Το να κάνεις παρέα με έναν άνθρωπο σαν τον Βίνσεντ Βαν Γκογκ δεν είναι εύκολο. Το να μοιράζεσαι μαζί του ιδέες και οραματισμούς είναι μια δέσμευση. Σημαίνει ότι αποδέχεσαι να εισέλθεις σε έναν κύκλο παράνοιας που τελειωμό δεν θα έχει. Η παράνοια δεν είναι κάποια μομφή στο ψυχιατρικό του παρελθόν. Είναι μια αναφορά στο ότι η πίστη του και το πάθος του για τη ζωγραφική του αφαίρεσαν την έννοια της κοινωνικής ενσυναίσθησης. Κι αυτό είναι ένα τίμημα που ο Πολ Γκογκέν αποδέχτηκε. Στην πορεία της ζωής του θα αποδεχόταν πολύ χειρότερα, ορμώμενος από την τύφλα του προς οτιδήποτε άλλο εκτός των έργων του.
Και να σκεφτεί κανείς ότι το ζιζάνιο της ζωγραφικής δεν εξελίχτηκε από νωρίς στην ψυχή και τα όνειρα του. Ο Πολ Γκογκέν άργησε πολύ μέχρι να αφοσιωθεί σε αυτό. Πέρασε από πολλά στάδια της ζωής του, συνάντησε τόπους και πρόσωπα που πότισαν τον μικρούλικο σπόρο.
Το 1848 το Παρίσι θα υποδεχόταν για πρώτη φορά στη ζωή τον Πολ Γκογκέν. Αλλά δεν θα τον κρατούσε για πολύ καιρό. Πολύ γρήγορα οι γονείς του μπήκαν σε ένα πλοίο και κατευθύνθηκαν προς το Περού, απ΄όπου καταγόταν η μητέρα του. Σε αυτό το πολυήμερο ταξίδι πέθανε ο πατέρας του από σκορβούτο. Ο Πολ δεν τον γνώρισε ουσιαστικά ποτέ. Δεν θα βασανιζόταν από μια φιγούρα, αλλά από ένα «γιατί;».
Στο Περού έζησε 7 χρόνια με τη μητέρα του κι εκεί ξεκίνησε να ασπάζεται πολύ σιωπηρά τις Ίνκας ρίζες του. Το Παρίσι και τα καλλιτεχνικά σαλόνια της Ευρώπης είχαν αρχίσει να τον καλούν σαν άλλες Σειρήνες. Χρειάστηκε χρόνο βέβαια μέχρι να τα ανακαλύψει. Πρώτα, πέρασε τον καιρό του δουλεύοντας στα εμπορικά πλοία και μετά μπήκε για δύο χρόνια στο ναυτικό. Όλα αυτά μέχρι τα 22 του. Κάπου εκεί αποφάσισε να γίνει χρηματιστής, μιας και αποτελούσε ένα επάγγελμα από τα λίγα της εποχής που έφερναν σίγουρο και μπόλικο χρήμα.
Μέσα από τις γνωριμίες που έκανε, γνώρισε την Μέτε Γκαντ, μια Δανέζα που ζούσε στο Παρίσι. Ερωτεύτηκαν, παντρεύτηκαν και ξεκίνησαν να κάνουν την οικογένεια τους. Στην επόμενη τριετία από το γάμο (1973-1976), ο Γκογκέν θα έκανε τα πρώτα του βήματα στην ζωγραφική. Βήματα πολύ σημαντικά που τον έφεραν μπροστά στον Καμίλ Πιζαρό, έναν γκαλερίστα και καλλιτέχνη που αναζητούσε συνεχώς νέους ζωγράφους για να βάλει στη γκαλερί του.
Ο Πιζαρό τον σύστησε στον κύκλο των Ιμπρεσιονιστών και μέχρι το 1879 επισκεπτόταν τις συναντήσεις του για να μάθει πράγματα και να τους δείξει ότι αξίζει να ανήκει στον κόσμο τους. Ο Ντεγκά και ο Μονέ ήταν αυστηροί καθ’ έξιν. Δεν θα τον δέχονταν ούτε καν σχετικά εύκολα.
Ήταν όμως εκείνοι που τον έπεισαν ότι η ζωγραφική απαιτεί αφοσίωση και αποκλειστικότητα. Δεν αντέχει ανταγωνισμό. Δέκα χρόνια μετά το γάμο του και με πέντε παιδιά να έχουν έρθει, ο Πολ Γκογκέν άφησε την οικογένεια του και πήγε στη Βρετάννη για να αναμετρηθεί με τις ιδέες του. Είναι το σημείο όπου αρχίζει μέσα του να απομακρύνεται και να αμφισβητεί τον ιμπρεσιονισμό. Θεωρούσε πως όλοι μιμούνταν μεταξύ τους και πως δεν υπήρχε πρωτοτυπία.
Ο πριμιτιβισμός με ίχνη φοβισμού μπήκε στη ζωή του. Αυτή η πρωτόγονη αποτύπωση, τόσο σε θεματική όσο και σε τεχνικές, έκανε τον Πολ Γκογκέν έναν πρωτοπόρο. Η πρωτοπορία όμως σε αυτή την εποχή δεν αποτελούσε αντικείμενο θαυμασμού, αλλά χλευασμού. Πολλοί έθαβαν τα έργα του, φοβούμενοι ότι θα εισάγει καινά δαιμόνια στην τέχνη. Ήταν αιρετικός. Ακόμα και το Όραμα μετά το κήρυγμα, όπου απεικονίζεται η μάχη του Ιακώβ με τον Άγγελο, στηλιτεύτηκε σε υπερβολικό βαθμό από τον κύκλο των ιμπρεσιονιστών.
Μέχρι τότε ο Γκογκέν είχε επιδοθεί σε προσωπογραφίες, σε καταγραφή της νεκρής φύσης και σε όσα παρατηρούσε στα λιβάδια της Βρετάννης. Του άρεσε να δημιουργεί υπέρογκα κεφάλια, με περίεργο σχηματισμό και διαστάσεις, ενώ η ωχρότητα και η πολυχρωμία ήταν τα χαρακτηριστικά των έργων του.
Το 1888 μετακόμισε στην Αρλ, όπου έμεινε για 3 βδομάδες. Εκεί γνωρίστηκε με τον Βίνσεντ Βαν Γκογκ και ξεκίνησε η φιλία τους. Μια φιλία χτισμένη πάνω σε κόντρες, σε υψηλές εντάσεις και σε ξεσπάσματα. Ένα απ’ αυτά θρυλείται ότι ήταν και το περίφημο βράδυ όπου ο Βαν Γκογκ έκοψε το αυτί του με ένα ξυράφι, αφού πρώτα είχε απειλήσει τον Πολ. Οι δρόμοι τους χωρίστηκαν και φαινόταν πως το γυαλί δεν θα ξανακολλήσει.
Το 1891 η περιπλάνηση του στη Γαλλία δεν είχε κάτι άλλο να του προσφέρει. Είχε βαλτώσει. Αναζητούσε περισσότερο ατόφιο πριμιτιβισμό. Οι Ίνκας που έρεαν στο αίμα του τον οδήγησαν στην Ταϊτή. Εκεί είχε κάτι σαν θεία επιφοίτηση. Παρά το ότι ο αποικισμός είχε εκδυτικοποιήσει το νησί, ο Πολ Γκογκέν βρήκε τους ιθαγενείς και έζησε ανάμεσα τους. Οι φιγούρες τους έγιναn ο Θεός του. Κάτι που αποτυπώθηκε στα έργα του.
Το «Γεύμα», η «Μελαγχολία», «Η Γυναίκα με το Λουλούδι» και φυσικά το «Ave Maria». Το τελευταίο είναι μια αποτύπωση της Παναγίας ως Ταϊτινής, με τον Χριστό στους ώμους και δύο γυναίκες να την λατρεύουν. Για εκείνη την εποχή το να απεικονιστεί με σκούρα χρώματα το θείο, ήταν ως και προσβολή. Το νησί του Ειρηνικού αποτέλεσε την έμπνευση και για το «Nafea Faa Ipoipo» του 1892 («Πότε θα παντρευτείς;»), που το 2015 έγινε ο ακριβότερος πίνακας στην ιστορία της τέχνης. Σε ιδιωτική συναλλαγή στο Λονδίνο, πουλήθηκε αντί περίπου 300 εκατ. δολαρίων!
Η παραμονή του στην Ταϊτή κράτησε 2 χρόνια. Το 1893 επέστρεψε στη Γαλλία για να δείξει τα έργα του. Η αποδοχή τους ήταν αρνητική. Ελάχιστοι τα αγόρασαν και ο Γκογκέν δεν έβγαλε τα λεφτά που περίμενε. Πάλεψε για 2 χρόνια και το 1895 ξαναγύρισε στην Ταϊτή, προσπαθώντας να πείσει και τον Βαν Γκογκ και τον Πιζαρό να τον ακολουθήσουν και να δημιουργήσουν εκεί μια κοινότητα καλλιτεχνών.
Σε όλες τις παραπάνω λέξεις, υπάρχει μία που αναφέρθηκε μόνο μια φορά. Οικογένεια. Ο Γκογκέν δεν έδινε δεκάρα τσακιστή για τα παιδιά του και την Μέτε. Από ένα σημείο και μετά αρκούνταν απλώς σε επιστολές. Όχι δεν ήταν άκαρδος. Απλώς είχε τυφλωθεί από την ανάγκη του να γίνει σπουδαίος στην εποχή του. Δεν ήθελε να αναγνωριστεί αφού πεθάνει.
Ο θάνατος όμως ήταν μια λέξη που τον προετοίμαζε για το αναπόφευκτο. Πρώτα ήταν η Αλίν Γκογκέν που πέθανε το 1897 από φυματίωση. Τρία χρόνια αργότερα πέθανε και ο γιος του Κλοβίς. Όσο κι αν δεν το παραδέχτηκε ποτέ, αυτοί οι θάνατοι επηρέασαν τη σκέψη και τα έργα του. Ένα από τα πιο γνωστά του, το «Από πού ερχόμαστε; Τι είμαστε; Πού πάμε;», αφορούσε μια φιλοσοφική αναζήτηση του.
Το 1903, σχεδόν ένα μήνα πριν γίνει 55 ετών, ο Πολ Γκογκέν πέθανε. Η σύφιλη που τον βασάνιζε από χρόνια τον κέρδισε. Από κει και μετά η ψυχή του ήξερε ένα πράγμα. Τα έργα του θα αγγίξουν το υπερπέραν. Το όνομα του θα μείνει ανεξίτηλο στο χρόνο!