Τεόφιλο Στίβενσον: Ο γιος της επανάστασης που «θα νικούσε τον Μοχάμεντ Άλι»

Ο «αγώνας του αιώνα» που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ

Το 1978 ΗΠΑ και Κούβα έφτασαν πιο κοντά όσο ποτέ άλλοτε σε μια ιστορική συμφωνία. Δεν σχετιζόταν ούτε με κάποια πυραυλική βάση ούτε με το εμπάργκο της πρώτης στη δεύτερη, αλλά άγγιζε ένα άκρως πολιτικό ζήτημα, παρά το ότι έμοιαζε να αφορά ένα μεμονωμένο αθλητικό γεγονός. Πώς, όμως, θα μπορούσε να θεωρηθεί τέτοιο όταν γινόταν συζήτηση για τη σύγκρουση δύο κόσμων, δύο τρόπων ζωής και ιδεολογιών; Αντικείμενο εκείνων των διαπραγματεύσεων ήταν ένας αγώνας που οι φίλοι της πυγμαχίας ίσα που τολμούσαν να φανταστούν. Ο Μοχάμεντ Άλι, ο μεγαλύτερος μποξέρ όλων των εποχών, κόντρα στον Τεόφιλο Στίβενσον, τον σπουδαιότερο ερασιτέχνη που θαύμασε ποτέ ο πλανήτης. Υπήρχε μόνο ένα πρόβλημα. Ο Κουβανός ήταν ένα γνήσιο παιδί της Επανάστασης και δεν θα την πρόδιδε ούτε για όλα τα δολάρια του κόσμου.

Για μια χούφτα (εκατομμύρια) δολάρια

Οι Αμερικανοί promoters δεν του πρόσφεραν, βέβαια, όλα τα δολάρια του κόσμου, αλλά αρκετά ώστε να αλλάξει για πάντα τη ζωή του. Κι αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που προσπαθούσαν να δελεάσουν τον Στίβενσον. Η αρχή είχε γίνει στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1972. Το τουρνουά των +81 κιλών είχε μετατραπεί σε… δοκιμαστικό σωλήνα μελλοντικών πρωταθλητών. Το 1964 «χρυσός» ήταν ο Φρέιζερ, τέσσερα χρόνια μετά ο Φόρμαν. Στο Μόναχο έμοιαζε να έχει έρθει η σειρά του Ντουέιν Μπόμπικ (του Great White Hope) να χρησιμοποιήσει το κορυφαίο σκαλί του βάθρου ως διαβατήριο για τον κόσμο της επαγγελματικής πυγμαχίας.

Στα προημιτελικά αντιλήφθηκε με σκληρό τρόπο πως αυτό δεν θα συνέβαινε στην περίπτωσή του. Ήταν η μέρα που ο Τεόφιλο Στίβενσον τον νικούσε με νοκ άουτ και -συνεχίζοντας να εντυπωσιάζει ως το τέλος- χάρισε στην Κούβα το πρώτο χρυσό μετά από 68 χρόνια. Και κάπως έτσι ο 20χρονος συστήθηκε στο ευρύ κοινό που τα επόμενα χρόνια θα τον θαύμαζε πάνω στα ρινγκ.

Ανάμεσα στους… θαυμαστές του βρίσκονταν και ατζέντηδες και προπονητές, που στο πρόσωπο του Κουβανού είδαν έναν μελλοντικό πρωταθλητή. Τότε ήταν και η πρώτη φορά που τον προσέγγισαν, με δέλεαρ ένα επαγγελματικό συμβόλαιο, ένα εκατομμύριο δολάρια και μια ευκαιρία να διεκδικήσει τον τίτλο.

Παιδί της Επανάστασης

Δύο χρόνια αργότερα το πράγμα σοβάρεψε. Ντον Κινγκ και Μπομπ Άρουμ, οι δύο μάνατζερ που έκαναν κουμάντο στην επαγγελματική πυγμαχία, προσπάθησαν (ο καθένας ξεχωριστά) να αφήσει την Αβάνα για τον πολύ πιο λαμπερό κόσμο του Λας Βέγκας. Και πάλι τα νούμερα ήταν επταψήφια. 5.000.000$. Ξανά η ίδια απάντηση. Όπως είχε γράψει και το Sports Illustrated, η στάση του Στίβενσον συνοψίστηκε στο περίφημο «better red than rich».

Μόλις είχε κατακτήσει το παγκόσμιο πρωτάθλημα πυγμαχίας (νικώντας και πάλι έναν Αμερικανό). Και το είχε κάνει μπροστά στους συμπατριώτες του, στην Αβάνα.

Ως γνήσιο τέκνο και προϊόν της Επανάστασης, ο Στίβενσον ένιωσε πως το κυνήγι μιας προσωπικής επιτυχίας χωρίς το… περιτύλιγμα του Κομμουνισμού θα συνιστούσε προδοσία προς το πολιτικό σύστημα που τον είχε δημιουργήσει. Εφαρμόζοντας τη σοβιετική λογική, όπου οι αθλητικές επιτυχίες προβάλλονταν ως ένδειξη ιδεολογικής υπεροχής, η Κούβα είχε επενδύσει σε παιδιά όπως ο Τεοφίλο. Και ο γεννημένος στο ταπεινό Λας Τούνας πυγμάχος ήταν το πιο δυνατό χαρτί που θα μπορούσε να ζητήσει ο Φιντέλ Κάστρο για να αποδείξει την ανωτερότητα του μαζικού «ερασιτεχνικού» αθλητισμού.

Ένας λαϊκός ήρωας

Βέβαια, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, ο Στίβενσον μόνο ερασιτέχνης (με την κυριολεκτική έννοια του όρου) δεν υπήρξε. Έχοντας τη στήριξη ενός ολόκληρου κρατικού μηχανισμού, η ζωή του διέφερε κατά πολύ από εκείνη ενός μέσου Κουβανού. Όχι μόνο σε όρους προπόνησης και επιστημονικής αντιμετώπισης, αλλά και σε όρους διαβίωσης. Έστω και στο μέτρο των δυνατοτήτων της αντικαπιταλιστικής και αντικαταναλωτικής Κούβας, ο Τεόφιλο διέθετε όλα όσα χρειαζόταν για να παραμένει πρωταθλητής πάνω στα ρινγκ και ήρωας της εργατικής τάξης έξω από αυτά, απολαμβάνοντας δικαιώματα και προνόμια που συμπατριώτες του δεν είχαν.

Ακόμη κι έτσι, έχοντας ταξιδέψει πολλές φορές στο εξωτερικό, οι συγκρίσεις ήταν αναπόφευκτες. Η επιλογή του να αρνηθεί τη Δύση και τις σειρήνες της υπήρξε απολύτως συνειδητή. Γνώριζε πως όσα προνόμια κι αν είχε στην πατρίδα του, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα κλάσμα όσων θα είχε τη δυνατότητα να αποκτήσει αγωνιζόμενος στις ΗΠΑ. Κι όμως, σε αυτήν την εσωτερική πάλη έριξε νοκ άουτ τον εγωισμό και την ματαιοδοξία του κι έμεινε πιστός στο σύστημα και τον λαό για το οποίο αγωνιζόταν.

Ποιος είναι ο κορυφαίος;

Στον άλλο πόλο κυριαρχούσε ο Μοχάμεντ Άλι. Όχι και το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα του «american dream». Είχε αρνηθεί να πολεμήσει στο Βιετνάμ, είχε αλλάξει θρησκεία και όνομα αντιδρώντας στη βία κατά των μαύρων. Παρέμενε ενεργός και ακτιβιστής. Οι αλλεπάλληλες φορές που έχασε και κέρδισε ξανά τον Παγκόσμιο τίτλο τον είχαν κατατάξει στην κορυφή του κόσμου. Είχε νικήσει κάθε διαθέσιμο αντίπαλο στο… φιλελεύθερο μισό του πλανήτη. Αλλά άκουγε πολλούς να μιλούν για έναν ερασιτέχνη. Έναν άνθρωπο που μετά από κάθε ολυμπιακή χρονιά πρόσθετε άλλο ένα χρυσό στη συλλογή του και είχε κάνει τον κόσμο να αναρωτιέται τι θα γινόταν αν στεκόταν απέναντι στον «Βασιλιά».

Κι επειδή στον κόσμο της επαγγελματικής πυγμαχίας τα πάντα έχουν να κάνουν με τις προσδοκίες και το πόσο λαχταρά το κοινό να δει μία μάχη, οι promoters στις ΗΠΑ επανήλθαν για άλλη μια φορά. Πλέον, γνωρίζοντας ότι ο Στίβενσον δεν θα δεχόταν ποτέ να αυτομολήσει, δοκίμασαν να το πετύχουν by the book. Με κανονικές διαπραγματεύσεις στις οποίες έλαβε μέρος και ο ίδιος ο Φιντέλ!

Δεν τα βρήκαν…

Οι Αμερικανοί ξεκίνησαν τις συνομιλίες στο ανώτατο δυνατό επίπεδο. Ο Κάστρο ζήτησε από τον πρόεδρο της Ομοσπονδίας πυγμαχίας Ραούλ Βιλανουέβα και τον διευθυντή της Εθνικής Ακαδημίας Αθλητισμού Γκαρσία Μπάνγκο να βρουν μια χρυσή φόρμουλα ώστε αυτός ο αγώνας να πραγματοποιηθεί. Για την ακρίβεια, όχι ο αγώνας. Οι αγώνες. Πληθυντικός. Ο Άλι είχε στην κατοχή του τον τίτλο, αλλά βάδιζε στα 36. Προφανώς και δεν ήταν στην καλύτερη φόρμα της ζωής του. Αλλά και πάλι θα παρέμενε το φαβορί απέναντι σε έναν πυγμάχο που είχε συνηθίσει να αγωνίζεται με εντελώς διαφορετικούς όρους. Ο αντίπαλός του ήταν 10 χρόνια νεότερος, αλλά δεν είχε σταθεί ποτέ για 10, 12 ή 15 γύρους στο ρινγκ.

Στα ερασιτεχνικά τουρνουά ο Στίβενσον κυριαρχούσε δίνοντας 4-5 ματς μέσα σε ένα διάστημα 10 ημερών. Του έλειπε η γνώση και η εμπειρία για την προετοιμασία ενός και μόνου αγώνα όπου κρίνονταν τα πάντα. Κι ενώ οι Αμερικανοί επέμεναν για έναν αγώνα με διψήφιο αριθμό γύρων, οι Κουβανοί αντιπρότειναν κάτι πολύ πιο κοντινό στο προφίλ του αστεριού τους. Πέντε αγώνες των τριών γύρων, διάρκειας τριών λεπτών, σε πέντε διαφορετικές πόλεις. Αυτή τη φορά ήταν η σειρά των δυτικών να αρνηθούν. Οι δύο γίγαντες δεν ήταν γραφτό να συναντηθούν.

Επιτέλους οι δυο τους

Όταν τελικά αυτό συνέβη το ημερολόγιο έδειχνε 1994. Στο μεταξύ η Κούβα είχε μποϊκοτάρει τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Σεούλ, όπως είχε κάνει και με εκείνους του Λος Άντζελες τέσσερα χρόνια νωρίτερα, στερώντας από τον Στίβενσον την ευκαιρία να διεκδικήσει ένα τέταρτο χρυσό. Ο εμβληματικός «Τεό» ανακοίνωσε την απόσυρσή του το 1988, αλλά τη δεκαετία του ’90 οι δύο χώρες έκαναν μια απόπειρα προσέγγισης. Σε αυτό το πλαίσιο κουβανική αντιπροσωπεία βρέθηκε στις ΗΠΑ και εκεί οι δυο θρύλοι είχαν την ευκαιρία να γνωριστούν, έχοντας αφήσει πίσω τους τις μέρες της δόξας κι εκπροσωπώντας πια μια πιο… χαλαρή εκδοχή των πιστεύω τους.

Δύο χρόνια μετά συναντήθηκαν ξανά στην Κούβα. Ο Μοχάμεντ Άλι ήταν το κεντρικό πρόσωπο σε μια αποστολή ανθρωπιστικού περιεχομένου. Στην Αβάνα, την Λας Τούνας και την Σάνκτι Σπίριτους οι κοινές εμφανίσεις τους απέδειξαν πως εκείνα που τους ένωναν ήταν πολύ περισσότερα από όσα νόμιζαν πως τους χωρίζουν.

Δυο ευγενείς γίγαντες

Τα τρεμάμενα χέρια του Άλι, λόγω της νόσου του Πάρκινσον, δεν εκτείνονταν απειλητικά μπροστά στον Τεόφιλο Στίβενσον ή το καθεστώς του Φιντέλ Κάστρο. Και ο Κουβανός με το καλύτερο δεξί που είχε δει ο πλανήτης δεν έδειχνε καμία διάθεση να το στρέψει κατά του «διαβόλου» από την Αμερική. Η αβρότητα και η ευγένεια είχαν αντικαταστήσει τη νευρικότητα και την αντιπαλότητα που συνοδεύει έναν αγώνα στον οποίο ο καθένας δεν παλεύει μόνο για τον εαυτό του.

Υπό μία έννοια και οι δύο είχαν υπηρετήσει και εξυπηρετηθεί από το «σύστημα» του οποίου υπήρξαν δημιουργήματα. Ακούσια ή/και εκούσια συνέβαλαν σε μια εκδοχή «Ψυχρού Πολέμου», την αθλητική, που πάντα αποτελούσε ένα σημαντικό βέλος στη φαρέτρα της προπαγάνδας δύο διαφορετικών κόσμων που μάχονταν για να κυριαρχήσουν ο ένας πάνω στον άλλον.

Είναι βέβαιο πως αν ένας ή περισσότεροι αγώνες είχαν πραγματοποιηθεί, θα είχαν «μολυνθεί» από το αρρωστημένο περιβάλλον της εποχής. Το μόνο που ζητούσε να μάθει το κοινό ήταν ποιος ήταν ο κορυφαίος. Ίσως για την υστεροφημία τους να ήταν καλύτερο που αυτό το ερώτημα δεν απαντήθηκε ποτέ και δεν νοθεύτηκε από τις ιδεολογίες (ή τις ιδεοληψίες) που θα διεκδικούσαν την «πατρότητα» της νίκης.

Ο Τεόφιλο Στίβενσον πέθανε από καρδιακή προσβολή το 2012 σε ηλικία 60 ετών. Μέχρι τότε απολάμβανε τις αγαπημένες του συνήθειες. Να πίνει ρούμι και να αποθεώνεται από τον λαό του για την απόφασή του να μην τον προδώσει ποτέ.