξινγκτον) ως τη στιγμή που έγινε προπονητής. Μετά από 5 χρόνια θα αποφασίσει να αφήσει πίσω του οριστικά το σπορ. Την τελευταία σεζόν ως κόουτς του Manual High καταγράψει το χειρότερο ρεκόρ του. 2 νίκες και 19 ήττες, εκ των οποίων 14 συνεχόμενες. Τότε θα εξομολογηθεί σε συνέντευξή του: «Συνεχίζω να δίνω τον καλύτερο εαυτό μου, αλλά χάνουμε. Χάνω. Αυτό με οδήγησε σε μια νέα αξιολόγηση του χώρου. Εννοώ, αλήθεια, γιατί παίζουμε; Προφανώς όλα αυτά τα παιδιά παίζουν για να νικήσουν. Όμως η μαγική λέξη είναι η αντιξοότητα. Αυτή αντιμετωπίζουμε. Τώρα τα παιδιά είναι πεσμένα. Αλλά το να μείνουν έτσι επειδή χάνουν θα είναι έγκλημα. Αν είναι να πάρουν ένα μάθημα, αυτό πρέπει να είναι η προσπάθεια. Το να δίνεις το 100% παρά τις αντιξοότητες. Δεν περιμένω από κάποιον 1,60 να πηδήσει πάνω από έναν που είναι 2 μέτρα. Θέλω όμως να δοκιμάσει να το κάνει»…

Ο άλλος Λου

Μετά το μπάσκετ ο Λου παρέμεινε στο χώρο της εκπαίδευσης από διευθυντικές θέσεις. Το παρελθόν και το παρουσιαστικό του προκαλούσαν θαυμασμό, δέος αλλά και φόβο στους μαθητές. Εκείνος συχνά το διασκέδαζε, το εκμεταλλευόταν αλλά προσπαθούσε να μην το τραβάει στα άκρα. «Ποτέ δεν καταλάβαινες αν σου κάνει πλάκα ή αν εννοεί τα όσα έλεγε», αποκαλύπτει ένας από τους μαθητές του. «Τα έκανα πάνω μου όταν τον έβλεπα, αλλά ήξερα πως έχει χρυσή καρδιά», συμπληρώνει.

Και αυτή η μίξη γνήσιας καλοσύνης και αυστηρής προσήλωσης στο στόχο ήταν που έκανε τον Λου Τσιωρόπουλο μια ξεχωριστή προσωπικότητα. Είναι αυτό που τον έκανε νικητή, πρωταθλητή, πραγματικά σπουδαίο.

Και επιστέγασμα όλων αυτών ήταν κάτι που αποκαλύφθηκε λίγο πριν το θάνατό του, το 2015. Λίγο πριν γίνει 85 ετών. Στα memorabilia που κοσμούν το σπίτι του τα δαχτυλίδια του NBA, οι φανέλες και τα αποκόμματα εφημερίδων έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Περίοπτη θέση κατέχει ένα βραβείο που έλαβε από το Κέντρο Συνδρόμου Down του Louisville. Κατά καιρούς οι υπεύθυνοι λάμβαναν ένα δικό του τσεκ. Αρκετές φορές μέσα σε ένα χρόνο και σε κάθε περίπτωση πολύ περισσότερες από όσες δωρεές θα έκανε κάποιος που δεν είχε την παραμικρή σχέση με το σύνδρομο. Ούτε ο ίδιος ούτε κάποιος στο οικογενειακό του περιβάλλον. «Ο Λου δεν δεχόταν το όχι ως απάντηση. Κανείς δεν μπορούσε να του αρνηθεί. Γι’ αυτό τον φώναζα Greek Mafia» θα πει μετά το θάνατό του η διευθύντρια του ιδρύματος, Νταϊάνα Μαρτσβάιλερ…

Και κάπως έτσι ο «Golden Greek» έγινε «Greek Mafia» και ως ο πρώτος ελληνικής καταγωγής μπασκετμπολίστας που έπαιξε και κατέκτησε το NBA, άνοιξε το δρόμο σε αυτό που ο κόσμος ονομάζει «Greek Freak».