4 σπουδαίοι Έλληνες ηθοποιοί του περασμένου αιώνα που πρέπει να ξέρεις

Τα ιερά τέρατα της ελληνικής σκηνής που αποτέλεσαν τους πρωτοπόρους σε πολλές μορφές υποκριτικής και γεμίζουν με μύθους το παρελθόν.

Για λόγους ανεξήγητους ή και απόλυτα εξηγήσιμους, νιώθουμε την ανάγκη να ζήσουμε μιαν άλλη εποχή απ΄αυτή που ζούμε. Όχι γιατί η δική μας δεν μας καλύπτει. Αλλά γιατί στη δική μας δε μπορούμε να διηγηθούμε μεγάλες ιστορίες. Δεν μπορούμε να γίνουμε παραμυθάδες. Ειδικά σήμερα που όλα είναι εύκολα ανιχνεύσιμα και τίποτα δε μένει κρυφό.

Το μυστήριο είναι αυτό που δημιούργησε τους μύθους, που έκανε τις πράξεις να γίνουν ανδραγαθήματα. Μέσα από το άγνωστο ξεπρόβαλλαν οι σπουδαίοι. Αυτό έχει απόλυτη εφαρμογή στην ελληνική υποκριτική σκηνή. Μια σκηνή που αριθμεί πάνω από 120 χρόνια μετρήσιμης ζωής.

Κι αν όλοι μας μπορούμε να μιλήσουμε για τον Ντίνο Ηλιόπουλο, το Λάμπρο Κωνσταντάρα, τη Χλόη Λιάσκου, τη Μάρθα Καραγιάννη, τον Φωτόπουλο και τον Σταυρίδη, είναι λίγοι και τείνουν προς το μηδέν όσοι μπορούν να μιλήσουν για ακόμη πιο παλιούς. Για ιερά τέρατα. Ιερά τέρατα και επειδή κατέθεταν σε κάθε σκηνή θεάτρου κιλά ταλέντου, αλλά και γιατί τους έχει πια αγκαλιάσει ο χρόνος. Το βαθύ παρελθόν.

Ταινίες τους δεν διασώζονται. Κάποιοι δεν έπαιξαν σε τέτοιες. Για άλλους υπάρχουν λίγες και κακοδιατηρημένες. Είναι όμως από τις περιπτώσεις που αξίζει να ρίχνουμε λάδι στο φιτίλι της μνήμης.

Αιμίλιος Βεάκης

Ένας από τους αυστηρούς, τους σκληρούς, τους απόλυτους. Χαρακτηριστικά που αναμφίβολα επέδρασαν στην κυριαρχική του θεατρική υπόσταση. Το να παίζει κανείς δίπλα στον Βεάκη ήταν σαν να αναζητά μια σκιά μέσα στο κατακαλόκαιρο, μεσημέρι Αυγούστου μάλιστα.

Το όνομα του το πήρε από τη μητέρα του που πέθανε λίγες μέρες μετά τη γέννησή του. Στα 4 του χρόνια έχασε και τον πατέρα του. Μόνος δίχως γονείς εν έτει 1888. Κάποιοι συγγενείς του πατέρα του που έμεναν στον Πειραιά τον περιέθαλψαν και μέσω αυτών ήρθε σε επαφή με τους χώρους που αργότερα θα γίνονταν τόποι θριάμβου.

Από μικρός διάβαζε Δουμά και Σαίξπηρ, πήγαινε θέατρο και οι γνωστοί του τον αποκαλούσαν θεατρίνο. Εκείνος το θεωρούσε τεράστια φιλοφρόνηση και γι΄αυτό στα 16 του μπήκε στη Βασιλική Θεατρική Σχολή. Την τελείωσε και έγινε κομμάτι από τα μπουλούκια. Έτσι λέγονταν τότε οι θίασοι ηθοποιών που έφευγαν σωρηδόν για διάφορες περιοχές και περιόδευαν.

Ο Βεάκης πέρασε 13 χρόνια από το 1900 ταξιδεύοντας στην τότε Ελλάδα. Κάτι που περιλαμβάνει και τη Μικρά Ασία. Μέχρι που ξέσπασαν οι βαλκανικοί πόλεμοι και κατετάγη στο στρατό. Το 1918 που τέλειωσε ο Ά Παγκόσμιος, βρέθηκε στον διάβα του η Μαρίκα Κοτοπούλη και μαζί έκαναν παραστάσεις, με τον ρόλο του στον Οιδίποδα Τύραννο να είναι ο πρώτος ξακουστός της καριέρας του.

Το 1939 ήταν ο Βασιλιάς Ληρ που ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα και έφτασε ως τα μάτια και τ΄αυτιά του Λόρενς Ολίβιε, ο οποίος λέγεται ότι εντυπωσιάστηκε τόσο που είπε «Αυτός είναι ο Ληρ». Ο Β΄Παγκόσμιος και ο Εμφύλιος έστειλαν τον Βεάκη στην εξορία και σε απόμακρες περιοχές της χώρας. Το 1951, με το τέλος του Εμφυλίου, επέστρεψε στην πρωτεύουσα, τιμήθηκε και έπαιξε δύο ακόμα ρόλους, τους τελευταίους του, στο Εθνικό.

Πέθανε από εγκεφαλικό στα 67 του χρόνια, σε μέρες που το Ηρώδειο ετοιμαζόταν να του αφιερώσει μια μεγάλη βραδιά με εκείνον πρωταγωνιστή και πάλι στον Οιδίποδα.

Αλέξης Μινωτής

Ένα όνομα που πολλοί εξ ημών το πρωτακούσαμε σε έναν χιουμοριστικό διάλογο στο Αυστηρώς Κατάλληλο από τον Αλέξανδρο Αντωνόπουλο. Έναν Αντωνόπουλο που ως εγγονός της Παξινού γνώρισε τον Μινωτή.

Γεννημένος στην Κίσσαμο Χανίων το 1898, στον μεγάλο αναβρασμό της κρητικής επανάστασης με λίγα λόγια, ο Αλέξης Μινωτάκης αφιέρωσε ψυχή και πνεύμα και σώμα στο θέατρο. Παρά τις αντιρρήσεις της οικογένειάς του και τις αντικειμενικές δυσκολίες της εποχής, έκανε αυτό που ονειρευόταν.

Στα 23 του ήρθε στην Αθήνα και ξεκίνησε με συμμετοχές σε ερασιτεχνικούς θιάσους. Πολύ γρήγορα το ταλέντο του κατέκτησε ανθρώπους όπως τον Βεάκη, τη Μαρίκα Νεζέρ και τη Μαρίκα Κοτοπούλου. Από κει και πέρα όλα έμοιαζαν φυσιολογικά.

Ο Άμλετ του το 1939 που έπαιξε με το Εθνικό Θέατρο στο Λονδίνο θεωρήθηκε από τους εκεί κριτικούς ως ο καλύτερος Άμλετ των τελευταίων 50 ετών. Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ τον ζήτησε για να παίξει στην ταινία του Notorious με τον Γκραντ και την Μπέργκμαν. Το 1952 συμμετείχε σε γυρίσματα ταινίας με τη Σοφία Λόρεν στην Ύδρα.

Το 1958 πρωταγωνίστησε στην όπερα Μήδεια με τη Μαρία Κάλλας στο Covent Garden. Με την Κοτοπούλη έφτασαν ως το Broadway με την Ηλέκτρα. Μεταξύ όλων αυτών, συνελήφθη το 1942 από τους Γερμανούς, δραπέτευσε, πήγε στη Χίο, συνελήφθη ξανά κι από κει δραπέτευσε για να περάσει Τουρκία κι από κει να βρεθεί στις ΗΠΑ.

Το 1990 άφησε την τελευταία του πνοή.

https://www.youtube.com/watch?v=sxVE-wYcC1c

Κατίνα Παξινού

Η μαγκίτισσα, η Πειραιώτισσα, η γυναίκα που ξεπέρασε τα στενά ελληνικά σύνορα και άνοιξε τα φτερά της για να κάνει μια αξιοζήλευτη καριέρα στο εξωτερικό. Το κανονικό της όνομα ήταν Κατερίνα Κωνσταντοπούλου και από ηλικία 17 ετών έβλεπε τον εαυτό της να φεύγει. Παντρεύτηκε, στα 23 της πήρε διαζύγιο και αφοσιώθηκε στο σανίδι μέχρι που γνώρισε τον Αλέξη Μινωτή.

Όταν ξέσπασε ο Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος η Κατίνα Παξινού είχε ήδη έναν θρίαμβο σε θέατρο του Λονδίνου με τους Βρικόλακες του Ίψεν και υπό τον τρόμο των βομβαρδισμών μπήκε σε ένα πλοίο για την Αμερική. Το πλοίο της τορπιλίστηκε, ναυάγησε, την περισυνέλεξαν μετά από τρεις μέρες και πάτησε αμερικανικό έδαφος. Πήρε τη βίζα και ξεκίνησε να εργάζεται ως Αμερικανίδα ηθοποιός.

Στον πρώτο της κιόλας ρόλο πήρε το Όσκαρ Β΄Γυναικείου, ούσα η πρώτη Ελληνίδα που το καταφέρνει. Ήταν για το ρόλο της Πιλάρ στο Για Ποιον Χτυπάει η Καμπάνα. Πέρασε μια δεκαπενταετία περίπου στις ΗΠΑ με πολλές συμμετοχές σε ταινίες, ώσπου στα τέλη του 1950 γύρισε στην Ελλάδα και έκανε τον δικό της θίασο με το Μινωτή. Το 1973 απεβίωσε ύστερα από μάχη με τον καρκίνο.

Η απώλεια της κόρης της από λευχαιμία ήταν ένα στοιχείο που σύμφωνα με τους ανθρώπους που την ήξεραν της έδειξε τον δρόμο για το πως να αντιμετωπίζει κάθε ρόλο της. Όχι ως μίμηση, αλλά ως ένα καθρέφτισμα της ψυχής της. Κι αυτό το καθρέφτισμα έπαιρνε τα ηνία κάθε φορά.

Κυβέλη Ανδριανού

Μια από τις πολύ εξέχουσες κυρίες της παλιάς εποχής. Μια γυναίκα-μύθος που συνδέθηκε και με την ελληνική πολιτική σκηνή, αφού αποτέλεσε έρωτα του Γεώργιου Παπανδρέου και για χάρη του παράτησε την υποκριτική για 15 χρόνια.

Οι φήμες λένε ότι η Κυβέλη ήταν νόθο παιδί του Βασιλιά Γεώργιου, ο οποίος διέταξε τους αυλικούς του να την αφήσουν σε κάποια πόρτα. Η πόρτα αυτή ανήκε στον Αναστάση και τη Μαρία Ανδριανού που την περιέθαλψαν και τη μεγάλωσαν ως δική τους. Κι η Κυβέλη μεγάλωνε πολύ πιο γρήγορα από το συνηθισμένο. Ήδη σε ηλικία 12 ετών είχε τον πρώτο της θρίαμβο στο θεατρικό σανίδι και δη σε αρχαίο δράμα. Ένα χρόνο μετά την αποθέωναν ως Ιουλιέτα στο έργο του Σαίξπηρ.

Μόλις σε ηλικία 16 ετών θα παντρευτεί με τον Μυράτ, τον Ρωμαίο του έργου, και δύο χρόνια μετά θα αποκτήσουν δύο παιδιά. Ο γάμος τους όμως δεν θα κρατήσει για πολύ. Το 1906 χωρίζουν και η Κυβέλη έχει ζήσει σε 19 χρόνια όσα άλλοι δε ζουν σε μια ζωή. Το 1907 έχει ξαναπαντρευτεί, μένει έγκυος στη δεύτερη κόρη της και με τον άντρα της χρηματοδότη κάνει τον δικό της θίασο.

Ο δεύτερος γάμος της θα κρατήσει κοντά 20 χρόνια, μέχρι το 1929, διάστημα στο οποίο απέκτησε και έναν δεύτερο γιο. Ο δεύτερος χωρισμός είναι και πάλι για τα μάτια ενός άλλου άντρα. Του Γεώργιου Παπανδρέου. Ο τρίτος της γάμος θα κρατήσει ως το 1949, χωρίς όμως να βγαίνει κάποιο διαζύγιο ακόμα. Η Κυβέλη πέρασε τα χρόνια αυτά πιο μοναχικά και αφοσιώθηκε στα παιδιά και τα εγγόνια της.

Το 1978 έφυγε πλήρης ημερών, πλήρης απογόνων, πλήρης δόξας και πλήρης εμπειριών.