Αν ρωτήσεις ανθρώπους γεννημένους πριν το 1955-1960, οι μισοί θα σου ορκιστούν πως είχαν αντιστασιακή δράση επί χούντας. Εξαιρώντας, βέβαια, τους αμετανόητους νοσταλγούς του καθεστώτος που για 7 χρόνια έβαλε την Ελλάδα στο «γύψο». Από τους λίγους, όμως, που πραγματικά ανέλαβαν ουσιαστική δράση αψηφώντας τα πάντα και νικώντας το φόβο ήταν ο Αλέκος Παναγούλης. Ο άνθρωπος που αποπειράθηκε να δολοφονήσει τον αρχιπραξικοπηματία, Γεώργιο Παπαδόπουλο, τον οποίο και «ανάγκασε» να παραδεχτεί ότι ήταν ένα γνήσιο παλικάρι.
Τρίτη και 13
Για τους Έλληνες η Τρίτη και 13 θεωρείται γρουσούζικη μέρα. Δεν ισχύει το ίδιο, όμως, για τον δικτάτορα, Γεώργιο Παπαδόπουλο που μια μέρα σαν κι αυτή, το 1968, είδε την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του να αποτυγχάνει λόγω συγκυριών. Τυχερός ο χουντικός, άτυχη η Ελλάδα… Άτυχος και ο Αλέκος Παναγούλης, ο οποίος μαρτύρησε στα χέρια των ανηλεών βασανιστών του στα κολαστήρια της ΕΑΤ/ΕΣΑ.
Η απόπειρα έγινε τον Αύγουστο του 1968, στο 31ο χιλιόμετρο της Αθηνών-Σουνίου. Λίγο μετά τις 7:30 το πρωί το τεθωρακισμένο αυτοκίνητο που μεταφέρει τον δικτάτορα και η συνοδεία του περνά από το σημείο που έχουν τοποθετηθεί τα εκρηκτικά. Ο Παναγούλης ακούει την έκρηξη και όπως εξιστορεί αργότερα, μονολογεί: «Εγώ το έκανα, εγώ που δεν μπορώ να σκοτώσω άνθρωπο. Εγώ που πρέπει, έπρεπε να σκοτώσω τον τύραννο… Άραγε πέτυχα;».
Συγκυρίες
Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι «όχι». Ο Παπαδόπουλος είναι ζωντανός και τα χέρια του Παναγούλη δεν βάφονται με αίμα. Από τις έξι νάρκες που είχε τοποθετήσει μαζί με τους συνεργούς του, σκάει μόνο η μία. Μια παλιά μπαταρία αυτοκινήτου, που θα πυροδοτούσε το μηχανισμό, «προδίδει» το σχέδιο. Εν μέρει αυτό οφείλεται και στο γεγονός ότι είχε μπει σε μεγάλη απόσταση σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό, αφού ένα ζευγαράκι (από τότε δημοφιλής προορισμός η περιοχή) δεν επιτρέπει περαιτέρω προσέγγιση.
Ακόμη κι έτσι, ο συνταγματάρχης θα μπορούσε να ήταν νεκρός αν η βόμβα έσκαγε εκατοστά του δευτερολέπτου αργότερα. Είπαμε, όμως. Η Τρίτη και 13 ήταν η δική του τυχερή μέρα.
Σύλληψη και βασανιστήρια
Ο Παναγούλης συλλαμβάνεται και οδηγείται στα κτήρια της ΕΑΤ/ΕΣΑ όπου οι βασανιστές της χούντας επιδίδονται στις σαδιστικές πρακτικές τους, τις οποίες ο αγωνιστής θα προσπαθήσει να ξεσκεπάσει πολύ αργότερα, μετά την πτώση του καθεστώτος. Γροθιές, χτυπήματα με καλώδια, φάλαγγα, εγκαύματα, μέχρι και βελόνι στην ουρήθρα, ήταν μερικά από τα «όπλα» που χρησιμοποίησαν οι Θεοφιλογιαννάκος, Μάλλιος, Μπάμπαλης και άλλοι, προκειμένου να του αποσπάσουν πληροφορίες. Ο Παναγούλης υπομένει, αντέχει και μένει σιωπηλός. Δεν «σπάει», προκαλώντας δέος ακόμη και στους βασανιστές του.
Αφού μεταφέρεται σχεδόν πεθαμένος σε νοσοκομείο, μένει στη ζωή μόνο και μόνο για να καταδικαστεί δις εις θάνατο στο δικαστήριο που θα ακολουθήσει τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Μάλιστα, αμέσως μετά τη δίκη τον οδηγούν στην Αίγινα για εκτέλεση. Οι χουντικοί είναι βέβαιοι πως θα εκλιπαρήσει για τη ζωή του αιτούμενος χάρη και τον οίκτο της «κυβέρνησης». Θεωρούν πως έτσι θα είχαν την ευκαιρία να δείξουν τη «μεγαλοψυχία» του καθεστώτος. Όμως ο Παναγούλης αρνείται πεισματικά να γίνει με οποιονδήποτε τρόπο «συνεργάτης» τους. Προτιμά να πεθάνει.
Φυλακή
Τελικά ο Παπαδόπουλος θα μετατρέψει τη ποινή του σε κάθειρξη και ο Παναγούλης θα οδηγηθεί ξανά στη φυλακή, από όπου θα δοκιμάσει πολλές φορές ανεπιτυχώς να αποδράσει. Κάθε απόπειρα φέρνει και νέα βασανιστήρια, αλλά τίποτα δεν μπορεί να κάμψει το σθένος του. Τον Αύγουστο του 1973, η χούντα δίνει γενική αμνηστία, με αφορμή την κατάργηση της Βασιλείας και την ανακήρυξη της «Προεδρικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας». Άλλο ένα χουντικό ανέκδοτο…
Όταν αποφυλακίζεται, ο Παναγούλης επιμένει. «Δεν νιώθω ελεύθερος. Απλά μεγάλωσε η φυλακή μου» θα πει, δίνοντας το στίγμα της στάσης του. Πάντα απέναντι στο καθεστώς μέχρι την τελική πτώση του και την επαναφορά της Δημοκρατίας.
Στις ελεύθερες εκλογές του 1974 θα εκλεγεί βουλευτής με την Ένωση Κέντρου, ενώ στη συνέχεια ανεξαρτητοποιείται και παραμένει απόλυτα ενεργός και σχεδόν στρατευμένος στο σκοπό της αποκάλυψης των εγκλημάτων της χούντας. Θέλει να έρθουν στο φως όλα τα στοιχεία που μαρτυρούν τη δράση των συνεργατών του καθεστώτος που προσπαθούν να αποφύγουν τις συνέπειες των εγκλημάτων τους. Κι είναι βέβαιο πως πολλοί από αυτούς θα είχαν ξεσκεπαστεί, αν την Πρωτομαγιά του 1976 ο Παναγούλης δεν έβρισκε το θάνατο σε τροχαίο δυστύχημα στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης. Μόνο μερικές μέρες μετά την αποκάλυψη των φακέλων της ΕΑΤ/ΕΣΑ. Μετά από το θάνατο του παλικαριού, κάποιοι μπορούσαν ξανά να κοιμούνται ήσυχοι…