Η ζωή του σ’ εκείνο το σημείο θα μπορούσε να είναι πίνακας του Τζον Μίντον- απ’ αυτούς της όψιμης περιόδου του, τότε που ο ομοφυλόφιλος καλλιτέχνης είχε γίνει εμμονικός με το θάνατο. Ή η σονάτα νο.14 για πιάνο του Μπετόβεν, εκεί που η θλίψη σου χτυπά την πόρτα σε υπέροχα μελωδικά κύματα. Τα λόγια του, άλλωστε, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αισιοδοξία: «Δεν έχω καμία διάθεση να βγω να παίξω».
Το όλο σκηνικό γύρω του μοιάζει να είναι καμωμένο από τα υλικά απ’ τα οποία φτιάχνονται οι εφιάλτες: εδώ και 8 μήνες κατηγορείται για το βιασμό της 19χρονης Κέιτλιν Φέιμπερ σ’ ένα ξενοδοχείο του Λος Άντζελες, στο οποίο συνευρέθηκε ερωτικά μαζί της. Ο ίδιος ισχυρίζεται πως η κοπέλα συναίνεσε, ενώ αυτή το αρνείται.
Με το σκάνδαλο να τρέφεται ολοένα και περισσότερο από την αδηφάγο ενέργεια του πάντα περίεργου χολιγουντιανού πλήθους, τα πράγματα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο κι από κει στο χείριστο: οι φήμες λένε πως η Βανέσα (η γυναίκα του) είναι έτοιμη να τον χωρίσει, απομακρύνοντας την οικογένειά του απ’ αυτόν.
Η φανέλα με το νούμερο 8 στην πλάτη και το λογότυπο “Lakers” μπροστά, από δεύτερη πιο εμπορική της λίγκας μετά από αυτήν του Άιβερσον, κάνει ελεύθερη πτώση και κατρακυλά εκτός δεκάδας. Στα περισσότερα γήπεδα- εκεί που ακόμα και οι «εχθροί» του τον αποθέωναν- γιουχάρεται εντόνως, ενώ κάθε φορά που πάει να εκτελέσει βολές κατά τη διάρκεια ενός ματς στο αγαπημένο του “Staples Center”, επικρατεί μια αμήχανη σιωπή τόσο βαριά, που νιώθεις ότι μπορείς να την κόψεις με το μαχαίρι.
Η ομάδα του, μετά την αποτυχία της σεζόν 2002-2003 (τότε που, αν και προερχόταν από three-peat δεν κατάφερε καν να προκριθεί στους τελικούς), φρόντισε να φέρει δίπλα σ’ αυτόν και τον Σακίλ δύο Hall of Famers- τον Γκάρι Πέιτον και τον Καρλ Μαλόουν- προκειμένου να καθίσει εκ νέου στον θρόνο, όμως το «μούδιασμα» λόγω της υπόθεσης βιασμού έχει επηρεάσει τους πάντες και το ρεκόρ της στην regular season ναι μεν είναι συμπαθές, αλλά δε θυμίζει σε καμία περίπτωση εν δυνάμει πρωταθλητές (44-23).
Η κατάθλιψη καλεί τον Κόμπε στη θελκτική, ερεβώδη αγκάλη της και ο 26χρονος γκαρντ είναι έτοιμος να παραδοθεί άνευ όρων: «Δεν έχω καμία διάθεση να βγω να παίξω σήμερα».
Το ημερολόγιο δείχνει 15 Μαρτίου του 2004 και οι Lakers υποδέχονται τους Magic του σούπερ σταρ Τρέισι ΜακΓκρέιντι, ο οποίος κοιτάζει στα μάτια τον Μπράιαντ . Το δίλημμα αναφορικά με το ποιος εκ των δύο είναι ο καλύτερος μοιάζει να γέρνει (την συγκεκριμένη περίοδο) προς την πλευρά του σταρ του Orlando.
Το παιχνίδι ξεκινάει και στο πρώτο ημίχρονο παρακολουθούμε εμβρόντητοι τον πρωτοφανή διασυρμό του, ανήμπορου ν’ αντιδράσει, Μπράιαντ. Ο T-Mac θυμίζει άγριο θηρίο που έχει αφεθεί ελεύθερο και κατασπαράζει τον δύσμοιρο προσωπικό του αντίπαλο. Τρίποντο, καλάθι και φάουλ, καρφώματα, βολές, ποστάρισμα στο ζωγραφιστό, τελείωμα στον αιφνιδιασμό- ένα ανεξάντλητο ρεπερτόριο μπασκετικής υπεροχής που σπάνια συναντά κανείς.
Τι αντιπαρατάσσει ο Κόμπε; Άστοχα σουτ, εκνευρισμό, μια εικόνα καθολικής παραίτησης. Όταν οι δύο ομάδες πηγαίνουν στ’ αποδυτήρια, η υποτιθέμενη κόντρα των δύο κορυφαίων γκαρντ της λίγκας (μαζί με τον Answer, φυσικά) θυμίζει επώδυνο «βιασμό»: 21 πόντοι ο ΜακΓκρέιντι, μόλις 1 ο Μπράιαντ.
Στο locker room των Lakers επικρατεί βουβαμάρα. Ο πάντα λαλίστατος Σακ δε λέει κουβέντα, ο Μαλόουν τον μιμείται και ο Πέιτον (που το βούλωνε μόνο αν του έριχνε πεπειραμένος κυνηγός με κοντόκανη καραμπίνα στο στήθος) μονολογεί αποκαρδιωμένος. Μακριά απ’ όλους, σε μια γωνιά, κάθεται ο Κόμπε με σκυμμένο το κεφάλι.
Αίφνης, κόντρα στην πορτοκαλή λογική, ακούγεται ο διακόπτης να γυρίζει στο μυαλό του: «Ξέρεις τι, ίσως χάσεις τα πάντα στη ζωή σου λόγω της κατάστασης στην οποία έβαλες τον εαυτό σου. Ίσως χάσεις την οικογένειά σου, ίσως χάσεις ακόμα και την ελευθερία σου. Αλλά θα είσαι καταδικασμένος αν χάσεις το μπάσκετ. Αυτό, τουλάχιστον, μπορείς να το ελέγξεις» σκέφτεται (όπως εκμυστηρεύτηκε χρόνια αργότερα σε συνέντευξή του) και βγαίνει πρώτος στο παρκέ για το δεύτερο ημίχρονο.
Και, μόλις γίνει η επαναφορά για την αρχή της τρίτης περιόδου, συντελείται η μεταμόρφωση: το πρώτο σουτ μπαίνει, το ίδιο και το δεύτερο και το τρίτο και τα περισσότερα απ’ όσα ακολούθησαν. Στην άμυνα «σβήνει» τον ΜακΓρέιντι- με highlight την εκπληκτική τάπα στο τρίποντο του Τρέισι- και πετυχαίνει 24 πόντους στο τελευταίο 12λεπτο για να οδηγήσει το ματς στην παράταση.
Συνολικά βάζει τους 17 από τους τελευταίους 26 που μπήκανε στον αγώνα και δίνει το «ανέλπιστο», σχεδόν, ροζ φύλλο στην ομάδα του Φιλ Τζάκσον. Οι 38 του πόντοι μπορεί να μην είναι εξωπραγματικό νούμερο για τον ίδιο (διάολε, μιλάμε για τον τύπο που ούτε δύο χρόνια αργότερα θα βάλει 81 σ’ ένα ματς), όμως τα εκστασιασμένα βλέμματα στις εξέδρες μαρτυρούν πως κάτι πολύ ιδιαίτερο συντελέστηκε σ’ αυτά τα 29 (μαζί με την παράταση) αγωνιστικά λεπτά.
Ο Κομπε άλλαξε. Ανέβασε την αυτοπεποίθησή του σε δυσθεώρητα ύψη, άφησε πίσω του την κατάθλιψη και την ψυχοφθόρα ιστορία του βιασμού, απαγορεύοντάς τους να εισέλθουν στο παρκέ την ώρα που αγωνίζεται.
Η απώλεια της προσωπικής του ελευθερίας (θυμηθείτε τον Μάικ Τάισον λίγα χρόνια νωρίτερα) ήταν κάτι παραπάνω από ρεαλιστικό σενάριο, η διάλυση της οικογένειάς του επίσης και το αμαύρωμα της φήμης του είχε εξελιχθεί από κακόγουστο αστείο σε καθημερινό φαινόμενο, όμως αυτός κατάφερε να πιαστεί από τη μόνη σανίδα που βρήκε μπροστά του- το ίδιο το γήπεδο του μπάσκετ.
Εκείνη τη μέρα του Μαρτίου κόντρα στους Magic ο Μπράιαντ απαλλάχθηκε από το παλιό του δέρμα και φόρεσε το, πολύ πιο εντυπωσιακό, καινούργιο. Είχε επάνω του μεθυστικές μαύρες φολίδες που έδεναν αρμονικά με το βλέμμα δολοφόνου που υιοθέτησε μέχρι το τέλος της καριέρας του.
Εκείνη τη μέρα, ο Κομπε άλλαξε για πάντα.
Εκείνη τη μέρα, έγινε ο “Black Mamba”.
Και, ξέρετε, δεν υπάρχει τίποτα πιο επικίνδυνο στην ζούγκλα του ΝΒΑ από ένα(ν) λυσσασμένο Mamba στο παρκέ.
Ή, πλέον, στον ουρανό…