«Κόβεις το τσιγάρο και την μπάλα»: Ένας κύριος που έζησε και πέθανε για το ποδόσφαιρο

Η δεύτερη φορά που η καρδιά του τον προδίδει αποδεικνύεται καθοριστική.

Είναι Φεβρουάριος του 2002 και η προπόνηση του Ακράτητου βρίσκεται σε εξέλιξη. Κατά τη διάρκεια μιας άσκησης των τερματοφυλάκων, ο τεχνικός της ομάδας, Γιάννης Παθιακάκης σωριάζεται στο έδαφος. Το μυαλό των περισσότερων πηγαίνει αμέσως στο χειρότερο. Φανατικός καπνιστής παρά το διπλό μπάι πας μερικά χρόνια νωρίτερα, δεν είχε ακούσει τη συμβουλή των γιατρών ν’ αφήσει τον αγχωτικό κόσμου του ποδοσφαίρου. Η αγάπη του για την μπάλα θα του πάρει τελικά εκείνο το απόγευμα τη ζωή, καθώς στο νοσοκομείο όπου μεταφέρθηκε απλά διαπιστώθηκε ο θάνατός του. Το άθλημα είχε χάσει έναν από τους πιο ξεχωριστούς και ιδιαίτερους ανθρώπους του.

Η ζωή του όλη…

Εκτός από τη σύζυγό του και την μπάλα, ο Γιάννης Παθιακάκης είχε ακόμη μία αγάπη. Αυτή για την φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη. Σε αντίθεση με τους στίχους του τραγουδιού, όμως, η δική του ποδοσφαιρική ζωή ήταν ένα τσιγάρο που γούσταρε να το φουμάρει μέχρι τέλους. Γεννημένος για το τόπι, ο νεαρός με την αφάνα (χωρίς μουστάκι τότε) γρήγορα απέκτησε τη φήμη του τεχνίτη μεσοεπιθετικού που μασκάρευε πίσω από τις ικανότητές του τις αδυναμίες του σε ό,τι αφορά την ταχύτητα, η έλλειψη της οποίας ήταν ένα από τα βασικά μειονεκτήματά του.

Ίσως αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός πως ακόμη και ως νεαρός ποδοσφαιριστής ποτέ δεν φοβόταν να πει τη γνώμη του, να ευθύνεται για το ότι η καριέρα του δεν υπήρξε ακόμη μεγαλύτερη. Όχι πως ως παίκτης κατάφερε λίγα πράγματα, αλλά όσοι πρόλαβαν να τον δουν αγωνιζόμενο ορκίζονται πως ήταν προορισμένος για κάτι παραπάνω.

Κάτι που ενδεχομένως να είχε κάνει αν παρέμενε περισσότερο στον ΠΑΟΚ, όπου οι «κακές γλώσσες» επιμένουν πως πλήρωσε τις σχέσεις του με τον τότε προπονητή Λάκη Πετρόπουλο, με συνέπεια να αφήσει πίσω του την Θεσσαλονίκη για τον Πανιώνιο. Η μοίρα το ήθελε έτσι ώστε με τους κυανέρυθρους να πετύχει το limit up της διαδρομής του ως παίκτης. Τη σεζόν 1978-79 πετυχαίνει 12 γκολ στο πρωτάθλημα και βάζει την υπογραφή του στην κατάκτηση του Κυπέλλου από τον Ιστορικό. Σκοράρει και στα δύο ματς των προημιτελικών με τον Άρη. Βρίσκει δίχτυα τρεις φορές στα ημιτελικά κόντρα στον Ολυμπιακό. Και στον τελικό βάζει κι εκείνος γκολ στο 3-1 επί της ΑΕΚ!

«Ένα» με τον Απόλλωνα

Παρά τις επιτυχίες του με τον Πανιώνιο, ο Παθιακάκης παρέμεινε στη συνείδηση του κόσμου «παιδί» του Απόλλωνα Σμύρνης, που τότε λεγόταν ακόμη Απόλλων Αθηνών. Ως παίκτης πέρασε κοντά μια δεκαετία –συνολικά- στη Ριζούπολη. Και στο ίδιο γήπεδο έγραψε τις πιο λαμπρές σελίδες της προπονητικής καριέρας του. Υπό τις οδηγίες του τη διετία 1994-1996 συντελείται ένα μικρό θαύμα. Έχοντας στη διάθεσή του προικισμένους ποδοσφαιριστές όπως ο Ντέμης Νικολαΐδης, ο Μπλένταρ Κόλα και άλλοι, οδηγεί την ελαφρά ταξιαρχία στην 4η θέση και την έξοδο στο UEFA (πρώην Europa League, για τους νέους), ενώ την επόμενη σεζόν φτάνει στον τελικό του Κυπέλλου, όπου θα έρθει η ήττα από την ΑΕΚ.

Θα περίμενε κανείς πως μετά από τέτοιες επιτυχίες θα έπαιρνε μια ευκαιρία σε μια «μεγάλη» ομάδα. Αντί γι’ αυτό –και μετά από το σύντομο πέρασμά του από τον Αθηναϊκό- θα βρεθεί στο ερασιτεχνικό πρωτάθλημα της Δ’ Εθνικής με τον Ακράτητο. Η ομάδα θα αποδειχθεί αντάξια του ονόματός της και θα ανέβει τις κατηγορίες τη μία πίσω από την άλλη. Αφού δεν έβρισκε δουλειά σε σύλλογο των «σαλονιών», ο Γιάννης Παθιακάκης έβαλε τις βάσεις για να φτάσει ομάδα ως εκεί, κερδίζοντας με τις διαδοχικές ανόδους νέα παράσημα.

Η ΑΕΚ

Κάποτε σε μια συνέντευξή του είχε ερωτηθεί για εκείνο το ρίσκο με τον Ακράτητο. «Όντως σκέφτηκα ότι ήταν δύσκολο να επανέλθω. Ήμουν, όμως, σίγουρος ότι αν δούλευα σωστά, η δουλειά θα αναγνωριζόταν από όλους. Θα ανεβαίναμε σκαλί-σκαλί τις κατηγορίες, όπως και έγινε. Έπλασα την ομάδα, εργαστήκαμε όλοι σκληρά και φτάσαμε στην κορυφή» απάντησε. Ουσιαστικά περιγράφοντας την ίδια του τη ζωή και την ασυμβίβαστη με την αποτυχία φύση του.

Από εκείνους που αναγνώρισαν την αξία της δουλειάς του ήταν οι άνθρωποι της ΑΕΚ. Οι δρόμοι του με την Ένωση είχαν διασταυρωθεί (με ευχάριστες κυρίως αναμνήσεις) στο παρελθόν. Είχε έρθει η ώρα αντί να βρεθεί απέναντί της, να συνεργαστεί με αυτή. Και το έκανε συνδυάζοντας το όνομά του με την κατάκτηση ενός τίτλου (Κύπελλο με αντίπαλο τον Ιωνικό το 2000) αλλά και με την ιστορική ήττα με 6-1 από τον Ολυμπιακό. Ένα αποτέλεσμα που ουσιαστικά τον οδήγησε εκτός ομάδας.

Πλησιάζοντας στο τέλος

Όταν έφυγε από την ΑΕΚ ήταν μόλις 46 ετών. Πολύ μικρός για να πιστέψει πως η καριέρα του δεν είχε μέλλον. Δεν ήταν ο φόβος για την αποτυχία εκείνο που έθετε σε κίνδυνο το ποδοσφαιρικό του αύριο. Άλλωστε και ο ίδιος δεν ήταν από αυτούς που θα άφηναν το φόβο να τον νικήσει. Το πρόβλημα ήταν η καρδιά του. Αυτή η ολοκληρωτικά δοσμένη στο ποδόσφαιρο καρδιά, που τον είχε προδώσει στο παρελθόν αφήνοντάς του για ενθύμιο ένα διπλό μπάι πας. Οι γιατροί ήταν ξεκάθαροι. «Κόβεις την μπάλα και το τσιγάρο» του είπαν. Τα λόγια τους δεν είχαν καμία αποτρεπτική ισχύ πάνω του.

Στις 8 Φεβρουαρίου του 2002 η προπόνηση του Ακράτητου κοντεύει να τελειώσει. Στο γήπεδο της ίδιας ομάδας τέσσερα χρόνια νωρίτερα ήταν που είχε υποστεί έμφραγμα ο Έλληνας τεχνικός. Τίποτα δεν δείχνει να του θυμίζει εκείνη τη δύσκολη φάση της ζωής του. Πικάρει τους τερματοφύλακες Στάουτσε και Ράπτη που μόλις έχει νικήσει σε ένα παιχνίδι με σουτ έξω από την περιοχή. Του ζητούν τη ρεβάνς και ο Γιάννης Παθιακάκης δεν τους χαλάει το χατίρι. Όλα εξελίσσονται τόσο γρήγορα που κανείς δεν προλαβαίνει να καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί. Η δεύτερη φορά που η καρδιά του τον προδίδει αποδεικνύεται καθοριστική.

Το ποδόσφαιρο μόλις είχε χάσει έναν άνθρωπο που έζησε γι’ αυτό και το πένθος για όσους πρόλαβαν να τον γνωρίσουν παραμένει ακόμη και σήμερα αβάσταχτο…