Τουλούζ Λωτρέκ: Η αντισυμβατική ζωή και το τραγικό τέλος μιας σκοτεινής ιδιοφυΐας

"Η ακολασία, μαζί με την ασχήμια του και τον εκφυλισμό των ηθών του, τον οδήγησαν αναμφισβήτητα στο κάτασπρο κελί του", γράφει η Εκό ντε Παρί.

Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας που όμως είχε χάσει το κύρος και το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της. Κοινωνός της μετάβασης από την Όπερα των Παρισίων στα καμπαρέ και τα πορνεία της Μονμάρτης. Παιδί μιας αιμομικτικής σχέσης μεταξύ πρώτων εξαδέλφων. Και εγκλωβισμένος σε ένα αλλόκοτο σώμα λόγω μιας δυσπλασίας που πλέον φέρει το όνομά του. Άφησε την τελευταία πνοή του νικημένος από τις συνέπειες των παθών του, το αλκοόλ και τη σύφιλη, πριν φτάσει τα 37. Ο Ανρί ντε Τουλούζ Λωτρέκ, σε πείσμα όλων των δυσκολιών που συνάντησε μπροστά του (ή ίσως εξαιτίας και όλων αυτών) υπήρξε μια ιδιοφυία που ξεπέρασε τον καιρό του κι έγινε ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους καλλιτέχνες όλων των εποχών.

Τέχνη μέχρι θανάτου

Ακόμη και σήμερα ο ακριβής αριθμός των έργων του Λωτρέκ παραμένει θέμα ανοιχτό σε συζήτηση. Η ταυτοποίηση πινάκων ή αφισών είναι σχετικά πιο εύκολη υπόθεση, τουλάχιστον συγκρινόμενη με τις αμέτρητες (ημιτελείς ή όχι) δουλειές του πάνω σε σχέδια, λιθογραφίες, καμβάδες, κεραμικά, γυαλί ή οτιδήποτε άλλο μπορούσε να πιάσει στα χέρια του. Για αυτόν τον ξεχωριστό καλλιτέχνη κάθε έκφανση της ίδιας της ζωής μπορούσε να αποτελεί πηγή έμπνευσης. Κάτι που αποδείχτηκε πέρα από κάθε αμφιβολία την περίοδο που χρειάστηκε να νοσηλευτεί για τρεις μήνες σε σανατόριο. Ζωγράφισε 39 πορτρέτα, μη επιτρέποντας ούτε και στην ταραγμένη υγεία του να σταθεί εμπόδιο στο πεπρωμένο του.

Σχεδόν τρία χρόνια αργότερα, στις 9 Σεπτεμβρίου 1901, θα φύγει τελικά από αυτό τον κόσμο με τον οποίο είχε αναπτύξει μια δαιδαλώδη και παράξενη σχέση. Λειτουργώντας σαν απόκληρος του παλιού και πρέσβης ενός νέου, μέχρι τότε παρακμιακού, τρόπου ζωής, που μετά από αυτόν και τους ομοίους του, βαφτίστηκε μποέμ και ταυτίστηκε με την περίοδο που έμεινε στην ιστορία ως μπελ επόκ. Με την απελευθέρωση και την αισιοδοξία που κυριάρχησε στην Ευρώπη, πριν ο Μεγάλος Πόλεμος σκοτώσει τις ψευδαισθήσεις.

Ξεκινώντας με χάντικαπ

Το πλήρες όνομά του, Ανρί Μαρί Ρειμόν ντε Τουλούζ Λωτρέκ Μονφά, είναι η απόδειξη της αριστοκρατικής καταγωγής του. Από την πλευρά του πατέρα του κληρονόμησε τον τίτλο του Κόμη, αλλά αυτό δεν ήταν το μόνο πράγμα που πήρε από τους γονείς του. Βλέπετε, η σύζυγός του ήταν ταυτόχρονα και πρώτη εξαδέλφη του (οι μητέρες του ήταν αδελφές), με την αιμομιξία αυτού του βαθμού να είναι ένα… κόλπο των ευγενών της εποχής προκειμένου να μην μπαίνουν ξένοι στην περιουσία της οικογένειας. Αποτέλεσμα αυτής της σχέσης ήταν και μια γενετική ανωμαλία που οδήγησε σε προβλήματα στα πόδια του. Τελικά -και μετά από ρήξεις και κατάγματα- στα 14 χρόνια του σταμάτησαν να αναπτύσσονται, σε αντίθεση με το υπόλοιπο σώμα του που ήταν απολύτως “κανονικό” και συμβατό με την τάξη και την καταγωγή του…

Ήδη η οικογένεια είχε χάσει την παλιά αίγλη της και σημαντικό μέρος των εκτάσεων και των δικαιωμάτων που απέρρεαν από τους τίτλους ευγενείας. Αυτό, σε συνδυασμό με την σπάνια πάθησή του (που αργότερα πήρε το όνομά του κι έγινε γνωστή ως σύνδρομο Τουλούζ-Λωτρέκ) μετέτρεψαν τον νεαρό Ανρί σε έναν απόκληρο εν αναμονή.

Με ύψος κάτω από 1.50 (ήταν 1,46 σύμφωνα με μαρτυρίες) συχνά αντιμετώπιζε την χλεύη των ομοίων του, γεγονός που εν μέρει τον οδήγησε στην αγκαλιά της τέχνης, αλλά ταυτόχρονα και του αλκοολισμού.

Πρέσβης και κοινωνός της νέας, “όμορφης εποχής”

Όταν ο Λωτρέκ αποφάσισε να αφήσει πίσω του τη ζωή του ευγενούς με την οποία δεν ένιωθε ιδιαίτερη ταύτιση, ανακάλυψε έναν νέο κόσμο που γεννιόταν στη Μονμάρτη. Τα καμπαρέ ήταν ο φορέας ενός νέου τρόπου έκφρασης, όπου η ελευθερία αποτελούσε το πιο βασικό συστατικό. Εκεί ο καλλιτέχνης μπόρεσε να συναντήσει -επιτέλους- τη φύση του, σχεδιάζοντας αφίσες (θεωρείται ο πρωτοπόρος του είδους) για τα θεάματα ή απεικονίζοντας στα έργα του σκηνές και πρόσωπα που ως τότε έμεναν στο περιθώριο εξαιτίας του καθωσπρεπισμού που περιέβαλε τα πάντα.

Ωστόσο αυτή η μετάβαση δεν ήρθε δίχως κόστος. Κάποτε ο ίδιος είχε γράψει: “… η μποέμικη ζωή που επέλεξα είναι αντίθετη προς τον χαρακτήρα μου και δυσκολεύομαι να την συνηθίσω, αφού κουβαλάω ακόμη μέσα μου πολλές ευαισθησίες που θα πρέπει να ξεπεράσω…“. Προσπαθώντας να αποτυπώσει τις ψυχές των ανθρώπων στα έργα του, σταδιακά έχασε τη δική του.

Παλεύοντας με την απόρριψη

Μετά την ενηλικίωσή του, ο πατέρας του (που ως τότε βρισκόταν στο πλευρό του) ουσιαστικά τον αποκηρύσσει εξαιτίας της δυσπλασίας του. Η μητέρα του γίνεται ακόμη πιο υπερπροστατευτική, ενώ την ίδια ώρα οι άλλες γυναίκες τον απορρίπτουν. Ο Λωτρέκ βρίσκει καταφύγιο στις πόρνες. Τις χρησιμοποιεί και σεξουαλικά αλλά και ως μοντέλα του, γοητευμένος από την αποδοχή που μπορεί να κερδίσει χάρις στα χρήματα και το ειλικρινές ενδιαφέρον για τις ζωές τους.

Παράλληλα όμως ξεκινά μια άλλη, “παράνομη” σχέση. Εκείνη με το αλκοόλ. Πρώτα το κρασί, στη συνέχεια η μπύρα και μετά το… δικό του. Τρία μέρη αψέντι, τρία μέρη κονιάκ. Σε κολονάτο ποτήρι. Το κοκτέιλ που σήμερα ξέρουμε ως “Earthquake” ήταν μια δική του έμπνευση. Σταδιακά ο χαρισματικός καλλιτέχνης μετατρέπεται σε έναν αλκοολικό. Σύμφωνα με τον αστικό μύθο, το μπαστούνι το οποίο τον βοηθούσε να περπατήσει ήταν κούφιο και γεμάτο οινόπνευμα, για μια “ώρα ανάγκης”…

Οδεύοντας προς το τέλος, όταν πλέον θα μάθει ότι πάσχει από σύφιλη, γράφει στον πατέρα του εκλιπαρώντας τον για βοήθεια. Ο πρώην στρατιωτικός δεν του απάντησε ποτέ. Οι πολέμιοι της ελευθεριάζουσας μορφής τέχνης που πρέσβευε θριαμβολογούν για την κατάστασή του. “Η ακολασία, μαζί με την ασχήμια του και τον εκφυλισμό των ηθών του, τον οδήγησαν αναμφισβήτητα στο κάτασπρο κελί του“, γράφει η Εκό ντε Παρί.

Τελικά ο Λωτρέκ πεθαίνει στην αγκαλιά της μητέρας του και απαντά στους επικριτές του με τη διαχρονικότητα των έργων του. Το 2005 ο πίνακάς του “La Blanchisseuse” (η πλύστρα) πωλείται έναντι 22 εκατομμυρίων δολαρίων σε δημοπρασία του Οίκου Κρίστις. Ποτέ η παρακμή δεν ήταν πιο ακριβή…