Κατασκοπικές ταινίες -να’ναι καλά το Hollywood- έχουν δει πολλές τα ματάκια μας. Και ακόμα και ο πιο φανατικός οπαδός τους δεν μπορεί παρά να έχει αναφωνήσει άπειρες φορές από μέσα του: «Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται». Και μοιάζει λογικό με αυτές τις (φερόμενες) υπερβολές που κυριαρχούν.
Συνήθως άλλωστε, οι πρωταγωνιστές κατάσκοποι αυτών των ταινιών είναι οι τέλειοι, αψεγάδιαστοι πράκτορες. Δεν είναι απλά ότι μιλάνε καμιά δεκαριά γλώσσες λες και είναι οι μητρικές τους – αυτό μπορεί να προσπεραστεί. Είναι ότι διακατέχονται από τέτοια αθλητικά προσόντα, μπορούν να κάνουν τόσο απίστευτα πράγματα με το σώμα τους, που αναρωτιέσαι αν θα μπορούσαν όντως να υπάρξουν στα αλήθεια τέτοιοι τύποι.
Όταν βλέπεις ας πούμε κάτι υπεργυμνασμένα παλικάρια να κολυμπάνε για την πλάκα τους κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας διανύοντας τρελές αποστάσεις χωρίς καν να ζορίζονται, να ανατινάζουν με αυτοσχέδιους μηχανισμούς τα οχήματα των εχθρών και να την κοπανάνε κολυμπώντας ενώ πίσω τους γίνεται έκρηξη και μάλιστα χωρίς να τους πιάνει καν η τελευταία -διότι είναι τόσο γρήγοροι που έχουν καταφέρει να απομακρυνθούν από την επικίνδυνη περίμετρο- δεν γίνεται να μην κραυγάσεις αγανακτισμένα ότι αυτά είναι η κατάργηση της λογικής.
Και όμως, αν ρίξει κανείς μια ματιά σχετικά πρόσφατη ελληνική ιστορία, αν ξεσκονίσει κάποιες πτυχές της που έχουν μείνει αθέατες, θα βρει έναν τέτοιο τύπο, που εύκολα θα μπορούσε να είναι πρωταγωνιστής σε μια τέτοια κατασκοπική και γεμάτη υπερβολές ταινία. Εντάξει, χωρίς τα φουσκώματα του Hollywood πάντα αλλά η αλήθεια δεν απείχε και πολύ από τη φαντασία.
Για την ακρίβεια, ο Γεώργιος Ιβάνοφ, το αληθινό όνομα του οποίου ήταν Γέρζι Σαϊνοβιτς Ιβάνοφ, ο μυστικός πράκτορας του αντιναζιστικού αγώνα την δεκαετία του ’40 στην Ελλάδα, έχει γίνει ήδη ταινία: το 1972 ο Πολωνός σκηνοθέτης Ζμπίγκνιεβ Κουζμίνσκι διηγήθηκε την ιστορία του στην περιπέτεια «Agent No 1».
Ο Ιβάνοφ ήταν μια πολύ μεγάλη διεθνής φιγούρα του παγκόσμιου αντιναζιστικού κινήματος. Μισός Έλληνας, μισός Πολωνός, λίγο Βέλγος επίσης αφού έζησε πολλά χρόνια στο Βέλγιο, ο Ιβάνοφ θεωρείται τεράστιος ήρωας πολέμου στη Μεγάλη Βρετανία, αγάλματά του υπάρχουν στην Πολωνία ενώ το ίδιο ισχύει και για τη Θεσσαλονίκη. Μάλιστα, είναι ο άνθρωπος από το όνομα του οποίο βαφτίστηκε το «Ιβανόφειο», το κλειστό γήπεδο μπάσκετ του Ηρακλή, που υπήρξε η αγαπημένη του ελληνική ομάδα και αθλητής της.
Ο Ιβάνοφ, που μιλούσε έξι γλώσσες και είχε το κωδικό όνομα «Μόλμπι», εκπαιδεύτηκε στην Πολωνία από αντιναζιστές αντάρτες και έδρασε κατά βάση στην Ελλάδα.
Υπήρξε υπεύθυνος για δεκάδες ανατινάξεις ναζιστικών στόχων στην Ελλάδα ενώ το κρησφύγετό του και «βάση» του ήταν το αρχοντικό της Λέλας Καραγιάννη στην Κυψέλη, της θρυλικής αντιστασιακής Αθηναίας που έκρυβε αντάρτες στο τριώροφο σπίτι της.
Η πιο διάσημη επιχείρηση της οποίας ηγήθηκε ο Ιβάνοφ έλαβε χώρα στις 14 του 1942, όταν αυτός ο καταπληκτικός κολυμβητής (λέγεται πως έκανε τα 50 μέτρα σε 35 δευτερόλεπτα και μάλιστα κάτω από το νερό) προσέγγισε κολυμπώντας ένα ναζιστικό υποβρύχιο, το U-133 λίγο έξω από την Σαλαμίνα, τοποθέτησε πάνω του μια ωρολογιακή βόμβα και… εξαφανίστηκε κάτω από τα νερά του Σαρωνικού και μάλιστα μέσα στη μαύρη νύχτα, λίγο πριν το ναζιστικό υποβρύχιο εκραγεί.
Αυτή ήταν η πιο θρυλική του αποστολή αλλά στην πραγματικότητα, ένα μεγαλοπρεπές κερασάκι στην τούρτα πολλών ανατινάξεων τόσο σε υποβρύχια και πολεμικά οχήματα των ναζί όσο και σε ελληνικά εργοστάσια που όπλων που προμήθευαν με πολεμικό εξοπλισμό τον ναζιστικό στρατό. Ο Ελληνοπολωνός πράκτορας βρέθηκε επικηρυγμένος αρχικά για 500.000 δραχμές και στη συνέχεια για 2.000.000 δραχμές, ποσά υπέρογκα για την εποχή.
Η Ιβάνοφ είχε ήδη συλληφθεί μια φορά τον Δεκέμβριο του 1941, πριν ακόμα γίνει θρυλική απειλή για τους ναζί και είχε αποδράσει από τα κρατητήρια της οδού Μέρλιν. Προδόθηκε έναντι των χρημάτων που κόστιζε το κεφάλι του στις 4 Ιανουαρίου 1943 και οδηγήθηκε δεμένος στο εκτελεστικό απόσπασμα της Καισαριανής όπου και εκτελέστηκε. Ήταν 32 χρονών και λίγο πριν πεθάνει φώναξε: «Ζήτω η Ελλάς! Ζήτω η Πολωνία!». Ο εφιάλτης του φυσικά, δεν έφυγε ποτέ από τα κεφάλια των Γερμανών αξιωματικών. Άλλωστε, μέχρι και σήμερα θεωρείται ο μεγαλύτερος βομβιστής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.