Σε ένα κομμάτι της Οδύσσειας γίνεται μια αναφορά από τον Οδυσσέα – αν δε με απατά η μνήμη μου – όπου λέει πως αν επέστρεφε ξανά για δεύτερη φορά στη ζωή θα επέλεγε να γίνει βοσκός ή κάτι τέτοιο. Μια παρόμοια αναφορά γίνεται και στους μύθους του Πλάτωνα, ειδικά στον μύθο του Ηρός. Το επιχείρημα γι΄αυτή την επιλογή είναι ότι όσοι βρίσκονται σε δημόσια αξιώματα βιώνουν τις μεγαλύτερες φουρτούνες. Κάτι που είναι μια πραγματικότητα. Ο Λάμπης Λιβιεράτος δεν είχε κάποιο δημόσιο αξίωμα, αλλά ο τραγουδιστής και τα μπουζούκια στα τέλη των 90’s και μέχρι το 2010 ήταν κάτι τέτοιο. Κι αφού το έζησε αυτό στο τέρμα, τώρα αντικρύζει την άλλη πλευρά της ζωής.
Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρει κανείς να ορίσει τι είναι η νορμάλ ζωή, η φυσιολογική. Ποιος από εμάς ζει μια τέτοια ζωή; Ποιος μπορεί να υποστηρίξει κάτι τέτοιο; Άσχετα με το τι ισχύει. Νομίζω πως κανείς μας δεν θα το έλεγε. Κι ας κάναμε λάθος. Αλλά σε κάθε περίπτωση μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι ήρεμη ζωή είναι αυτή που περιλαμβάνει λίγα «ξαφνικά», μερικά «τυχερά» και αρκετά δεδομένα.
Ο Λάμπης Λιβιεράτος ίσως κοιτάζει για πρώτη φορά αυτόν τον μπακαλίστικο συμψηφισμό. Μέχρι το 2010 απείχε πάρα πολύ. Από το 1990 μέχρι αυτό το σύνορο, με διαφορετικό λόγο να υπερισχύει κάθε φορά, ο τραγουδιστής βρισκόταν σε μια ροή ζωής που είτε δεν την όριζε είτε την όριζε και την ξεθέωνε.
Ο καθένας προφανώς θα έκανε τα όμοια στην θέση του. Μιλάμε για έναν τραγουδιστή που είχε πέραση ποικιλοτρόπως στην εποχή του. Δεν ήταν μόνο τα μπουζούκια που μεσουρανούσε, αλλά και οι γυναίκες. Μόνο και μόνο το σχήμα με Ρέμο, Θεοδωρίδου, Τριαντάφυλλο στις Χάντρες να θυμηθεί κανείς, αντιλαμβάνεται. Μιλάμε για ένα μαγαζί που ήταν γεμάτο 6 μέρες την εβδομάδα. Σε μια εποχή που τα μπουζούκια έπαιρναν ένα ρεπό μόνο τη Δευτέρα. Τότε που μετρούσαμε στα μεσημεριανάδικα πόσο κάνει 100 και 200 χιλιάρικα τη βραδιά επί 6. Μιλάμε πάντα για δραχμές. Το ποσό των 200.000 τότε ήταν σχεδόν ένα μηνιάτικο.
Είναι και αυτός ο συμβολισμός της σχέσης του με την Εύη Αδάμ. Την ελληνική εκδοχή της Λίντα Εβανγκελίστα. Ο ωραίος τραγουδιστής και η σέξι-πανέμορφη «μοντέλα». Σαν τρελό πουλούσε ως εικόνα αυτό. Ήταν βέβαια κάτι πολύ παραπάνω. Ένας μεγάλος έρωτας που γέννησε 2 κόρες.
Όλο αυτό στο μυαλό ενός 30άρη της εποχής μετρούσε πολύ. Έσκιζε τα γκέμια από το μυαλό κι αυτό έτρεχε. Έπαιρνε αποφάσεις με ρίσκο και δεν το σκεφτόταν. Κάποια στιγμή τα μπουζούκια άρχισαν να φθίνουν. Μια νέα μορφή ελληνικής μουσικής αναδυόταν. Ο Φοίβος και όλο το μουσικό ρεύμα που αντιπροσώπευε, έπνεε τα λοίσθια. Ο Λάμπης Λιβιεράτος ήταν μέρος αυτού.
Κάπου μετά το 2008 ήταν το διάστημα που όλα τα ονόματα της δεκαετίας του ’90 άρχισαν να μένουν πίσω. Ο Σχοινάς, ο Καλλίρης, ο Λάμπης Λιβιεράτος. Οι δύο τελευταίοι μάλιστα είχαν και κοινές εμφανίσεις σε μουσικές σκηνές, όπως το Ghosthouse στου Ψυρρή. Κάπου το 2011 είναι ο κατήφορος για τον Λάμπη. Λίγο πιο πριν είχε αποφασίσει να ολοκληρώσει την πορεία του από τις λεγόμενες glory days. Οικειοθελώς. Προφανώς γιατί είδε πολλά που του γύρισαν τ΄άντερα.
Το 2011, που ήταν λίγο πριν σκάσει ψυχολογικά, έτυχε να τον δω στο Ghosthouse. Μάλιστα, κάποια στιγμή ήρθε κατά πάνω μου και μου έκανε μια πλάκα για το φουλάρι που φορούσα. Τίποτα δεν προμήνυε αυτό που θα ερχόταν μετά.
Μια αποτυχημένη επένδυση σε μαγαζί, ένα δάνειο, ο χωρισμός με την Εύη Αδάμ και το χειρότερο απ΄όλα, ο θάνατος του αδερφού του. Δεν ξέρω πόσοι από εμάς θα είχαμε την αντοχή να σταθούμε στα πόδια μας με τόσα. Ο Λάμπης Λιβιεράτος αναγκάστηκε τότε να απευθυνθεί σε ψυχιατρική κλινική, μετά κι από προτροπή του ψυχολόγου του. Μια προτροπή που αποδείχτηκε ο βυθός που θα του έδινε ώθηση να βγει ξανά στην επιφάνεια.
«Εκεί μέσα είδα πράγματα πολύ χειρότερα από τα δικά μου» είχε πει σε μια συνέντευξη του το 2013. Ήταν μια εποχή που εννοείται πως πουλούσε πάρα πολύ ως τίτλος «Γνωστός τραγουδιστής μπήκε στο ψυχιατρείο» ή κάτι αντίστοιχο. Τα μέσα δεν έχασαν την ευκαιρία να διαλύσουν ψυχικά τον Λάμπη.
Ευτυχώς, εκείνος βρήκε τον τρόπο να επανακάμψει. Όχι με την επιτυχία των 90’s σαφώς. Αλλά δεν έχει σημασία αυτό. Σημασία είχε ότι ο Λάμπης Λιβιεράτος κυνήγησε ξανά τη μουσική, προσπάθησε, έκανε μερικά live και ξαναβρήκε την εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Δεν είχε την πορεία του Σχοινά, αλλά κι ο Σχοινάς είχε μια πιο στέρεη βάση στη ζωή του.
Ο Λάμπης το μόνο που είχε ήταν οι 2 κόρες του. Κι όσο κι αν λέμε πως τα παιδιά είναι αρκετός λόγος, δεν ισχύει. Είναι ένας βασικός λόγος, όμως αν όλα τ΄άλλα δε σου προσφέρουν κάτι, χάνεις τη δυνατότητα να το δεις. Ευτυχώς για εκείνον, οι κόρες του είχαν μια μεγάλη ωριμότητα να τον βοηθήσουν να το δει.
«Όταν γύρισα στην Ελλάδα πια… έγιναν κάποιες πολύ ωραίες συζητήσεις και άκουσα κάποια πολύ ωραία λόγια από τα παιδιά μου που έκαναν κι εμένα καλό. Δεν ήξερα ακριβώς τι νιώθουν για μένα και ήθελα να ακούσω από τα ίδια μου τα παιδιά τι νιώθουν.» δήλωσε πριν μερικές μέρες στο Dot στο ΣΚΑΪ.
Στο τέλος της ημέρας, το χαμένο θάρρος, η έλλειψη πίστης και αυτοπεποίθησης, ο πεσιμισμός, όλα αντισταθμίζονται από την σκέψη ότι έχεις δύο ανθρώπους που σου έδειξαν ότι σ΄αγαπάνε. Κι ο Λάμπης πάτησε ορθά πάνω σε αυτό για να ορθοποδήσει με τη σειρά του!