Στην πολιτική άπαντες γνωρίζουν πως υπάρχει μια τεράστια δικαιολογία προκειμένου να εξηγηθεί το τόσο συχνό φαινόμενο της απόστασης ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη. Λέγεται «συγκυρία».
Στο όνομα της έννοιας της συγκυρίας δικαιολογείται κάθε παλινδρόμηση κάθε πολιτικού και κάθε κόμματος σε σχέση με τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις.
Μπορεί να δηλώνεις αριστερός πολιτικός και να υπηρετείς μια αυτοαποκαλούμενη αριστερή κυβέρνηση αλλά παρ’ όλα αυτά να βάζεις το λιθαράκι σου στην εφαρμογή φιλελεύθερων πολιτικών. Μπορεί αντίστοιχα να δηλώνεις φιλελεύθερος, να εξαγγέλλεις φιλελευθεροποίηση της πολιτικής ζωής του τόπου και εν τέλει οι πράξεις σου να αγγίζουν τα όρια της ακροδεξιάς. Αν ωστόσο είσαι πολιτικός ποτέ δεν θα φταις εσύ για αυτή την αντίφαση, ποτέ δεν θα φταίνε τα χαρακτηριστικά των πολιτικών σου εξαγγελιών.
Πάντα το πρόβλημα θα βρίσκεται στις συγκυρίες που τα φέρνουν ανάποδα σε σχέση με το πως θα τα ήθελες και αναγκαστικά πρέπει να προσαρμοστείς.
Παραδόξως, αν υπάρχει ένα κόμμα που παραδοσιακά κατηγορείται για απόσταση λόγων και πράξεων, αυτό είναι το ΚΚΕ – και ας μην έχει κυβερνήσει ποτέ. Αν και η κριτική που του γίνεται είναι μέχρι ένα βαθμό άδικη και πολλές φορές υπαραπλουστευμένη, η αλήθεια είναι πως και το ίδιο έχει συμβάλει αρκετά στο να του αποδίδεται αυτή η κατηγορία: η φράση-καραμέλα πως «δεν έχουν ωριμάσει η συνθήκες» και η διαρκής αναβολή των πραγμάτων για έναν μελλοντικό κομμουνιστικό παράδεισο, η αποφυγή με άλλα λόγια άσκησης πολιτικής στο εδώ και στο τώρα με την αιτιολόγηση της ύπαρξης του εχθρικού καπιταλισμού, είναι από αυτά τα άβολα χαρακτηριστικά που το ΚΚΕ δεν μπορεί να αρνηθεί πως έχει.
Όμως, στις τάξεις του υπάρχει ένας τύπος που έχει καταφέρει να βρίσκεται σε θεσμική θέση και -χωρίς φυσικά να κάνει κάποια αντικαπιταλιστική επανάσταση- να ασκεί μια πολιτική που συμβαδίζει με τις αρχές και τις αξίες του, συμβαδίζει με τη κομμουνιστική λογική πως η πολιτική οφείλει να υπηρετεί τα συμφέροντα των φτωχών και των αδύνατων.
Για την ακρίβεια, πρέπει να είναι ο μοναδικός άνθρωπος σε θέση εξουσίας αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα που καταφέρνει να κάνει πράξη στο εδώ και στο τώρα αυτή τη διακήρυξη.
Πρόκειται για τον Κωνσταντίνο Πελετίδη, μέλος του ΚΚΕ και δήμαρχο Πάτρας τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Πολύ μακριά από τα σταριλίκια και τις μεγαλοστομίες, ο Πελετίδης έχει καταφέρει, από το 2014 μέχρι και σήμερα, να κάνει την Πάτρα ένα πεδίο άσκησης πολιτικής υπέρ των κατώτερων τάξεων. Οι πρωτοβουλίες που παίρνει από καιρό εις καιρό μπορεί να μην διαφημίζονται και μπορεί να μην προκαλούν εντάσεις και τσακωμούς, μπορεί με άλλα λόγια, με τους όρους που διεξάγεται σήμερα η πολιτική, να είναι αδιάφορες αλλά μόνο ανούσιες δεν είναι, κάθε άλλο.
Το τελευταίο κατόρθωμα του Πελετίδη έχει να κάνει με το ότι από τις αρχές της επόμενης σχολικής χρονιάς, τα παιδιά των πιο αδύναμων οικονομικά οικογενειών της Πάτρας θα μπορούν να μαθαίνουν όποια ξένη γλώσσα θέλουν και σε όποιο φροντιστήριο της πόλης θέλουν χωρίς να πληρώσουν ούτε ένα ευρώ!
Το μέτρο αυτό προέκυψε έπειτα από το ολοκληρωμένο πρόγραμμα που εκπόνησε ο Κοινωνικός Οργανισμός του Δήμου Πάτρας σε συνεργασία με τον Σύλλογο Ιδιοκτητών Κέντρων Ξένων Γλωσσών Νομού Αχαΐας και μεμονωμένα φροντιστήρια: αν -όπως είχε πει κάποτε ο Ότο φον Μπίσμαρκ- πολιτική «είναι η τέχνη του εφικτού», τότε ο Πελετίδης παραδίδει… φροντιστήρια για το τι ακριβώς σημαίνει αυτό στην αληθινή ζωή.
Και αυτό είναι απλά το τελευταίο μέτρο που παίρνει η δημαρχεία Πελετίδη προς αυτή την κατεύθυνση. Και μπορεί θεωρητικά, από το 2015 και έπειτα, στη χώρα να υπάρχει μια αριστερή κυβέρνηση αλλά τα τελευταία τέσσερα χρόνια, η Πάτρα μοιάζει να είναι το μοναδικό μέρος της Ελλάδας όπου κάτι τέτοιο ισχύει στην πράξη.
Το παρακάτω meme που είχε κυκλοφορήσει πριν κάποιο καιρό είναι ενδεικτικό:
Ο Πελετίδης φυσικά δεν έχει την απόλυτη αποδοχή της κοινωνίας της Πάτρας ούτε είναι ευχάριστος σε όλους. Αντίθετα, όπως κάθε πολιτικός που σέβεται τον εαυτό του είναι δυσάρεστος σε ορισμένους.
Σε ορισμένους πάλαι ποτέ «βολεμένους» της πόλης που επί δημαρχίας του ξεβολεύτηκαν όπως για παράδειγμα οι εργολάβοι που συνήθιζαν να παίρνουν για πλάκα τεράστια και ανούσια έργα και να πληρώνονται από τον δημοτικό προϋπολογισμό.
Ή εκείνους τους έμπορες που έπαιρναν «ετσιθελικά» λάδι από ελιές που βρίσκονταν σε δημόσιο χώρο και τις πουλούσαν χωρίς άδεια.
Και φυσικά τους χρυσαυγίτες της πόλης στους οποίους αρνείται να παραχωρεί χώρους για δημόσιες εκδηλώσεις, σέρνεται στα δικαστήρια μαζί τους και εκεί καταθέτει αμιγώς πολιτικά λέγοντας πως βρίσκεται σε πολιτική και όχι νομική σύγκρουση με τη Χρυσή Αυγή και πως επί δημαρχίας του απλά δεν θα έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους υπόλοιπους διότι δεν τα δικαιούνται: όπως πρέπει με άλλα λόγια να αντιμετωπίζεται ο ναζισμός χωρίς «ναι μεν» και «αλλά».
Ο Πελετίδης, στο πεδίο της οικονομίας που είναι και το βασικότερο, απλά αποδεικνύει πως αν o συνολικός πλούτος μοιραστεί ορθολογικά τότε τα πράγματα μπορεί να είναι πιο δίκαια.
Γνωρίζει φυσικά πως όλο αυτό δεν είναι μια ανώδυνη κατάσταση, πως για να το πετύχει θα πρέπει να χαλάσει όλες εκείνες τις καρδιές που είχαν καλομάθει να τους γίνονται όλα τα χατίρια από τις θεσμικές εξουσίες. Αλλά ακόμα και έτσι: τι πολιτικό κόστος μπορεί να έχει ο Πελετίδης από τέτοιου τύπου συγκρούσεις όταν η συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων της πόλης του βλέπει τη ζωή της να βελτιώνεται; «Μηδαμινή» είναι η απάντηση.
Και αυτό ακριβώς ίσως είναι ένα πολύ καλό μάθημα για όσους επικαλούνται μια ζωή τις συγκυρίες: οι συγκυρίες αλλάζουν μέσω πολιτικής βούλησης και ο Πελετίδης είναι το ζωντανό παράδειγμα για αυτή την πραγματικότητα.