Έριξε μόνη της αυλαία στα 49: Το ξανθό, θλιμμένο κορίτσι της βιντεοκασέτας δεν άντεχε να περιμένει άλλο

Μια από τις πιο γλυκές μορφές των περασμένων δεκαετιών

Αν κάνεις μια γρήγορη αναζήτηση στο Google για γυναίκες που μας γοήτευσαν στην εποχή της βιντεοκασέτας, δε νομίζω πως θα βρεις το όνομα Ρένα Παγκράτη κάπου. Άντε να το βρεις σε ένα, το πολύ δύο αναφορές. Όλοι θα σταθούν στη Βίνα Ασίκη, την Έφη Πίκουλα, την Καίτη Φίνου, τη Σοφία Αλιμπέρτη. Σχεδόν κανείς όμως στο ξανθό κορίτσι με το χαμόγελο, αλλά και τη θλίψη.

Η Ρένα Παγκράτη είναι μια περίπτωση που στο μυαλό μου είναι συνδεδεμένη με την Κατερίνα Γώγου. Δύο γυναίκες με κοινά χαρακτηριστικά. Έδρασαν με ελάχιστη χρονική απόσταση και άφησαν μια ίδια αίσθηση στον κόσμο. Τα κορίτσια που κλήθηκαν να κάνουν μια ζωή τις παρτσακλές, αλλά που μέσα τους κρυβόταν ένα βασίλειο. Ένα βασίλειο ταλέντου, ένα βασίλειο στοχασμών, ένα απέραντο σύμπαν γκρίζων συναισθημάτων.

Χαρά αγκαλιασμένη από τη λύπη. Γέλιο ηττημένο από το δάκρυ. Ελαφρότητα ωθούμενη από ένα ψυχικό βάρος. Η Ρένα ήταν ένα τέτοιο πρόσωπο. Ένα άτομο που δεν ήθελε να δείξει τίποτα και σε κανέναν. Ήταν τόσο κυρίαρχη η περηφάνια στην συμπεριφορά και τη γενικότερη ζωή της, που της έδινε κάθε μέρα κι από ένα μικρό χτύπημα. Μέχρι να πάρει την απόφαση για τη μεγάλη έξοδο.

Από ηλικία 20 ετών κιόλας είχε καταφέρει να δώσει δείγματα γραφής με συμμετοχές σε δύο ταινίες και ένα ραδιοφωνικό πρόγραμμα. Κάπου στο 1974 ήταν που τη βρήκε ο Δαλιανίδης ένεκα του ότι ηγείτο στη μπάντα Νοστράδαμος και της έδωσε τον πρώτο ρόλο από πολλούς ίδιους ρόλους που θα ακολουθούσαν.

Στο Λούνα Παρκ με τη Ρένα Βλαχοπούλου ήταν που συστήθηκε στο ευρύ κοινό ως η χίπισσα Κάθριν. Ήταν ένας χαρακτήρας με στοιχεία που η ίδια η Ρένα έκανε τον κόσμο να νομίζει ότι αποτελούσαν και προσωπικά της χαρακτηριστικά. Κάτι που δεν ίσχυε. Όμως από ένα σημείο κι έπειτα ήταν τόσο ταιριαστό το αποτέλεσμα ώστε όποιος της πρόσφερε δουλειά την ήθελε για να κάνει αυτό που ήξερε καλά.

Ήταν και μια εποχή που δεν ήταν εύκολοι οι πειραματισμοί. Όλοι οι ηθοποιοί ανακυκλώνονταν σε ρόλους ίδιων απαιτήσεων. Απλώς άλλοι ήταν πρώτης διαλογής και άλλοι έμεναν στη δεύτερη γραμμή άμυνας. Η Ρένα επισκιάστηκε από τον Στάθη Ψάλτη, επισκιάστηκε από τις γυναίκες που βρέθηκαν στο πλάι του, είτε στη ζωή είτε στις βιντεοταινίες. Για όλους ήταν η κλαψιάρα αδερφή του Στάθη ή εν πάση περιπτώσει ένα κορίτσι της καρπαζιάς. Ο θηλυκός Τζανετάκος των 80’s.

Σ΄εκείνα τα χρόνια οι βιντεοταινίες και η κρατική ραδιοτηλεόραση αποτελούσαν τις μοναδικές προσλαμβάνουσες του κοινού. Εδώ σήμερα και θα βρεις ηθοποιούς να στιγματίζονται από έναν ρόλο. Φανταστείτε πόσο πιο απλό ήταν τότε. Όλα αυτά καθόρισαν εν πολλοίς την επαγγελματική της πορεία και σε έναν κόσμο μεταβαλλόμενο, σε έναν κόσμο όπου θα έκλεινε η εποχή της βιντεοκασέτας, η Ρένα θα έπρεπε να βρει τη δική της θέση.

Όσο κι αν το πάλεψε, όσο κι αν θέλησε να δείξει ότι δεν είναι αυτό το «τούβλο» που παρουσιαζόταν μέσα από τους ρόλους της, προσέκρουσε σε τείχος. Η αυτοκτονία της ύστερα από ισχυρή φαρμακευτική δόση αποδόθηκε σε αυτά τα 20 χρόνια σε πολλά αίτια. Άλλοι είπαν πως η Ρένα Παγκράτη ήταν καταθλιπτική. Άλλοι πως την κατέβαλλε η οικονομική της δυσπραγία. Η Καίτη Φίνου και άλλοι φίλοι της εξήγησαν ότι ήταν η απραγία που την γονάτισε.

Από το 1989 μέχρι το 1997 πάλευε να βρει δουλειά στο θέατρο, στην τηλεόραση. Κανείς όμως δεν της έδινε την ελάχιστη ευκαιρία. Όχι απαραίτητα γιατί την είχαν σταμπάρει σε κάτι συγκεκριμένο. Αλλά και γιατί ήταν τέτοιος ο τρόπος της που δεν την έπαιρναν στα σοβαρά. Θεωρούσαν πως τους έκανε πλάκα ή ότι δραματοποιούσε τα πράγματα.

Με εξαίρεση ένα γκεστ στη Λάμψη, η Ρένα δεν έβγαζε τα προς το ζην από αυτό που αγαπούσε. Και το αγαπούμε πολύ το επάγγελμα της. Γούσταρε να είναι ηθοποιός. Χωρίς προτάσεις όμως έφτασε σε ένα τέλμα. Όσο κι αν έψαξε την παρηγοριά στη μουσική και την ποίηση, τίποτα δε μπορούσε να απαλύνει την ψυχή της.

Στα τελευταία χρόνια της ζωής της ο Γιάννης Δαλιανίδης πλήρωνε το νοίκι της και η Άννα Φόνσου προσπάθησε να της βγάλει αναπηρική σύνταξη. Ένας από τους μεγάλους ηθοποιούς που συνεργάστηκε της είχε υποσχεθεί να τη βοηθήσει οικονομικά. Δεν συνέβη ούτε αυτό. Κάτι τέτοιο δεν γινόταν να το δεχτεί μέσα της. Όσο κι αν έλεγε πως δεν υπάρχει άλλη λύση. Κάπου εκεί στράφηκε στα φάρμακα.

Ήθελε πια να δραπετεύσει. Οι μαρτυρίες λένε ότι πριν την τελική της «παράσταση», είχε κάνει κι άλλες. Αλλά το είχε μετανιώσει. Κάποια στιγμή όμως δεν είχε άλλη μετάνοια. Σε ηλικία 49 ετών είχε χάσει τους γονείς της, είχε χάσει τον μεγάλο της έρωτα σε αυτοκινητικό δυστύχημα, είχε χάσει την περηφάνια της.

Ήθελε πια να ελευθερωθεί από την αδυναμία που ένιωθε να αλλάξει τη μοίρα της κι από την ντροπή προς τον εαυτό της. Κι αυτά δεν είναι πράγματα που τα ξέρουμε εμείς ή κανείς. Είναι εύλογες διαπιστώσεις. Όχι η αλήθεια. Αυτό που εικάζουμε ως αλήθεια.