Το Decadence ήταν ο χωροχρόνος όλης της Αθήνας

Όλες οι εποχές κι όλα τα πρόσωπα της πόλης ενώθηκαν στους χώρους του.

Ένας χώρος που μεταφέρεται από τα χέρια ενός χουντικού αξιωματούχου, σε αυτά ανθρώπων με επαναστατικές για την εποχή ιδέες, ήταν καταδικασμένο να συνδυάζει όλες τις αντιδιαστολές. Κι όσο κι αν δεν κατάφερε αυτή την εξομείωση, μπόρεσε να τις εναρμονίσει.

Το Decadence είναι ένα από τα πιο θρυλικά μέρη για διασκέδαση στην παλιά Αθήνα, την Αθήνα των 5 και 6 χιλιάδων δραχμών μισθό το μήνα. Αλλά είναι και κάτι πολύ περισσότερο. Γιατί κουβαλά μια αισθητική, μια ιστορία, μια ιστορική αισθητική αν θέλετε, που όμοια της δεν συναντάς σε κανένα άλλο ρετρό χώρο.

Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσεις ένα κλαμπ που έπαιζε post-punk μουσική και τη συνδύαζε με κάτι που έχει φανεί στο πέρασμα των δεκαετιών να είναι μακρινός συγγενής της, δηλαδή την ελληνική λαϊκή μουσική; Ο Τσιτσάνης ακολουθούσε τους Deus, η Σοφία Βέμπο τους Violent Femmes κι ο Μανώλης Χιώτης τους Joy Division.

Εκεί στη Βουλγαροκτόνου, σε έναν χώρο που θυμίζει πίνακα του Ντα Βίντσι (τον Βιτρούβιο Άνθρωπο ίσως0 που στεγάστηκε για περίπου 30 χρόνια το Decadence με διάφορες μορφές και προσθαφαιρέσεις, ήταν ένας χώρος στοιχειωμένος. Κάθε χρόνο άλλαζαν οι ένοικοι, άρα και η επιχείρηση. Κάποιοι μάλιστα απ΄αυτούς που το νοίκιαζαν, πέθαιναν. Το ακολουθούσε μια κατάρα που θα μπορούσε να σπάσει με έναν τρόπο. Τον τρόπο του Νίκου Λακόπουλου, ενός εκ των ιδιοκτητών του Decadence και του πιο…πιονέρου.

Δεν είναι μόνο ότι ήταν από τα πρώτα μαγαζιά που είχαν δικό τους dj και δε βασίζονταν σε κασέτες. Είναι κι ότι το Decadence ήταν κυριολεκτικά μια μεθυσμένη πολιτεία. Ή καλύτερα ένα στεριανό κρουαζιερόπλοιο. Κι αυτό γιατί εκτός από κλαμπ, ήταν και θέατρο, ήταν και χώρος καλλιτεχνικής έκφρασης, ήταν μέχρι και κομμωτήριο. Ιδέες που σήμερα μοιάζουν κιτς, τότε ήταν απολύτως πρωτοποριακές.

Μια πρωτοπορία που κατάφερνε να προσελκύει ακόμα και τις διεθνείς μπάντες που έρχονταν στη χώρα για συναυλίες, όπως οι Tindersticks, η μπάντα του Iggy Pop, ο Λέοναρντ Κοέν ή ο Νικ Κέιβ που βρέθηκε 4 φορές στους καναπέδες του. Κάποια στιγμή πήγε να γίνει και ραδιοφωνικός σταθμός και το κατάφερε, έστω και πειρατικά. Για λίγο βέβαια. Οι εγκαταστάσεις μάλιστα είχαν τοποθετηθεί στις τουαλέτες.

Για κάθε Κέιβ βέβαια, υπήρχε κι ένας Μίκης Θεοδωράκης. Για κάθε Tindersticks, υπήρχε μια Κική Δημουλά. Μέχρι και βραδιές ποίησης διοργανώθηκαν εδώ με την Εύα Κοταμανίδου να απαγγέλλει ποιήματα της Δημουλά, του Σαχτούρη και άλλων.

Ο πρώτος dj που έπαιξε στο Decadence ήταν ο Πάνος Χαρίτος. Αν το όνομα σου λέει κάτι αόριστο, πρόκειται για τον δημοσιογράφο της ΕΡΤ, πολεμικό ανταποκριτή, άνκορμαν του κεντρικού δελτίου μέχρι πριν 2 χρόνια. Απ΄αυτό και μόνο καταλαβαίνει κανείς τι ήταν το Decadence. Μετά τον Χαρίτο ακολούθησαν συνολικά πάνω από 1.500 djs.

Εκτός από τον κεντρικό του χώρο είχε και το υπόγειο. Εκεί ήταν μόνο η μουσική, η ατμόσφαιρα σαφώς πιο σκοτεινή και ο κόσμος πιο…συμβατός αισθητικά με την punk rock σκηνή. Στο Deca όλες οι μέρες της εβδομάδας είχαν κόσμο και με εξαίρεση μια ή δύο, όλες οι μέρες της εβδομάδας είχαν ασφυκτικά κόσμο. Πολλές φορές υπήρχε και η πολιτική του Δεν Πληρώνω που την εφάρμοζαν οι άνθρωποι του μαγαζιού, μια κίνηση που τους στέρησε αρκετά λεφτά, τα οποία αργότερα θα γίνονταν απαραίτητα. Όμως εκείνη τη στιγμή μεγάλωνε τον μύθο του ο χώρος.

Μια άλλη αλησμόνητη λεπτομέρεια για το Deca είναι ότι σπάνια δεν θα γινόσουν μάρτυρας ενός τσακωμού έξω από το μαγαζί. Κάποια στιγμή οι υπεύθυνοι αποφάσισαν να το κάνουν θεματικό πάρτυ. Πάρτυ των Χαστουκιών. Ερχόσουν στο πάρτυ με αυτόν που ήθελες να χαστουκίσεις και άρχιζε ο…αγώνας.

Με λίγα λόγια το Deca ήταν η επανάσταση.  Μια επανάσταση των νιάτων. Αφού πολλές φορές ακούγονταν με ένα στόμα μια φωνή αιτήματα του στυλ «Σύνταξη στα 20 και στα 30, καιρός να σταματήσουμε να ιδιωτεύουμε» και άλλα συναφή. Πολλές ήταν επίσης οι φορές που τα Εξάρχεια αναδύονταν περισσότερο, με τον dj να σταματάει τη μουσική για να φωνάξουν το γνωστο σύνθημα για τους αστυνομικούς και τα γουρούνια.

Το Decadence ήταν το πιο 90’s μαγαζί. Μπορεί πιο πάνω να το είπαμε πρωτοποριακό, αλλά δεν ήθελε και δεν ήταν μπροστά από την εποχή του. Ήταν όσο πιο βαθιά στην εποχή του γινόταν!