Την κρατάω, σε μια απέλπιδα- σχεδόν ενοχική- προσπάθεια να «επικοινωνήσω» μαζί σας, στα χέρια μου. Η «Ελενίτσα», όπως την λέγατε, κοιμάται μέσα κι έτσι έχω ρίξει επάνω μου την σιωπή σαν εκκωφαντικά άηχο ρούχο, προκειμένου να μου κρατάει συντροφιά.
Την κοιτάζω και πάλι: ο Μίκυ στο κέντρο να παίζει τρομπέτα, ο Μίκυ πιο κάτω να κοπανάει τα ντραμς, ο Μίκυ να χαϊδεύει τα πλήκτρα του πιάνου- όλες τους εικόνες φωτεινές, μ’ ένα «αρραγές» μαύρο στο φόντο να μοιάζει έτοιμο να τις ρουφήξει ανά πάσα στιγμή.
Είναι μια γραβάτα. Μια μέρα, εντελώς απροειδοποίητα, είχατε έρθει στο γραφείο και την είχατε ρίξει πάνω μου, την ώρα που άλλαζα, προφανώς, την ιστορία του ελληνικού ίντερνετ γράφοντας κάποια μεταγραφή του Λεβαδειακού: «Δώρο από μένα», μου είχατε πει. «Μου την είχε δώσει πριν χρόνια η φίλη μου η Λιάνα η Κανέλλη και θέλω να στη χαρίσω, γιατί…».
Το «γιατί», εν προκειμένω, δεν έχει σημασία. Αυτό που μετράει είναι τα λόγια που ακολούθησαν μετά- μελίρρυτη μουσική για την καρδιά: «Την πασπάλισα με πολλή αγάπη, λοιπόν, και τη δίνω σε σένα».
Κάθομαι εδώ, στις ώρες τις δικές μας- εκείνες που συνηθίζαμε να μιλάμε καμιά φορά στο inbox-, με την ησυχία να με καλεί στην στοργική της αγκάλη και μια χαρούμενα πένθιμη γραβάτα στο λαιμό.
Σκέφτομαι να κάνω ένα νοητό ταξίδι.
Τι λέτε, κύριε Μάνο, θέλετε να το κάνουμε μαζί;
«Το να περπατάς με ένα φίλο στο σκοτάδι είναι καλύτερο από το να περπατάς μόνος στο φως»
Σκέφτηκα, μόλις σας είδα, «Εντάξει, δεν τον λες και πρωτοετή φοιτητή- λογικό»: ο Βασίλης μου είχε ανακοινώσει πως θα σας… αναλάμβανα, μιας και θα ήμουν αυτός στον οποίον θα στέλνατε τα κείμενά σας για να «ανέβουν» στο sdna.gr. Δεν ξέρατε πώς να χρησιμοποιείτε τη βάση (εκεί, δηλαδή, που μπαίνουν τα άρθρα πριν βγουν στον αέρα) κι εγώ θα σας βοηθούσα.
Υπέθεσα πως αντιμετωπίζατε το σύνηθες «πρόβλημα» όσων κινούνται στα πέριξ των 60- οι σχέσεις σας με την τεχνολογία, δηλαδή, θα ήταν πιο ψυχρές κι απ’ αυτές του Τόργκελε με τ’ αντίπαλα δίχτυα. Γι’ αυτό, δέχτηκα με χαρά να σας βοηθήσω.
Έτσι, κάθε δυο- τρεις μέρες μου στέλνατε στο mail ένα κομμάτι σας, ακολουθούσε το μήνυμα στο Facebook («Σου έστειλα κάτι, όποτε μπορέσεις ανέβασέ το!») κι εγώ, μ’ ένα κράμα συμπάθειας και θαυμασμού, λόγω των γραφομένων σας, σχεδόν τσακιζόμουνα να το βάλω.
Μήνες αργότερα, όταν αλλάξαμε βάση, περάσατε και πάλι από το γραφείο. «Δείξε μου πώς λειτουργεί!», με… προστάξατε, και αυτομάτως σκέφτηκα πως αν καταφέρω να γυρίσω σπίτι πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο θα είμαι ευτυχής.
Δύο λεπτά αργότερα, είχατε μάθει τα πάντα- πώς να βάζετε το άρθρο, τις φωτογραφίες, τα βίντεο, τα πάντα.
«Μα… Μα…», ξεκίνησα να ψελλίζω επιτυχώς, «Εσείς είστε χάκερ! Πότε προλάβατε και γίνατε εξπέρ στους υπολογιστές;»
«Πάντα ήμουνα», μου απαντήσατε. «Απλά ήθελα να σου στέλνω τα κείμενά μου για να είμαστε σε επαφή. Να μιλάμε. Να νιώθω κοντά στη νέα γενιά. Είπα εγώ ποτέ πως δεν μπορούσα να τ’ ανεβάζω μόνος μου; Απλά να, έτσι γίναμε φίλοι…».
Φίλοι.
«Όλοι έχουν ταλέντο στα είκοσι πέντε. Το δύσκολο είναι να το έχεις στα πενήντα»
Σας ήξερα. Δηλαδή, θέλω να πω, σας διάβαζα συστηματικά στο gazzetta πριν γνωριστούμε: τα κείμενά σας αποτελούσαν φωτεινό λεκτικό φάρο ανάμεσα σε σωρεία «κούφιων» άρθρων που απευθύνονται σ’ ένα φανατισμένο κοινό.
Όταν πήραμε μεταγραφή για το sdna και οι δύο- και με δεδομένο πως ανέβαζα κάθε σας κομμάτι- οι υποψίες μου επιβεβαιώθηκαν με πανηγυρικό τρόπο: πηγαίο χιούμορ, καθαρή ματιά μακριά από πάσης φύσεως προκαταλήψεις, ένα συγγραφικό ηφαίστειο που γεννούσε συνεχώς πύρινο συναίσθημα, αθλητικά, πολιτική, ταξίδια, φαγητά, γυναίκες- όλα στο ηλεκτρονικό μπλέντερ μ’ έναν μαγικό τρόπο, με το αποτέλεσμα να κραυγάζει πως είχαμε να κάνουμε με έναν σύγχρονο φιλόσοφο.
Ενδεχομένως, τον προσηνή φιλόσοφο της διπλανής πόρτας, που αποδείκνυε εμπράκτως πως το ταλέντο των 25 ετών δεν είχε ξεφτίσει, δεν είχε φθαρεί, δεν είχε δεχτεί το αποκρουστικό χάδι του Χρόνου.
Το δύσκολο, λένε, είναι να έχεις ταλέντο στα 50- πόσω μάλλον στα 60.
Εσείς, όμως, το κάνατε να μοιάζει τόσο εύκολο, σα να είχατε γυρίσει απλά την κλεψύδρα από την άλλη πλευρά.
Μ’ αυτόν τον τρόπο, η ταλαντούχα άμμος δε θα τελείωνε ποτέ.
«Οι άνθρωποι μπορεί να μη θυμούνται τι έκανες ή τι τους είπες, αλλά πάντα θα θυμούνται πώς τους έκανες να αισθανθούν»
Ένα μειδίαμα κάθε φορά που σας ακούγαμε να κάνετε εκπομπή στον Amagi και να μας αφιερώνετε κάποιο τραγούδι («Στην Ελενίτσα και τον…»)- μια ξεχωριστή μεταμεσονύκτια ηχητική συντροφιά όσο σκαλίζαμε μανιωδώς τα πλήκτρα.
Ένα ασυναίσθητο, ειλικρινές χαμόγελο όταν μου ανακοινώσατε πως θ’ αναλάβουμε μαζί ένα μέρος του site και μου αναθέσατε το πρώτο κομμάτι, με την απαραίτητη υποσημείωση «Όταν μπορέσεις, δεν το βιάζομαι».
Ένα παρατεταμένο γέλιο που εξελίχθηκε σε νευρικό, ακολούθησε κοκκίνισμα που έδωσε τη θέση του στο μελιτζανί του Ομπράντοβιτς κι από κει στο «Ένα νερό ρε παιδιά, τους χάνουμε!», σ’ εκείνη την συνάντηση όλων των ανθρώπων του sdna, τότε που μου είπατε μια, ελαφρώς περίεργη, ιστορία για την αγαπημένη μας Θεσσαλονίκη.
Μια καλοδεχούμενη αδημονία όταν ανεβήκαμε, προσφάτως, να κάνουμε την εκπομπή στο κανάλι που εργαζόσασταν.
Μια γλυκιά ζεστασιά στη καρδιά όποτε συναντιόμασταν.
Βλέπετε, δεν είχε σημασία τι κάνατε ή τι λέγατε.
Αυτό που πάντα μετράει είναι το πώς κάνατε τους ανθρώπους να αισθάνονται.
Κανείς δεν το ξεχνάει αυτό.
Κανείς.
«Εάν δεν έζησα περισσότερο, ήταν επειδή δεν μου έδωσα χρόνο»
Το τελευταίο διάστημα το λέγατε ότι δεν αισθανόσασταν και τόσο καλά- και, δυστυχώς, η όψη σας «συμφωνούσε» με τα λεγόμενά σας. Είχαμε δεσμευθεί στο τηλέφωνο πως θα βρεθούμε να τα πούμε από κοντά («Ναι, αμέ!», αποκριθήκατε με τον πασίγνωστο- αν κι ελαφρώς «καταβεβλημένο»- ενθουσιασμό σας), όμως τελικά το σχέδιο έμεινε πεισματικά κολλημένο στο έδαφος και δεν προχώρησε ποτέ.
Αν βρισκόμασταν, θα μου μιλούσατε, κατά τη λατρεμένη σας συνήθεια, για τα παιδιά σας («Τους δύο ήλιους μου») και το πώς σας έκαναν να γεννηθείτε εκ νέου πριν μερικά χρόνια.
Αν, τελικά, συναντιόμασταν, ίσως σας έλεγα και πάλι πως μου είστε εξαιρετικά συμπαθής (αυτό το τελευταίο είναι μια γλωσσικά «επικαλυμμένη» αγάπη, μόνο που οι άντρες σπανίως τολμούν να πουν «Σ’ αγαπώ» ο ένας στον άλλον) γιατί ο τρόπος που φέρεστε στην Αθηνά και τον Αρχέλαο μου θυμίζει αυτόν του πατέρα μου- και, φυσικά, δεν υπάρχει πιο οικείος τόπος για ένα παιδί, ανεξαρτήτου ηλικίας, από την αγκαλιά των γονιών του.
Αν τα ’λέγαμε, θα αναφέρατε και πάλι πως είστε Παναθηναϊκός, αλλά αγαπάτε το λαό του ΠΑΟΚ. Εγώ, από την άλλη, θα σας θύμιζα- προφανέστατα για πλάκα, ποιος ασχολείται σοβαρά με τις ομάδες;- πως είμαι Αρειανός και θα σας ανάγκαζα να παραδεχτείτε εκ νέου πως υπάρχει μόνο ένας Θεός σ’ αυτή τη γη, ο Νίκος Γκάλης.
Αν, όμως.
«Δεν μπορείς να γυρίσεις πίσω το ρολόι. Μπορείς, όμως, να το κουρδίσεις ξανά»
Ο Χρόνος στο τέλος, είτε μας αρέσει είτε όχι, τα παίρνει όλα. Δεν μπορούμε, που να πάρει, να γυρίσουμε πίσω το ρολόι. Το μόνο που μας επιτρέπεται, είναι να το κουρδίσουμε ξανά, μέχρι να παίξει στη σωστή ώρα τις αγαπημένες μας αναμνήσεις.
Η βάση που ξέρατε, αλλά δεν το λέγατε για να μπορούμε να μιλάμε. Τα πραγματικά ξεχωριστά σας κείμενα, το χαμόγελο, η καλή κουβέντα για τους άλλους, η σκανδαλιάρικη διάθεση. Η υποτυπώδης συνέντευξη, εκείνο το γέλιο μέχρι δακρύων, τα μηνύματα περί ανέμων και υδάτων αυστηρά τις «μικρές ώρες», η φωνή σας σε ρόλο διακριτικής συντροφιάς όποτε κάνατε εκπομπή στο ραδιόφωνο.
Οι απόψεις μας για το τέλος ταυτίζονταν- εσείς, μάλιστα, το είχατε γράψει κιόλας: όταν σβήσουν οριστικά τα φώτα, δεν υπάρχει συνέχεια. Αυτό ήταν- πουφ!
Σε περίπτωση, ωστόσο, που κάνουμε και οι δυο μας λάθος και μας δοθεί η ευκαιρία να συναντηθούμε ξανά, θα φροντίσω να με ξεχωρίσετε μέσα στο πλήθος.
Δε θα είναι δύσκολο: θα φοράω μία πολύχρωμη γραβάτα με τον Μίκυ να παίζει διάφορα μουσικά όργανα. Έπειτα, θα την βγάλω και θα σας την επιστρέψω.
Πρώτα, όμως, θα φροντίσω να την πασπαλίσω με πολλή αγάπη.