Η σημερινή συνθήκη στην καθημερινότητα των ανθρώπων που προσφέρει μια τεράστια διαφοροποίηση σε σχέση με το παρελθόν είναι τα social media προφανώς. Δημιουργούν το μονοπάτι για να έρθει ο καθένας σε επαφή με άλλον. Είτε άμεση, διά της συνομιλίας, είτε έμμεση, διά των δημοσιεύσεων του. Είναι τέτοια η δομή της ανθρώπινης ψυχολογίας που φτάνει να θεωρεί ότι γνωρίζει τον άλλον καλά μόνο από τις αναρτήσεις του. Κάτι που σαφώς δεν συνέβαινε παλιότερα. Και αυτό συνετέλεσε ώστε να δημιουργηθούν μύθοι που, κόντρα στην λογική, σαγήνευσαν το κοινό. Κάπως έτσι έγιναν θρύλοι ο Ρωχάμης, ο Βενάρδος και ο Κοεμτζής. Τα τρία πιο διαβόητα ονόματα κακοποιών της Ελλάδας στα τελευταία χρόνια της Χούντας και μετά στις πρώτες δεκαετίες της μεταπολίτευσης.
Το τι έκαναν στην εγκληματική τους δράση οι τρεις τους είναι λίγο πολύ γνωστό. Ο Ρωχάμης κινήθηκε στις ληστείες, αλλά στεκόταν στην ηθική μεριά των εγκληματιών και δεν σκέφτηκε ποτέ να αφαιρέσει ζωή. Ο Βενάρδος, ο περίφημος ληστής με τις γλαδιόλες, λήστευε τράπεζες και ποτέ ανθρώπους που τα έβγαζαν πέρα με δυσκολία. Ο Κοεμτζής ήταν ο μόνος που προέβη σε δολοφονίες, όμως η μετάνοια και οι τύψεις του χτύπησαν την πόρτα πολύ άμεσα.
Οι τρεις τους ήταν σε πολλά πράγματα διαφορετικοί. Για παράδειγμα ο Βενάρδος δεν άντεχε να είναι κλεισμένος στη φυλακή και επιχείρησε να αυτοκτονήσει πολλές φορές. 15 πριν την οριστική. Ο Ρωχάμης από την άλλη είχε στο μυαλό του μόνο την απόδραση και ποτέ την αυτοκτονία. Ο Κοεμτζής καταδίκασε τον εαυτό του με ένα μόνο βράδυ. Υπάρχει όμως και κάτι κοινό σε αυτούς τους τρεις. Αυτό είναι η γοητεία που ασκούσαν στις λαϊκές μάζες και ιδίως στις γυναίκες.
Ειδικά ο Βερνάρδος ήταν ένας ζεν πρεμιέ της παράνομης δραστηριότητας. Όποτε τον έδειχναν οι εφημερίδες το θέαμα ήταν ένας νεαρός που ήξερε να ντύνεται και να στήνει την εικόνα του. Ίσως βέβαια όλο αυτό να ήταν μια αντιδιαστολή για την εσωτερική του κατάσταση. Σε κάθε περίπτωση θύμιζε Γάλλο μπον βιβέρ και γι΄αυτό οι ερωτικές επιστολές που έφταναν στις φυλακές που ήταν κλεισμένος, ήταν απειράριθμες. Κάποιοι κάνουν λόγο για τετραψήφιο αριθμό.
Πολύ κοντά σε αυτό και ο Ρωχάμης. Αν και πριν από 2 χρόνια είχε πει ότι ο Βενάρδος ήταν πιο ωραίος απ΄αυτόν, στις φυλακές Κορυδαλλού είχαν φτάσει πάνω από 100 ραβασάκια για εκείνον. Κι αυτός βέβαια ήξερε πως να το εκμεταλλευτεί. «Οι γυναίκες ξέρουν να προστατεύουν» έλεγε και λέει. Σε κάθε του απόδραση κατέφευγε σε αυτές. Πίστευε ότι δεν πρόκειται ποτέ να τον καταδώσουν. Κι έβγαινε πάντα σωστός.
Ο Κοεμτζής δεν ήταν σε αυτή τη χορεία, αλλά ο χαρακτήρας του μπορούσε να γοητεύσει τους ανθρώπους. Ο Γιώργος Λιάνης, πρώην υπουργός και βουλευτής, έγινε φίλος του Κοεμτζή και έχει περιγράψει ότι ήταν πολύ χρονοβόρο το να κερδίσεις την εμπιστοσύνη του, αλλά αν το κατάφερνες έβλεπες μια πλευρά του πολύ δοτική και ανοιχτή. Σε όλες τις περιγραφές ο Κοεμτζής μιλούσε με μια ξεκάθαρη μεταμέλεια και αποδεχόταν στωικά την υπαιτιότητα του. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό που ανέφερε ο κ. Λιάνης σε παλιότερη συνέντευξη του στο Vice.
Ένα παλικάρι, γιος κάποιου από τα θύματα του Κοεμτζή, τον είχε πετύχει στο Μοναστηράκι και κινήθηκε κατά πάνω του για να τον χτυπήσει. Ο Κοεμτζής είχε ετοιμαστεί για να υποδεχθεί χωρίς αντίσταση τις γροθιές. Εν τέλει, οι δυο τους κατέληξαν να μιλάνε για ώρες και συμφώνησαν να τα ξαναπούν. Η ανακοπή καρδιάς του Κοεμτζή τους πρόλαβε. Αλλά η ουσία δεν αλλάζει.
Σε μια εκδοχή ραχιτισμού της καντιανής ηθικής, οι τρεις αυτοί άνθρωποι ανέδειξαν την ελληνική εκδοχή του συνδρόμου Bonnie και Clyde ή αλλιώς υβριστοφιλίας. Η εποχή τους παίζει τον πιο καταλυτικό ρόλο. Αν ξεκινούσαν σήμερα τη δράση τους, κανείς δεν θα τους έκανε τόσα αφιερώματα μετά από 20 και 30 χρόνια.
Σημαντικό ρόλο σε αυτή την σαγήνη που ασκούσαν στα πλήθη έπαιξαν οι συνθήκες της κράτησης τους. Ο Βενάρδος ειδικά απέκτησε από τις περιγραφές των εφημερίδων τη μορφή ενός επαναστάτη, ενός αντιστασιακού νέου που δεν υποτάχθηκε ποτέ. Βίωσε και τρομερά βασανιστήρια. Τόσο από τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους όσο κι από τον ίδιο του τον εαυτό. Σε μια χουντική-μεταχουντική Ελλάδα, οπότε είχε αναπτυχθεί η ανάγκη να μισήσει ο κόσμος τα σύμβολα του αδυσώπητου καθεστώτος, η φιγούρα του Βενάρδου ήταν ως και αρχηγική.
Το πέρασμα των ετών με τις κάπως συγκεχυμένες πληροφορίες για αυτούς τους τρεις αύξησαν ακόμα περισσότερον την γοητεία του μίτου τους. Ο Βενάρδος και ο Κοεμτζής περισσότερο, νεκροί όντες, και ο Ρωχάμης είναι περιτυλιγμένοι από πληροφορίες δημοσιογράφων και ανθρώπων του κύκλου τους. Λεπτομέρειες που μεταφέρονται βασισμένες στην θυμική και συναισθηματική πρόσληψη της στιγμής. Ο καθένας δεν περιγράφει αυτό που φαινόταν. Αλλά αυτό που διέταζε η ψυχή στα μάτια να δουν και να ακούσουν.
Κι αν το παραπάνω συνέβη με τους δημοσιογράφους που ήταν στην πηγή των πληροφοριών, φανταστείτε πόσο εύκολο ήταν να συμβεί σε κοπέλες που έβλεπαν εικόνες στην τηλεόραση. Μια εξήγηση για την εθελούσια υποταγή των συναισθημάτων σε έναν άγνωστο κακοποιό οφείλεται στη ροπή της ανθρώπινης φύσης προς την διατάραξη των κοινωνικών δεσμών. Η βία είναι σαν μια μέλισσα που πάει από λουλούδι σε λουλούδι. Αν δε βρει γύρη στο ένα, θα βρει στο άλλο.
Αυτές οι γυναίκες νιώθουν άβολα που χάνουν τη δική τους βία και επιλέγουν να την τοποθετήσουν πάνω σε έναν αποδεδειγμένα ικανό. Γι΄αυτό και στην περίπτωση τους μιλάμε για μια ενεργή υβριστοφιλία. Ούτως ή άλλως αυτό είναι ίδιον των περισσότερων ανθρώπων στις κοινωνίες του σήμερα. Κουβαλούν σε πολύ βαθιά σημεία της συνείδησης τους μια συσσωρευμένη καταπίεση.
Πιο βασική ψυχολογική αποτίμηση για την παθολογική επιτυχία που είχαν αυτοί οι τρεις στους ανθρώπους είναι μια ακόμα πιο ναρκισσιστική κατάσταση. Ποιος θα κάτσει να ασχοληθεί με έναν κακοποιό; Κανείς. Αυτή η σκέψη διεγείρει τη γυναικεία αντίληψη. Την κάνει να αισθάνεται μοναδικότητα σε ένα πρώτο επίπεδο.
Ακόμα πιο βαθιά έρχεται η αίσθηση της ισχύος. Οι περισσότερες περιπτώσεις είναι γυναίκες που ένιωσαν πληγωμένες από άλλους άντρες ή ένιωσαν πως ήταν υποχείρια στη σχέση. Με έναν άνθρωπο που είναι έγκλειστος στη φυλακή, εσύ που είσαι απ΄έξω έχεις το καρπούζι έχεις και το μαχαίρι. Οι γυναίκες αυτές ήθελαν να βρεθούν σε αυτό το θρόνο. Να είναι αυτές που του παρέχουν τα τσιγάρα, να είναι το τηλέφωνο που δικαιούνται, να είναι το καταφύγιο τους αν αποδράσουν. Να γίνουν μέρος μιας ιστορικής στιγμής.
Όλα τα παραπάνω έπαιξαν τον καταλυτικό ρόλο ώστε ο Βενάρδος, ο Ρωχάμης και σε λιγότερο βαθμό ο Κοεμτζής, να λαμβάνουν τόσα ραβασάκια και να βλέπουν τόσες γυναίκες στις δίκες τους.