Ο Φώτης Θεοχάρης αντικρύζει τον κόσμο από τα 8 χιλιόμετρα

Πώς είναι να ανεβαίνεις σε ένα από τα υψηλότερα σημεία του πλανήτη;

Δεν θα σου κρυφτώ φίλε αναγνώστη. Είμαι από τους τύπους που θα έβλεπες έξω και θα αποκαλούσες «λαπάδες». Θεωρώ πως οι υπερβάσεις μου είναι που πήγα στο ναυάγιο στη Ζάκυνθο από την πάνω μεριά και η κατάβαση-ανάβαση στα Σεϊτάν. Απ΄αυτό και μόνο αντιλαμβάνεσαι τι εννοώ. Το να βρίσκομαι όμως μπροστά σε έναν τύπο που μερικές μέρες πριν έβλεπε το απέραντο του ορίζοντα από τα 8.600 μέτρα περίπου και να τον ακούω να μου περιγράφει τα συναισθήματα, με παρακίνησε να αρχίσω κι εγώ να σπρώχνω λίγο τα όρια μου. Όχι να τα ξεπερνάω με ύβρι. Αυτές είναι και οι δύο σχολές που μου εξηγεί ο Φώτης Θεοχάρης ότι υπάρχουν στην αναρρίχηση.

Πριν από 12 μέρες ο Φώτης Θεοχάρης είχε αγγίξει με χέρια και πόδια την Κατσετζούκα. Μια από τις 14 οχτάρες κορυφές του κόσμου. Από 8 χιλιόμετρα και πάνω δηλαδή. Μαζί με τον έτερο Έλληνα, τον σχοινοσύντροφό του, τον Αντώνη Συκάρη. Τώρα βρισκόταν απέναντι μου σε ένα καφέ στην Ερμού. Μεγάλη η διαφορά. Όπως συμβαίνει και με κάθε βουνό που ανεβαίνει για πρώτη φορά. Ή και για δεύτερη ορισμένες φορές.

«Για μένα κάθε βουνό προσφέρει διαφορετική συγκίνηση. Είτε είναι οι Άνδεις που είναι εφτάρα κορυφή είτε ένα βουνό στην Ελλάδα που μπορεί να με δυσκολέψει λόγω χειμώνα και δεν πάμε από τις βασικές πεζοπορικές διαδρομές. Κάθε κορυφή προσφέρει συγκίνηση. Δεν σημαίνει δηλαδή ότι τα ψηλά βουνά του κόσμου σου προσφέρουν τις μεγαλύτερες συγκινήσεις.

Η Κατσετζούκα παραδείγματος χάριν είναι το δεύτερο πιο δύσκολο βουνό. Το πρώτο είναι το Κ2. Σε όλο τον κόσμο υπάρχουν 14 οχτάρες κορυφές. Είναι δύσκολο να τις κάνεις όλες, γιατί θέλει πολλά λεφτά και δεν ξέρεις αν θα το πετύχεις με την πρώτη. Κάποια στιγμή ίσως χρειαστεί να εγκαταλείψεις.»

Προσπάθησα να καλύψω κάθε ψυχολογική και συναισθηματική προέκταση μιας τέτοιας δοκιμασίας που εκτελείται επιτυχημένα. Ο Φώτης Θεοχάρης είναι ένας τύπος με τρομερή γαλήνη στον λόγο και την εκφορά του. Κι αυτό είναι από τα μεγάλα προνόμια του να ανεβαίνεις τα βουνά. Μικρά και μεγάλα. Αυτά από μένα.

Τα υπόλοιπα θα τα πει ο Φώτης Θεοχάρης πολύ πιο ορθά και γοητευτικά.

Για το πως ξεκίνησε: «Ξεκίνησα στην ηλικία των 16, απλά περπατήματα. Μέχρι τότε με την παρέα μου ήμασταν αλητεία με τα μηχανάκια. Σιγά σιγά άρχισα να ανακαλύπτω κάποιες ομάδες, μετά βρήκα παρέες, μετά σχολές ορειβασίας και κάπως έτσι φτάνω στην πρώτη μου υπέρβαση, σε μια κορυφή στα Ινδικά Ιμαλάια. Μιλάμε για 6.153 μέτρα. Γοητεύτηκα. Παρά το ότι εμφανίστηκαν κάποια θέματα ιατρικά, η νόσος του υψομέτρου, γοητεύτηκα πάρα πολύ.»

Για το αν σκεφτόταν ποτέ ότι θα έχει πετύχει τόσα πράγματα στα 27 του: «Πριν κάποια χρόνια, όταν άκουγα ιστορίες άλλων ανθρώπων που έλεγαν για Άλπεις τότε, όχι για Άνδεις και Ιμαλάια, δεν σκεφτόμουν ποτέ ότι θα πάω εκεί. Δεν σκεφτόμουν τον εαυτό μου εκτός συνόρων. Όλα είναι και θέμα τύχης. Σίγουρα η προσπάθεια μετράει περισσότερο, αλλά θες και τύχη. Είμαι 27 ετών και έχω καταφέρει να ανέβω σε μερικές από τις μεγαλύτερες οροσειρές του κόσμου είναι ευλογία.»

Για την Κατσετζούκα και το πως ανεβαίνεις τέτοια βουνά: «Η τεχνική είναι ανεβαίνω ψηλά, κοιμάμαι χαμηλά. Στην ουσία τι κάνεις. Είσαι στο μηδέν του βουνού. Ανεβαίνεις χίλια μέτρα, κατεβαίνεις το βράδυ πίσω για να κοιμηθείς. Ανεβαίνεις ξανά την επόμενη και μένεις. Κι αυτό πηγαίνει έτσι για κάθε νέο υψόμετρο που φτάνεις. Όλη αυτή η διαδικασία δεν είναι μονοκοπανιά. Για τα Ινδικά Ιμαλάια χρειάστηκα δύο βδομάδες. Ανάβαση και κατάβαση. Για την Κατσετζούκα όμως χρειάστηκα μόνο για την ανάβαση 46 μέρες. 

Στην Κατσετζούκα τις πρώτες δύο βδομάδες είναι το λεγόμενο trekking. Ξεκινάμε από τα 950 μέτρα με στόχο τα 5.500 μέτρα που είναι η κατασκήνωση βάσης. Έχεις καλύτερο φαγητό εκεί, τη σκηνή σου, είσαι πιο άνετος. Από κει και μετά πας σε παραπάνω μέτρα, στήνεις τη σκηνή σου, τα σχοινιά σου για να είναι σταθερά και μόλις φτάσαμε κοντά στα 7 χιλιόμετρα περιμέναμε 18 μέρες περίπου για την τελευταία εφόρμηση.

Περιμέναμε ένα παράθυρο του καιρού για μια καλή, καθαρή μέρα. Να μην έχει δηλαδή ούτε ένα σύννεφο, να έχει ξαστεριά το βράδυ, γιατί τότε κάνεις την εφόρμηση. Αυτό αφορά την ημέρα κορυφής, άρα σημαίνει ότι πρέπει να ξεκινήσεις νωρίτερα 3 μέρες για να φτάσεις εγκαίρως. Εγώ ευτυχώς είχα έναν μετεωρολόγο από την Ελλάδα που ήταν ο μόνος που η πρόβλεψη του ήταν σωστή. Εννοώ σε σχέση με τους μετεωρολόγους των άλλων που ήταν στο γκρουπ που ήμουν. 

Ήμασταν δύο Έλληνες στο γκρουπ, δύο Ολλανδοί, ένας Ιταλός, δύο Ινδοί και ένας Γεωργιανός. Εμπορικές αποστολές ονομάζονται αυτές. Απ΄αυτά τα άτομα φτάσαμε στην κορυφή μόνο οι 5. Οι υπόλοιποι το παράτησαν. Συνολικά ήμασταν 45 ορειβάτες και ανέβηκαν μόνο οι 18 σκέψου. Όχι μόνο λόγω της νόσου του υψομέτρου. Εμφανίστηκαν κι άλλα προβλήματα. Εκεί ψηλά τα πράγματα διογκώνονται. Ένα κρύωμα εκεί είναι πολύ χειρότερο απ΄ότι στα χαμηλά.»

Για τον φόβο σε κάθε στάδιο της δοκιμασίας: «Φόβος πάντα υπάρχει. Όποιος λέει δεν φοβάται, ή δεν έχει ιδέα ή λέει ψέμματα. Αυτή η αδρεναλίνη και η δράση που υπάρχουν σε τέτοια ύψη σε κάνουν πιο δυνατό. Σε βοηθούν να χρησιμοποιήσεις το φόβο. Εμένα η σκέψη που πάντα με κρατούσε λίγο πίσω είναι η οικογένεια μου. Αν μου συμβεί κάτι η οικογένεια θα τα τραβήξει όλα.»

Για το τι ένιωσε ο Φώτης Θεοχάρης όταν έπιασε κορυφή, αλλά και όταν επέστρεψε στη camp και μετά σπίτι του: «Τα συναισθήματα δεν γεννιούνται μόνο στην κορυφή. Είναι και στο πριν της κορυφής. Στην τελευταία προσπάθεια. Υπάρχει φόβος για το οξυγόνο, για κρυοπάγημα, για πολλά πράγματα. Σκέφτεσαι αν θα τα καταφέρει ο σύντροφος σου… Κατά την ανάβαση όλα αυτά αρχίζουν να εξαλείφονται στο μυαλό σου. Μετά αρχίζει το τεχνικό κομμάτι μιας και το τέλος της διαδρομής είναι αποκλειστικά αναρρίχηση. 

Όταν φτάνεις στην κορυφή και έχεις τον ορίζοντα, το άπειρο του ματιού σου να φτάνει στην κοίλη του πλανήτη, νιώθεις ένα δέος. Χαρά σαφώς. Πληρότητα. Ευγνωμοσύνη στο Θεό και στην τύχη μου. Το ταξίδι όμως δεν τελειώνει εδώ. Η κατάβαση είναι πιο επίπονη γιατί έχεις φάει την κούραση. Είναι επικίνδυνη γιατί η πλαγιά είναι απότομη. Η ανάβαση μου διήρκεσε 13 ώρες σερί και η κατάβαση μου στο Camp 4 κράτησε 3 ώρες και 40 λεπτά. Στην ουσία από τις 6 το πρωί της μιας μέρας μέχρι τις 9 το βράδυ της επόμενης ήμουν ξάγρυπνος. 

Εδώ να πω κάτι. Το βουνό δεν το κατακτάς. Το βουνό σου επιτρέπει να πατήσεις στην κορυφή. Εγώ είχα φτιάξει ήδη plan B να πάμε σε ένα άλλο πιο τεχνικό βουνό. Είχα συζητήσει με τον Αντώνη να πάμε στο Αμά Νταμπλάμ, πιο χαμηλή κορυφή, το περίφημο Διαμάντι των Ιμαλαΐων. Έβλεπα ότι χιόνιζε και έλεγα ότι δεν παίζει να βρούμε καλό καιρό να πάμε στην Κατσετζούκα. Έβλεπα και πολλούς που έκαναν 25 ώρες για να ανέβουν και ήταν πιο έμπειροι από μένα, είχαν ανέβει ξανά σε οχτάρα κορυφή, και τα παρατούσαν και φρίκαρα. 

Όταν έχεις καταφέρει το στόχο, το συνειδητοποιείς στο base camp. Σου δίνουν τα συγχαρητήρια, είσαι έτοιμος να φύγεις, να γυρίσεις στον τόπο σου και το πρώτο βράδυ που θα κοιμηθείς αρχίζουν οι σκέψεις. Εκεί νιώθεις ευτυχής που γύρισες σώος. Γιατί η αποστολή δεν είναι απλώς να φτάσεις την κορυφή. Είναι να γυρίσεις από εκεί που έφυγες. Από το σπίτι σου. Θα σου πω ένα πράγμα που συμβαίνει σε τέτοιες πολυήμερες αποστολές.

Μέσα σου επέρχεται γαλήνη. Η γαλήνη ως απότοκο της δράσης και της ανάπαυσης. Η δράση είναι η προσπάθεια σου να πιάσεις την κορυφή και η ανάπαυση είναι η ξεκούραση μετά την κατάβαση. Συμβαίνει μια τεράστια διαφορά στον εαυτό σου. Ψυχικά και σωματικά. Το δεύτερο είναι κάποιες φορές κυρίαρχο. Όλα αυτά βέβαια σε κάνουν πιο εξοικειωμένο.»

Για το οικονομικό σκέλος της αποστολής: «Το κόστος για τους δύο Έλληνες είναι 40.000 ευρώ. Εννοώ εισιτήρια, το πακέτο που δίνεις για την ανάβαση-αναρρίχηση και διάφορα άλλα που ούτε που καταλαβαίνεις πως εμφανίζονται. Βέβαια σε αυτό το ταξίδι είχαμε και κάποιους χορηγούς που διευκόλυναν.

Στο Νεπάλ πληρώσαμε τόσα λεφτά για να ζήσουμε την απόλυτη φτώχεια. Με τα ίδια λεφτά θα μπορούσα να πάω σε ένα πεντάστερο ξενοδοχείο και να ήμουν εμίρης. Αλλά αυτό είναι στη λογική του κάτι κερδίζεις, κάτι χάνεις. Κερδίζεις μια απίστευτη εμπειρία. Εγώ το βλέπω σαν περιπέτεια. Αποχωρίζεσαι το σπίτι σου, έχεις κάνει μια προετοιμασία, έχεις κλείσει εισιτήρια, ψάχνεις να βρεις που θα κοιμηθείς, που θα φας, να δεις τα αξιοθέατα στους τόπους που επισκέπτεσαι. »

Για τους Σέρπα: «Είναι πάρα πολύ ευγενική φυλή και καλοί άνθρωποι. Θα σε βοηθήσουν αρκετά. Στο βουνό σου κουβαλούν κάποια πράγματα, σε ευχαριστούν όταν τους δίνεις κάποιο πουρμπουάρ. Εγώ σκέψου ότι είχα φτάσει πρώτος στο Camp 3 και έβαζα νερό για να τους δώσω, επειδή σου κουβαλούν κάποια πράγματα. Δεν στα κουβαλούν όλα, όπως στο Έβερεστ. Κουβαλάει δύο μπουκάλες για σένα και δύο για εκείνον.

Κάποιοι έρχονται ως την κορυφή μαζί σου. Επίσης, δεν είναι ρομπότ. Άνθρωποι είναι κι αυτοί. Χτυπάνε, αρρωσταίνουν, μαζί κάνετε τον εγκλιματισμό. Απλώς οι Σέρπα είναι πιο ανθεκτικοί στην κακουχία. Δηλαδή οι Σέρπα κουβαλάνε 30 κιλά στην πλάτη τους καθώς ανεβαίνουν. Οι Σέρπα είναι από παιδάκια ξυπόλυτα, κουβαλάνε αυτό το βάρος, έχουν γεννηθεί ουσιαστικά στην κακουχία.»

Για το αν υπάρχει κάποια ειδική προετοιμασία στο διάστημα πριν ξεκινήσει η αποστολή: «Η πρόταση ήρθε πολύ γρήγορα. Ήμασταν στην Ιταλία το Μάρτιο για αναρρίχηση και έπεσε η πρόταση για την Κατσετζούκα. Πήγαμε τότε σε ένα βιβλιοπωλείο και καθώς ψάχναμε ταξιδιωτικά βιβλία, το πρώτο που είδαμε ήταν για την Κατσετζούκα. Ήταν δηλαδή σαν σημάδι. Από τον Μάρτιο μέχρι την 1 Απριλίου πέρασε λιγότερο από ένας μήνας.

Δεν μπορείς να κάνεις ιδιαίτερη προετοιμασία. Ωστόσο, όταν είσαι σε συνεχή ενασχόληση με τα βουνά, θεωρητικά είσαι έτοιμος για όλα. Αν πρόκειται για ένα δύσκολο βουνό, κάνεις μια μίνι προετοιμασία. Από κάποιο σημείο και μετά, επειδή το σώμα σου σε εγκαταλείπει, χρειάζονται ψυχικές αρετές. Ψυχή και καρδιά. Τα έχεις; Πας. Δεν τα έχεις; Το βουνό θα σε τιμωρήσει αργά ή γρήγορα.»

Για το αν απέτυχε ποτέ σε κάποια αποστολή του: «Απ΄όλες τις κορυφές που ήθελα να ανέβω, υπήρξε μία που δεν ανέβηκα. Είναι το Μάτερχορν στην Ελβετία. Ήμασταν έτοιμοι για να ανέβουμε, αλλά μας έκανε κακό καιρό. Ο καιρός είναι παράγοντας που μπορεί να σου κόψει το δρόμο. Όταν κάναμε πέρσι το Μοντερόζα ή αλλιώς Ντουφουρσπίτζε, τη δεύτερη υψηλότερη κορυφή της Ευρώπης που είναι στις Άλπεις, κάναμε την πρώτη εφόρμηση για την κορυφή στα 4.600. Στα 4.100 τα παρατήσαμε γιατί είχε πολλή ομίχλη και το GPS μας έβγαζε αλλού γι΄αλλού. Κάναμε 16 ώρες για όλο αυτό. Το ίδιο βράδυ πάω και λέω στους άλλους «ντάξει παιδιά, τόσα λεφτά δώσαμε» και ξαναφεύγουμε 2 τη νύχτα. Φτάσαμε κορυφή και γυρίσαμε.

Παίζουν κι αυτά το ρόλο τους. Οι επικρίσεις που δέχεσαι λόγου χάρη. Το οικονομικό, δηλαδή όσα λεφτά ξόδεψες. Λες μέσα σου «πρέπει να τα πάρω πίσω». Σε εμπειρία εννοώ. Τα βουνά εκεί είναι, δεν φεύγουν. Θα ξαναπάς. Βέβαια στις οχτάρες είναι πολλά τα λεφτά.»

Κατατοπιστικός, ερωτευμένος με το βουνό σε κάθε του κουβέντα, άνθρωπος που σε συνεπαίρνει ακόμα κι όταν μιλάει για τις δυσκολίες του εκάστοτε εγχειρήματος. Ο Φώτης Θεοχάρης είναι απ΄αυτούς που αξίζει να θαυμάσεις και να πάρεις κίνητρο. Όχι για να τους μοιάσεις. Ο καθένας είναι ξεχωριστός. Αλλά για να σπρώξεις κι εσύ τα δικά σου όρια.

Για το φινάλε, ο Φώτης Θεοχάρης ανοίγει το παράθυρο για τον επόμενο του στόχο. «Έχω μια πρόταση για τις Άλπεις στην Ελβετία, αλλά ό,τι είναι να γίνει θα γίνει το 2019 πλέον.»