Πέντε φορές All Star. Δύο φορές μέλος της καλύτερης πεντάδας του ΝΒΑ και άλλες τόσες της δεύτερης. Άλλη μία ως ρούκι. Πρώτος σκόρερ το 1977. Δύο φορές παίκτης της χρονιάς στο NCAA. Τρεις σερί σεζόν πρώτος σκόρερ στο κολλεγιακό πρωτάθλημα. Κορυφαίος σκόρερ όλων των εποχών στο NCAA. Αμέτρητα προσωπικά ρεκόρ. Μέλος του Hall Of Fame, με την υποσημείωση πως «ίσως δεν υπήρξε το μεγαλύτερο επιθετικό ταλέντο στην ιστορία του σπορ». Κατά τον Χάβλιτσεκ «ο καλύτερος χειριστής της μπάλας όλων των εποχών». Τέσσερις ομάδες έχουν αποσύρει τη φανέλα του. Κι όμως… Με καμία από αυτές δεν κατέκτησε ούτε έναν τίτλο. Ο «πιστολέρο» Πιτ Μάραβιτς είχε απίστευτα χαρίσματα, αλλά κι ένα κακό. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στα παρκέ, οι επιλογές του και η μοίρα τον οδηγούσαν πάντα σε λάθος μέρος, σε λάθος χρόνο. Και κάπως έτσι έμεινε δίχως στέμματα και δαχτυλίδια, στοιχείο που αντί να αποδυναμώσει, γιγάντωσε το μύθο του. Όπως και ο αιφνιδιαστικός θάνατός του. Που -φυσικά- τον βρήκε την ώρα που έπαιζε μπάσκετ.
Καταραμένος καλλιτέχνης
Πριν προχωρήσουμε, ας ξεκαθαρίσουμε κάτι. Ο Μάραβιτς μπορεί να θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους μπασκετμπολίστες όλων των εποχών, αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν μπασκετμπολίστας. Ήταν ένας καλλιτέχνης που εκφραζόταν μέσα από το μπάσκετ. Χρησιμοποιούσε συμπαίκτες, αντιπάλους, μπάλα, στεφάνια και παρκέ όπως άλλοι τις νότες ή τα πινέλα. Τον αποκαλούσαν ατομιστή, μα δεν έπαιζε για τον εαυτό του. Έπαιζε για το παιχνίδι. Τον χαρακτήρισαν υπερτιμημένο επειδή δεν οδήγησε καμία ομάδα σε τίτλο, μα ελάχιστοι αρτίστες έτυχαν αναγνώρισης στον καιρό τους. Τον είπαν λούζερ. Ποιον; Αυτόν που κέρδισε την τελειότητα με το παιχνίδι του.
Κάποτε, σε μία συνέντευξή του είχε πει: «Δεν θέλω να παίξω για δέκα χρόνια στο ΝΒΑ και να πεθάνω από έμφραγμα στα 40 μου». Την φαντάζεστε τη συνέχεια. Έπαιξε για δέκα χρόνια στο NBA και πέθανε από έμφραγμα στα 40 του…
Γιατί μπάσκετ
Ο Πιτ Μάραβιτς δεν ταίριαζε με το μπάσκετ. Βασικά, δεν ταίριαζε με τίποτα. Αλλά με γιουγκοσλάβικο αίμα να ρέει στις φλέβες του και τον πατέρα του προπονητή, ακολούθησε την πρώτη επιρροή που του παρουσιάστηκε μπροστά του. Όταν άλλοι γονείς έπαιζαν με τα παιδιά τους το «χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ» για να εντυπωσιάσουν τους επισκέπτες, ο μπαμπάς υποχρέωνε τον γιο του να κάνει επίδειξη ντρίπλας, πάσας και σουτ. Στα 7 του ο Πέταρ, όπως ήταν το όνομά του, είχε βρει τι θα γινόταν όταν μεγαλώσει. Επαγγελματίας καλλιτέχνης. Κάποιος για τον οποίο ο κόσμος θα σχηματίζει ουρές για να δει.
Αυτή η σχέση με τον πατέρα του θα παραμείνει στενή, σχεδόν ασφυκτική, στα πρώτα -καθοριστικά- βήματα της καριέρας του, ενώ έπαιξαν ρόλο και στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Υποχρεωμένος να τον ακολουθεί παντού, έπαιξε σε Γυμνάσιο και -κυρίως- σε κολλέγιο που δεν ήταν της επιλογής του. Ακόμη κι έτσι, στο LSU, και με τον πατέρα του ως προπονητή, σημείωσε μέσα σε τρία χρόνια (τότε οι πρωτοετείς έπαιζαν σε ξεχωριστό πρωτάθλημα) 3.667 πόντους. Ένα ρεκόρ αξεπέραστο στην ιστορία του NCAA. Και να σκεφτείς ότι τότε δεν υπήρχε καν χρονικό όριο στις επιθέσεις. Δεν υπήρχαν ακόμη τρίποντα και ο τύπος ήταν σούτινγκ γκαρντ! Ή κάτι τέτοιο. Βασικά ήταν ένας τύπος που έκανε ό,τι ήθελε στο γήπεδο με τρόπο που ερχόταν από το μέλλον.
Κραγιόν σε ένα γουρούνι
Οι λανθασμένες επιλογές καριέρας δεν σταμάτησαν εκεί για τον «Pistol» (εξαιτίας του στυλ του όταν σουτάρει). Στη Ατλάντα τα λεφτά ήταν καλά, αλλά οι συνθήκες χάλια. Με κληρονομιά μ.ο 45 πόντων στο κολλέγιο και ένα συμβόλαιο κοντά στα 2 εκατ. δολάρια, δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ των συμπαικτών του. Χρειάστηκε καιρός για να τους πείσει ότι δεν είχε έρθει στην ομάδα να παίξει γι’ αυτούς. Σε μια μέτρια και σκληροτράχηλη ομάδα, το δικό του αλέγκρο και αέρινο στυλ έμοιαζε σαν να βάζεις κραγιόν σε ένα γουρούνι.
Τα τέσσερα χρόνια που ξόδεψε στους Χοκς αποδείχτηκαν χαμένος χρόνος για τις ελπίδες του για έναν τίτλο. Όμως ούτε οι Τζαζ, της Νέας Ορλεάνης τότε, αποτέλεσαν σοφή επιλογή. Ο ίδιος έκανε τα μαγικά του στα παρκέ, αλλά έδειχνε να βάζει την ατόφια διασκέδαση πάνω από τον πρωταθλητισμό. Ο κόσμος άρχισε να αμφισβητεί την αφοσίωσή του στην επαγγελματική φύση του παιχνιδιού. «Γιατί παίζει μπάσκετ αν δεν θέλει να φορέσει ένα δαχτυλίδι» αναρωτιόνταν φίλαθλοι και δημοσιογράφοι. Και πριν προλάβει να δώσει οποιαδήποτε απάντηση ο ίδιος, τον πρόλαβε ο χρόνος και οι τραυματισμοί. Ο άνθρωπος που είχε ανακαλύψει το show time πριν εφευρεθεί καν ο όρος, ήταν θνητός. Πριν το καταλάβει, είχε φτάσει σχεδόν τριάντα και είχε χειρουργηθεί και στα δύο γόνατα…
Ή ο Γκάλης ή αυτός
Όταν τελικά ο Μάραβιτς άφησε τη Γιούτα μετά από μόλις 17 ματς και βρέθηκε σε ομάδα που θα μπορούσε να διεκδικήσει τίτλο, ήταν με τους Σέλτικς το 1979. Πολύ μεγάλος και αργός για να επιβεβαιώσει τη φήμη της νιότης του, αλλά ιδανικός για να γίνει μέντορας του ρούκι Λάρι Μπερντ. Ίσως αυτή η γριά-μάγισσα του αθλήματος να μπορούσε να διδάξει ένα-δύο πράγματα στο σουτ, την πάσα ή την προσποίηση στη «μεγάλη λευκή ελπίδα». Στη θέση του θα μπορούσε να είναι ο Νίκος Γκάλης, που είχε επιλεγεί από τη Βοστώνη στο ντραφτ. Ένας τραυματισμός στον αστράγαλο τους έκανε να έχουν δεύτερες σκέψεις για τον Νικ κι όταν τελικά χρειάστηκαν περιφερειακό, στράφηκαν στη δοκιμασμένη λύση. Ο «γκάνγκστερ» πήρε το αεροπλάνο για την πτήση που θα άλλαζε το ελληνικό και το ευρωπαϊκό μπάσκετ και ο Πιτ αντιλήφθηκε πως πια δεν το ‘χε.
«Αποκήρυξε» τον εαυτό του
Όχι μόνο αποσύρθηκε από το μπάσκετ, αλλά γύρισε και την πλάτη στην κοινωνία. Για δύο χρόνια έζησε απομονωμένος. Μετά δοκίμασε ό,τι βρέθηκε μπροστά του για να βασανίσει το μυαλό του. Ίσως επειδή οι Σέλτικς είχαν πάρει στο μεταξύ τον τίτλο τη χρονιά της αποχώρησής του. Και όταν η γιόγκα, τα UFO, η χορτοφαγία και τα λοιπά δεν λειτούργησαν, το γύρισε στη θρησκεία.
Ο «Pistol Pete» έγινε Ευαγγελιστής! Δεν γίνονται αυτά… Ακόμη και μακριά από το μπάσκετ συνέχισε να είναι τόσο αμφιλεγόμενος. Μονίμως μέσα και ταυτόχρονα έξω από τα όρια. Τη μια μέρα να ετοιμάζεται να γίνει Hall Of Famer και την άλλη να πεθαίνει παίζοντας μπάσκετ με φίλους του. Ένα λεπτό πριν σωριαστεί στο έδαφος προδομένος από την καρδιά του, είχε πει «αισθάνομαι μια χαρά». Τα τελευταία λόγια του ήταν απολογισμός της καριέρας του και της ζωής του. Μια απάντηση στους επικριτές του αλλά και στον ίδιο τον εαυτό του. Κάποτε είχε πει το πολύ σκληρό «Η ζωή μου δεν είχε κανένα νόημα. Είναι σαν όλη η ζωή μου να αφορούσε μόνο την μπασκετική καριέρα μου», στριμώχνοντας τον εαυτό του στη γωνία, όπως οι επικριτές του. Αλλά αυτός πάντα αισθανόταν μια χαρά. Για όσο έπαιζε μπάσκετ.