Γράφει η Γεωργία Τζαγκαράκη
Γεννημένος σε έναν τόπο που ζει και αναπνέει για το ποδόσφαιρο εκείνος επέμενε πως ανταλλάσσει όλα του τα γκολ για μια καλύτερη χώρα. Ίσως έφταιγε η παιδεία του, ίσως οι σπουδές του σίγουρα όμως περισσότερο από όλα το μυαλό του!
Αυτό που στα 10 του χρόνια στιγματίστηκε από την εικόνα του πατέρα του να καίει ένα βιβλίο για τους Μπολσεβίκους με τον φόβο μη το βρουν.
Ήταν το 1964 και η Βραζιλία βρισκόταν στο μέσο ενός ακόμη πραξικοπήματος στη θυελλώδη πολιτική ιστορία της. Αυτή τη σκηνή που αποτυπώθηκε βαθιά στο μυαλό λίγα χρόνια αργότερα στην Κορίνθιανς, θα τη ξόρκιζε με μια κίνηση.
Το έκανε υψώνοντας την αριστερή γροθιά του, ψηλά ύστερα από κάθε γκολ, νοιώθοντας την απόλυτη κάθαρση της ψυχής την παρθενική φορά που συνέβη.
Στην Κορίνθιανς βρήκε το σπίτι του και έκανε πράγματα ακατόρθωτα εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ενώ η Βραζιλία βρισκόταν υπό στρατιωτικό καθεστώς. Εκεί ο Σόκρατες έκανε πράξη την ποδοσφαιρική «Κορινθιακή δημοκρατία».
Ήταν η τελειότερη μορφή διακυβέρνησης (όπως κάποτε στην αρχαία Ελλάδα έγινε πολιτικό κίνημα) και την έφερε μέσα στα αποδυτήρια, όπου λειτούργησε άψογα καθώς για τα θέματα της ομάδας όλα λύνονταν με διάλογο και μέσω ψηφοφορίας. Από τον προπονητή, τους παίκτες, ως τον τελευταίο φροντιστή όλοι είχαν ίση ψήφο.
Αυτή την κοινωνία οραματιζόταν, αφού πρώτα κατάφερε να την φτιάξει στον μικρόκοσμο του.
Η συνεχής δράση του κινήματος άλλαξε τη κοινωνία στη χώρα του καφέ και μπλουζάκια με επιγραφή «Θα ψηφίσω στις 15 του μήνα» κυκλοφόρησαν παντού προτρέποντας το λαό να συμμετέχει στις εκλογές του 1982 ύστερα από 21 χρόνια δικτατορίας βάζοντας το πρώτο λιθαράκι για να πέσει το στρατοκρατικό καθεστώς .
Οι ελεύθερες εκείνες εκλογές ήταν η σημαντικότερη του νίκη, αυτή που τον έκανε να νιώθει ολοκληρωμένος μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Σόκρατες ήρθε να καταρρίψει έναν μύθο, αυτόν που λέει πως οι ποδοσφαιριστές και δη οι Βραζιλιάνοι, ζουν για το ποδόσφαιρο! Εκείνος ζούσε για να κάνει τον κόσμο καλύτερο.
Έφυγε στις 4 Δεκεμβρίου του 2011 πολύ νέος, νικημένος από τον κακό του δαίμονα, το αλκοόλ. Ο μοναδικός αντίπαλος που δεν κατόρθωσε να λυγίσει αν και κάποτε και στον πόλεμο μαζί του κέρδισε μια μικρή μάχη. Το έβαλε στην άκρη μαζί με το τσιγάρο, προκειμένου να ζήσει την ευκαιρία του να αγωνιστεί με τη Βραζιλία σε ένα Μουντιάλ.
Δεν κατάφερε να οδηγήσει τη χώρα του στην κατάκτηση του τίτλου, όμως το πολιτικό του έργο θα μένει ζωντανό και θα μνημονεύεται για πάντα.
Παράτησε την ιατρική καριέρα γιατί πίστευε πως το ποδόσφαιρο θα του έδινε την ευκαιρία να αναμετρηθεί με τους δαίμονες του και ήταν ο πατέρας του αυτός που τον έπεισε να μειώσει το τσιγάρο το 1980. Φυσικά όχι και να το κόψει…
Ο Τέλε Σαντάνα, διορατικός προπονητής που είχε δημιουργήσει τη μεγάλη ομάδα του 1982 για τη Βραζιλία επέμενε πως «Ο Σόκρατες αν είχε πειθαρχία όπως ο Ζίκο θα ήταν ανώτερος και του Πελέ».
Μόνο που σε εκείνη την περίπτωση, ίσως να μην ήταν ο εαυτός του και εκείνος που αγάπησε ο κόσμος… γιατί ο Σόκρατες δεν έφυγε ποτέ και η σηκωμένη γροθιά που θα θυμούνται πάντα, Βραζιλιάνοι και μη, θα τον διατηρεί στη μνήμη ως το σήμα κατατεθέν του αναρχικού αρτίστα.