Όταν είσαι 10-12 χρονών, δεν έχει σημασία. Καμία απολύτως: μπορεί το προηγούμενο βράδυ να είσαι έξω με τα κολλητάρια σου μέχρι αργά και να το καίτε στα στριπτιτζάδικα πίνοντας μεγάλες ποσότητες σοκολατούχου γάλατος (προσοχή: δεν οδηγούμε ποτέ μετά, κυρίως γιατί είμαστε 12 ετών) ή να έχετε διοργανώσει μαραθώνιο κρυφτού και να είστε διαλυμένοι από την κούραση, αλλά…
Αλλά να, δεν έχει καμία σημασία. Ό,τι και να έχεις κάνει, όσο κουρασμένος κι αν αισθάνεσαι, το πρωί θα σηκωθείς για να δεις παιδικά, ο τηλεοπτικός κόσμος να χαλάσει. Έτσι δεν είναι;
Ξέρουμε, το βλέπουμε στα ενήλικα μάτια σας- τώρα που έχετε φτάσει 25-30-35-40-45 (φτου και βγαίνω…) ετών, σας φαίνεται προκεχωρημένος μαζοχισμός το ν’ αποχωριστείτε βίαια το κρεβάτι σας πριν ολοκληρωθεί η προσομοίωση θανάτου (ήτοι 10+ ώρες ύπνου), όμως αν χορέψετε μαζί μας το χορό της επιστροφής στα 90s και, σαν άλλος Σελ, «απεκδυθείτε» το 35χρονο, φερ’ ειπείν, κορμί σας, τότε θα γυρίσετε σε μια εποχή που…
Που το Σάββατο το απόγευμα είχαμε πηδήξει μαζί με τους φίλους μας πάνω από την κλειδωμένη πόρτα του δημοτικού μας σχολείου και πηγαίναμε στην πίσω αυλή, όπου και θα στήναμε 2 κοτρώνες σε κάθε πλευρά για δοκάρια και μετά θα λιώναμε εντέχνως τις σόλες των παπουτσιών μας παίζοντας ποδοσφαιράκι και τονίζοντας, παράλληλα, πως απαγορεύονται τα ξερόμυτα και οι καραβολίδες.
Κάποια στιγμή, όμως, θα κάναμε διάλειμμα και τότε κάποιος θα έλεγε:
«Ρε σεις, είδατε τι έκανε ο Γκόχαν; Μαζί με το πνεύμα του πατέρα του έκαναν κάμε-χάμε-κύμα ρε φίλε και σκότωσαν τον Σελ! Πώρωση…»
Αυτό ήταν- δεν χρειάζονταν περαιτέρω εξηγήσεις. Όλοι μας ξέραμε ποιος ήταν ο Γκόχαν, ποιος ήταν ο Σονγκόκου και ποιος ο Σελ. Διάολε, αν ήσουν πιτσιρικάς στα μέσα των 90s και μέχρι τα τέλη εκείνης της δεκαετίας, δύο ήταν τα μεγάλα σου κολλήματα: η Ειρηνούλα με τις ξανθές κοτσίδες από το Δ2 (την οποία προσπαθούσες να ρίξεις βάζοντάς της αλλεπάλληλες τρικλοποδιές) και το υπέρτατο παιδικό, το Dragon Ball Z.
Τα Σαββατοκύριακα το πρωί ο ΑΝΤ1 εκτελούσε χρέη Netflix και ήλεγχε απόλυτα τη ζωή μας, καθώς έδειχνε από δύο 20λεπτα επεισόδια της πιο εθιστικής σειράς που είχαμε γνωρίσει στην έως τότε ζωή μας (το «Καλημέρα Ζωή» του Φώσκολου μας έπεφτε κάπως βαρύ).
Ο Γκόκου τα έβαζε με τον Βετζέτα και τον Πικολο, οι οποίοι στη συνέχεια γίνονταν οι καλύτεροι φίλοι του και πολεμούσαν κι αυτοί για το κοινό καλό, η Μπούλμα, ο Κρίλιν, ο Γιάμκα, ο Σονγκόχαν, ο Τρανκς άλλαζαν μορφές, πέθαιναν και ανασταίνονταν με τους ρυθμούς που λέει «ΟΧΙ ΣΕ ΟΛΑ» το ΚΚΕ, το μενού περιελάμβανε ανδροειδή, τον/ την Φρίζα (Φρίζερ), τον Μάτζιν Μπου και τις 765 μορφές του (δεν έχετε δει πιο πετυχημένη διαφήμιση δίαιτας σε πριν και μετά), δράκους που έκαναν τα πάντα και σε καλή τιμή, μπάλες που χάνονταν στα τέσσερα σημεία του πλανήτη, στο διάστημα, κάπου στο γαλαξία και, το κυριότερο, απειράριθμες ώρες προπόνησης που σου έκαιγαν το μυαλό περισσότερο κι από τις αντίστοιχες του Ρόκι, συν τις- αδιανόητα χορογραφημένες για την εποχή- μυθικές μάχες όλων με όλους.
Σύμφωνοι: η μεταγλώττιση ήταν πιο τραγωδία κι από το Ιφιγένεια εν Αυλίδι του Ευριπίδη (τα μισά ονόματα και παραπάνω τα είχαν σκοτώσει, ενώ οι εναλλαγές στις φωνές ήταν για ατελείωτα γέλια), από τα 20 λεπτά τα 10 τουλάχιστον ξαναέδειχναν τι είχε γίνει στο προηγούμενο και ο ήχος ήταν- προσοχή, ακολουθεί πρόστυχο ακρωνύμιο- ΓΤΠΚ, αλλά…
Αλλά όλ’ αυτά συγχωρούνταν όταν έβλεπες να έρχεται το επόμενο τουρνουά Tenkaichi Budōkai, με τον Ηρακλή (ή… Σέιταν) να υπόσχεται στους ανθρώπους ότι θα καθαρίσει πάλι αυτός για πάρτη τους και θα βγάλει νοκ άουτ κάθε είδους τέρας που θα τολμήσει να σταθεί απέναντί του, την στιγμή που ο Γκόκου και ο Βετζέτα προπονούνταν κάπου στο διάστημα με βαρύτητα 8 τρις φορές μεγαλύτερη από αυτήν της γης, προκειμένου να βρεθούν στην καλύτερη δυνατή φόρμα της καριέρας τους.
Ή όταν ο Ράντιτζ έφτανε στα μέρη μας αποκαλύπτοντας στον πρωταγωνιστή πως είναι ο μεγάλος του αδερφός και ότι τον έστειλαν στη γη για να την κατακτήσει, αλλά αυτός τα έκανε μεγαλοπρεπώς μαντάρα και γι’ αυτό θα τον σκότωνε (spoiler alert: Πες αλεύρι- ο Πίκολο σε γυρεύει…) ή… ή… ή…
Το Dragon Ball Z ήταν η συνέχεια του Dragon Ball και προηγείτο του (αποκαρδιωτικού) GT και αποτελούσε το διαμάντι της σειράς, μιας και οι ιστορίες του- μέσα στην απλότητά τους και την εξόφθαλμη επανάληψή τους- έγραψαν… ιστορία και έκαναν όλα τα πιτσιρίκια της εποχής ν’ αποβλακώνονται ηθελημένα στην τηλεόραση, περιμένοντας να δουν την ένωση του Γκότεν με τον Τρανκς ή την απόλυτη μάχη του Γκόκου με τον Μπου, ο οποίος έμοιαζε να είναι ό,τι πιο επικίνδυνο είχε έρθει ποτέ στον πλανήτη μας.
Πάνω απ’ όλα, όμως, ήταν εκείνη η στιγμή που έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη όλων των μικρών και μεγάλων φαν. Η στιγμή που η Φρίζα (συγγνώμη ανδρικό γένος, εμείς τη μάθαμε σα γυναίκα) έμοιαζε να ισοπεδώνει τους πάντες στο ανηλεές της διάβα και σκόρπιζε ανεξέλεγκτες ποσότητες θανάτου, έχοντας στριμώξει στα σχοινιά τον Σονγκόκου.
Αυτό θα ήταν το τέλος μας. Είχαμε παίξει όλα μας τα χαρτιά ως είδος και είχαμε χάσει. Η Φρίζα είχε θριαμβεύσει κι εμείς τον είχαμε πιει πανηγυρικά. Μόνο που…
Μόνο που τότε ο Γκόκου έσφιξε τις γροθιές του και το έδαφος άρχιζε να τρέμει, με το κλασικό πλάνο που έδειχνε ολόκληρα κομμάτια γης ν’ αποκολλώνται και να ίπτανται να παίζει πάντα σε slow motion.
Έπειτα, οι φλέβες στα χέρια του- απίθανο πώς- μεγεθύνθηκαν και τα μάτια του άρχισαν ν’ αποχωρίζονται το καφέ τους χρώμα και να γίνονται γαλανά. Ύστερα οι τρίχες των μαλλιών του ανυψώθηκαν και δεν ήταν πλέον μαύρες. Ήταν ξανθές.
https://www.youtube.com/watch?v=rMrgSp6WGmc
Ο Γκόκου μόλις είχε μεταμορφωθεί σε Σούπερ Σάγιαν κι εμείς, εκστασιασμένοι, νιώθαμε κάθε πόρο του κορμιού μας να έχει ανατριχιάσει. Ο τύπος είχε αλλάξει σε κάτι πολύ πιο δυνατό από την προγενέστερη μορφή του και, κάπου εκεί, στην καρδιά μας είχε ανθίσει ένα ώριμο τριαντάφυλλο που έφερε τ’ όνομά του.
Μόλις είχαμε γίνει μάρτυρες ενός τηλεοπτικού θαύματος και αυτό δε θ’ άλλαζε ποτέ. Ποτέ.
Ξέρετε, όταν ήσουν 10-12 ετών, δεν είχε σημασία τι έκανες το προηγούμενο βράδυ. Το πρωί θα σηκωνόσουν να δεις Dragon Ball Z, ό,τι και να γινόταν- αν, φερ’ ειπείν, η μαμά σου είχε βλέψεις να σε πάει στη εκκλησία, εσύ δήλωνες με περισπούδαστο ύφος αγνωστικιστής και έμενες μέσα όσο αυτή κινούσε τις διαδικασίες για να σε αποκληρώσει.
Ποσώς.
Εσύ έμενες μέσα. Και περίμενες εναγωνίως ν’ ακούσεις εκείνες τις τρεις- παντελώς ακατάληπτες, μα συνάμα υπέροχες- λέξεις: ΚΑΜΕ-ΧΑΜΕ-ΚΥΜΑ!!!
Ω θεέ μου, γιατί δεν μπορούμε να γίνουμε 12 ξανά;