Πριν από τον (γεννηθέντα το 1998 να υπενθυμίσουμε) Στέφανο Τσιτσιπά, ο όρος «Έλληνας τενίστας» ήταν όσο σύντομο ανέκδοτο (παραμένει) το «Άγγλος μπασκετμπολίστας».
Το «Greek tennis player» θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί διεθνώς μόνο σε μια ταινία επιστημονικής φαντασίας και η αποκάλυψη της ιδιότητας του πρωταγωνιστή θα προκαλούσε πιθανότατα το ίδιο σοκ που προκάλεσε η αντίστοιχη για τη σχέση Νταρθ Βέιντερ, Λουκ Σκάιγουοκερ.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι το άθλημα δεν είχε και στη χώρα μας ανέκαθεν κάποιους fan. Αυτούς τους λίγους -αλλά ηρωικούς- με τα βαμβακερά μπλουζάκια Lacoste, που με χιόνια και με κρύα, με λιοπύρι και καύσωνα έτρεχαν στα ανοιχτά του Αγίου Κοσμά, της Γλυφάδας και της Φιλοθέης, τσαλαβουτώντας το χειμώνα τα λευκά Stan Smith στις λάσπες και στάζοντας τα καλοκαίρια από ιδρώτα, που ήταν αδύνατο να σταματήσει η τυλιγμένη στο κεφάλι τους κορδέλα.
Για όλους αυτούς, τα ονόματα των πέντε κάτωθι πέντε παικτών / παίκτριας είναι κάτι παραπάνω από οικεία. Είναι όμως και ισάριθμοι καλοί λόγοι για να συνειδητοποιήσουν ότι το γκρίζο ή αραιό της κεφαλής τους οφείλεται στη διαφορά 30 ολόκληρων χρόνων από τη γέννηση του Τάσου Μπαβέλα έως του Στέφανου Τσιτσιπά…
Νικόλας Καλογερόπουλος
Εδώ μιλάμε για πραγματικά… μεγάλα παιδιά. Όσοι έχουν προλάβει τον Νικόλα Καλογερόπουλο εν δράσει, μπορεί και να έχουν σταματήσει να ασχολούνται με το τένις, περιμένοντας εις μάτην επί μισό περίπου αιώνα κάποιον Έλληνα να τον ξεπεράσει στην κατάταξη της ATP.
Γεννημένος το 1945 στην Κόστα Ρίκα, κατέκτησε το 1960 το πρωτάθλημα εφήβων Κεντρικής Αμερικής και ήρθε τον επόμενο χρόνο στην Ελλάδα για να κατακτήσει 16 πανελλήνια πρωταθλήματα Ανδρών (από το ’62 έως το ’80).
Το 1963 ήταν νικητής στα Τζούνιορς του Γουίμπλεντον και του Ρολάν Γκαρός, ενώ το 1964 έφτασε στους «16» του λονδρέζικου Όπεν.
Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ο «πατριάρχης» του ελληνικού τένις, έχοντας φτάσει στο νούμερο 108 της παγκόσμιας κατάταξης, το μεγαλύτερο δηλαδή για Έλληνα παίκτη πριν από τον Τσιτσιπά.
Δεν έμεινε πάντως στη χώρα καταγωγής του για να διδάξει τα μυστικά της τέχνης του. Το κάνει στην Κόστα Ρίκα, παρέα με την Αμερικανίδα σύζυγό του και πρώην τενίστρια, Κάρολ-Αν Πρόσεν, έχοντας δικό του όμιλο αντισφαίρισης.
Τάσος Μπαβέλας
Έχει χαρακτηριστεί ως το μεγαλύτερο φυσικό ταλέντο του τένις που παρήγαγε η Ελλάδα στην προ Τσιτσιπά εποχή, αλλά για διάφορους λόγους δεν κατάφερε να φτάσει πάνω από το Νο 451 της ATP.
Εκπροσώπησε την Ελλάδα στους Ολυμπιακούς του ’88 και του ’92, αλλά και σε 10 σερί διοργανώσεις Ντέιβις Καπ από το 1984 έως 1994. Τρεις φορές πρωταθλητής Ελλάδας, είναι σήμερα προπονητής της Εθνικής Γυναικών, που πρόσφατα πέτυχε να ανέβει κατηγορία στο Fed Cup.
Γιώργος Καλοβελώνης
Πήρε τη σκυτάλη από τον Νίκο Καλογερόπουλο στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και κατέκτησε εννέα εθνικά πρωταθλήματα σε 11 χρόνια (ήταν άλλες έξι φορές φιναλίστ), αναδεικνυόμενος στον Έλληνα τενίστα με τη μεγαλύτερη διάρκεια εντός συνόρων, αφότου αποχώρησε ο προκάτοχός του.
Γεννημένος το 1959, έπαιξε σε 14 Ντέιβις Καπ και στους Ολυμπιακούς της Σεούλ, ενώ είχε παρουσία σε αρκετά διεθνή τουρνουά, φτάνοντας τον Ιούνιο του ’86 σε career high διεθνώς, ήτοι στο Νο. 208 του κόσμου.
Μεταξύ των παικτών που προπόνησε μετά την αποχώρηση του από την ενεργό δράση είναι και ο γιος του, Μάρκος Καλοβελώνης, ο οποίος έχει φτάσει στο Νο. 445. Εδώ και 24 χρόνια έχει δική του Ακαδημία τένις στην Πεύκη, στην οποία έχουν θητεύσει ορισμένοι από τους καλύτερους Έλληνες παίκτες.
Σόλων Πέππας
Τον Ιούνιο του 2001 πέτυχε τη μεγαλύτερη νίκη της καριέρας του στο Μπιέλα της Ιταλίας, νικώντας τον Χιλιανό Νίκολας Μασού, Νο. 66 τότε στον κόσμο και επικεφαλής στο ταμπλό του εν λόγω τουρνουά (το 2004 έφτασε έως το 9 του κόσμου).
Ο κόσμος βέβαια τον θυμάται περισσότερο τον Σόλωνα Πέππα για το ιδιαίτερο όνομα του, ενδεχομένως και για τα τρία πρωταθλήματα Ελλάδας, που κατέκτησε από το 1994 έως το 1997.
Ο Ροδίτης πρωταθλητής θεωρήθηκε μεγάλο ταλέντο στο ξεκίνημα της καριέρας του, δεν δικαίωσε όμως ούτε αυτός τις προσδοκίες, φτάνοντας στο pick του στην 149η θέση της παγκόσμιας κατάταξης, τον Αύγουστο του 2000.
Αγγελική Κανελλοπούλου
Η μητέρα της Μαρία Σάκκαρη ήταν η πρώτη αθλήτρια τένις στην Ελλάδα, που είχε αξιοσημείωτη διεθνή παρουσία, φτάνοντας τον Απρίλιο του 1987 έως το Νο. 47 της ATP.
Ήταν τόσο καλή στα νιάτα της που κατέκτησε για πρώτη φορά το πρωτάθλημα Ελλάδας το 1979, σε ηλικία 14 ετών! Πήρε άλλα 10, αναδείχτηκε δύο φορές αθλήτρια της χρονιάς από τον ΠΣΑΤ, ενώ έχει συμμετάσχει στα προκριματικά του Γουίμπλεντον και του Ρολάν Γκαραός, καθώς και στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1984.
«Ο παππούς μου πιστεύω πως ήταν είναι και θα είναι ο godfather του ελληνικού τένις», δήλωσε πρόσφατα η Μαρία Σάκκαρη, για τον Δημήτρη Κανελλόπουλο, πρώην πρωταθλητή και προπονητή της μητέρας της, από τον οποίο μεταδόθηκε… σόι το μικρόβιο.