Παναγιώτη, πόσο γρήγορα ξεχνάνε…

Ο Παναγιώτης Γιαννάκης αποτελεί από χθες και τυπικά παρελθόν από τον πάγκο του Άρη και το menshouse.gr παρακολουθεί διακριτικά το νανούρισμα ενός πατέρα στο γιο του, ένα βροχερό βράδυ του Μαρτίου…

Μια σταγόνα στο τζάμι του παιδικού δωματίου. Τικ. Έπειτα, ακόμα μία- ένα υγρό δάκρυ που έπεσε από τον ουρανό. Τικ. Ο σταθερός, μεθυστικός τους ρυθμός τον ωθεί ολοένα και περισσότερο στην αγκαλιά του Μορφέα. Το ημίφως μοιάζει με κάτωχρη, άυλη κουβέρτα που του σκεπάζει τους ώμους και η εφημερίδα έχει αρχίσει να γλιστρά από το χέρι του. Είναι έτοιμος να κοιμ…

«Μπαμπά!», τον φωνάζει ο 6χρονος γιος του από το κρεβάτι του.

Τινάζεται. «Ναι αγόρι μου…»

«Θα μου πεις ένα παραμύθι για να κοιμηθώ;»

«Η μαμά σου σήμερα δεν γκρίνιαξε καθόλου όλη τη μέρα.»

«Όχι τέτοιο παραμύθι! Από τα άλλα, μπαμπά. Αυτά που μου αρέσουν. Τ’ αθλητικά…»

Ο πατέρας, που λατρεύει υπέρμετρα δύο πράγματα σ’ αυτή την ζωή- το γιο του και τον (υγιή) αθλητισμό-, σηκώνεται μονομιάς και πηγαίνει στην άκρη του κρεβατιού. Κοιτάζει την «άτοπη» μπλούζα που φοράει ο μικρός (“Keep calm and the Emperor is coming”, γράφει) και χαμογελάει πικρά για τα χρυσά χρόνια που έλιωσαν κάτω από την μπότα του αδυσώπητου Χρόνου.

Το βλέμμα του μαρτυρά πως στέρεψε από ιδέες, πως δεν έχει αυτή τη φορά μια- έστω υποτυπωδώς καλή- ιστορία για να πει, όμως…

«Μια φορά κι ένα πορτοκαλί κάποτε ήταν ο Παναγιώτης», λέει κι αισθάνεται σιγά- σιγά εκείνη τη χειμαρρώδη έξαψη να καταλαμβάνει κάθε πόρο του κορμιού του- όπως συμβαίνει πάντα, δηλαδή, όταν ετοιμάζεται να μιλήσει για εκείνον και την ομάδα που αγαπάει.

«Ασύγκριτο μπασκετικό ταλέντο από μικρός, μπορούσε να βάλει την μπάλα με κάτι περισσότερο από χίλιους τρόπους στο καλάθι. Παίκτης με τεράστια ψυχή- αρκεί να σου πω ότι έπαιζε σε όλη του τη καριέρα με διαλυμένους χιαστούς, κάνοντας τους γιατρούς να χρησιμοποιούν τα πτυχία τους ως σουπλά- αποφάσισε στα μέσα των 80s να πάψει ν’ αποτελεί μέρος της ιστορίας και να πιάσει το στυλό για να την γράψει ο ίδιος.

Παρέα με τον Νικ κατέκτησαν την κορυφή της Ευρώπης το 1987, στο πιο «εξωφρενικό», δεδομένης της εποχής, γαλανόλευκο κατόρθωμα, το οποίο εκτόξευσε στην στρατόσφαιρα σύσσωμο τον ελληνικό αθλητισμό, ενώ ανέβηκε στο δεύτερο σκαλί του βάθρου της ίδιας διοργάνωσης μια διετία αργότερα.

Σε συλλογικό επίπεδο ήταν- πάλι παρέα με τον «Γκάνγκστερ»- ο ένας εκ των δύο βασικών πυλώνων για τη δημιουργία μιας ομάδας που ξεπέρασε κατά πολύ τα στενά όρια του μπάσκετ και μετατράπηκε, μέσω μιας εκκωφαντικά υπέροχης μεταμόρφωσης, σε κοινωνικό φαινόμενο που όμοιό του δεν προϋπήρχε και ούτε πρόκειται να υπάρξει ξανά στις εποχές του απόλυτου οπαδικού μίσους που ζούμε.

Όταν κρέμασε τα παπούτσια του αποφάσισε ν’ ασχοληθεί με την προπονητική. Σχεδόν «μοιραία» φάνηκε συνεπής στο ραντεβού του με τον πάγκο για τον οποίον είχε γεννηθεί- αυτόν της Επίσημης Αγαπημένης.

Κρατώντας στιβαρά το τιμόνι της Εθνικής Ελλάδος κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο Ευρωμπάσκετ του 2005 κι έγινε, έτσι, ο μοναδικός στην ιστορία που έχει σηκώσει την κούπα τόσο ως παίκτης, όσο και ως προπονητής, και το ασημένιο στο Παγκόσμιο του 2006, με την ιστορική νίκη επί των ΗΠΑ στον ημιτελικό.

Τα χρόνια πέρασαν, γιε μου, και όπως κάθε άνθρωπος που μεγαλώνει, ο Παναγιώτης έγινε αρκετά πιο συναισθηματικός. Κι αυτό ήταν κάτι που επηρέασε την κρίση του».

«Δηλαδή;», τον ρωτάει ο μικρός που νιώθει ολοένα και περισσότερα γραμμάρια να προστίθενται στα ήδη βαριά βλέφαρά του.

«Δηλαδή όταν είδε τη μοναδική ομάδα που αγαπάει εξίσου με την Εθνική να ψυχορραγεί στα χέρια του- κακώς εννοούμενου- τυφώνα Λάσκαρη, πήρε μια απόφαση με την καρδιά αντί για το μυαλό: ανέλαβε τον μπασκετικό Άρη στη δυσκολότερη στιγμή της ιστορίας του. Ξέρεις γιατί;»

«Γιατί;»

«Γιατί ένας Δράκος, ανεξαρτήτως του πόσο έχει «σκουριάσει», πάντα πιστεύει πως η φωτιά που καίει μέσα του είναι αιώνια και μπορεί να μετατραπεί σε αγωνιστική λάβα που θα κατακάψει τους πάντες.

Όμως, καμιά φορά, η πραγματικότητα είναι αδυσώπητα διαφορετική: ο ξεπεσμένος Αυτοκράτορας του 2018 ήταν ολοφάνερα γυμνός και το, εξαρχής φτωχό, ρόστερ του… παικτορροούσε, με αποτέλεσμα ο Παναγιώτης να καταλήξει να κοουτσάρει ένα σύνολο που μετά δυσκολίας θα μπορούσε να κερδίσει ακόμα και παιδική ομάδα χωριού της Ζιμπάμπουε- την οποίαν μια φορά μπασκετομάνα δεν τη λες.

Τα οικονομικά προβλήματα μεγάλωναν με ερεβώδη ταχύτητα, οι παίκτες έμεναν απλήρωτοι επί σειρά μηνών σε σημείο που πολλοί απειλούντο από τη ΔΕΗ με διακοπή ρεύματος, για να μπορέσει να παίξει ματς εκτός έδρας απαιτούνταν «δωρεές» από επιφανείς φιλάθλους του συλλόγου, έφτασαν στο σημείο οι οπαδοί να τυπώσουν ακόμα και κουπόνια «ενίσχυσης» των παικτών, τα ταξιδιωτικά πρακτορεία, τα ξενοδοχεία, οι μάνατζερ, οι πρώην αθλητές ζητούσαν- ο ένας μετά τον άλλο- νομίμως τα λεφτά τους και…»

«Και, μπαμπά, τι έκανε ο Παναγιωτης;»

«Αυτό που έκανε πάντα, παιδί μου: βγήκε μπροστά. Πλήρωνε τους λογαριασμούς των παικτών, τους μιλούσε σε βαθμό που φλέρταρε ξεδιάντροπα, πια, με την πλύση εγκεφάλου προκειμένου να μην κάνουν λευκή απεργία, άφηνε στη μέση την προπόνηση της ομάδας για να κάνει… ξενάγηση κάποιους Τούρκους στο εντυπωσιακό μουσείο του συλλόγου μπας και καταφέρει να τους «ψήσει» ο ίδιος, ελλείψει στοιχειώδους διοίκησης, να βάλουν έστω και λίγα λεφτά, έψαχνε για χορηγούς μόνος του, έβγαζε για φαγητό τους πάντες- εν ολίγοις κυνηγούσε εντέχνως ανεμόμυλους τους οποίους δεν είχε καμία τύχη να πιάσει.

Η εικόνα του τσαλακωνόταν ξανά και ξανά και ξανά, τα κίτρινα φύλλα άρχισαν να σχηματίζουν στοίβες και να υπερκαλύπτουν τα λιγοστά ροζ, ο εφιάλτης της Α2 μετατράπηκε από «Ρε φίλε αυτά δε γίνονται, για τον Άρη μιλάμε!» σε «Ρε λες…;» κι όμως αυτός δεν έλεγε να τα παρατήσει.

Γιατί, πολύ απλά, αγαπούσε αυτή την ομάδα.

Αγαπούσε τον Άρη του.

Κι ας δεχόταν αήθη πόλεμο από διάφορους εντός κι εκτός Θεσσαλονίκης- η εμβληματική του παρουσία, βλέπεις, δεν τους καθόταν εξαρχής καλά στο επιλεκτικό τους στομάχι. Κι ας μην του αναγνώριζε σχεδόν κανείς από τους «εχθρούς»- λες και είχαν υποστεί μαζική εθελούσια τύφλωση- ούτε ένα ελαφρυντικό. Κι ας ήταν, διάολε, το απόλυτο τοτέμ του αθλήματος.

Λάσπη. Απαξίωση. Αλλεπάλληλα δηλητηριώδη βελάκια στο κορμί του πληγωμένου προπονητή- πρωτοστατούντος ενός 80χρονου «άρχοντα», που το υπερμέγεθες εγώ του δεν τον άφηνε να δει πως το να κάνεις τον ξεμωραμένο παράγοντα σ’ αυτή την ηλικία είναι εξίσου θελκτικό με την εικόνα μιας πολυκαιρισμένης μασέλας μέσα σ’ ένα ποτήρι με βαλτώδες νερό.

Κάπως έτσι, μετά από ένα ντέρμπι ο Δράκος…». Ο πατέρας κομπιάζει, καθώς δεν ξέρει πώς να συνεχίσει την ιστορία του.

«Τι έγινε μετά, μπαμπά; Πες μου! Ο Δράκος θανατώθηκε όπως γίνεται σε όλα τα παραμύθια;», θέλει να μάθει ο μικρός, με τα μάτια του- υγρά, για να είναι σε πλήρη αρμονία με την βροχή- να εκλιπαρούν για μια αρνητική απάντηση.

«Όχι αγάπη μου, αυτό δεν είναι ένα συνηθισμένο παραμύθι. Στο τέλος ο Δράκος άνοιξε τα φτερά του, πήρε την ομάδα στην πλάτη και πέταξε πολύ ψηλά. Ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», τον καθησυχάζει ο πατέρας, διαβάζοντας παράλληλα τον κεντρικό τίτλο της εφημερίδας που κρατάει.

Γράφει «Τέλος ο Γιαννάκης από τον Άρη!»

Καληνυχτίζει τον γιο του, κλείνει το φως και με μοναδική ηχητική συνοδεία το μεθυστικό τικ-τικ της βροχής κατεβαίνει στο υπόγειο του σπιτιού του.

Στο βάθος, μια αφίσα δείχνει εκείνον να κρατάει το τρόπαιο του 1987. Στην απέναντι, αγκαλιά με τον Γκάλη, να σηκώνει στον ουρανό την κούπα του πρωταθλητή Ελλάδας 1990. Δίπλα το Κυπελλούχων του 1993. Στην επόμενη, περιχαρής στην αγκαλιά των παικτών του μετά το χρυσό το 2005.

Κοιτάζει και πάλι την εφημερίδα.

Τέλος. Ο. Γιαννάκης. Από. Τον. Άρη.

Ψιθυρίζει τόσο σιγά που μετά βίας ακούγεται:

«Αχ, Παναγιώτη, πόσο γρήγορα ξεχνάνε».