«Τζίμης, ο χονδρός»: Η ταβέρνα-θρύλος με τις αμύθητες εισπράξεις όπου έπαιξαν μπουνιές 2 μεγάλες κυρίες του τραγουδιού

Από το παλκοσένικο της πέρασαν τεράστια ονόματα της ρεμπέτικης και λαϊκής μουσικής

Για την κεντρική θέση στην πίστα του, τσακώθηκαν δύο θρυλικά ονόματα της ρεμπέτικης σκηνής. Η ταβέρνα Τζίμης Ο Χονδρός έγινε ένας μύθος της μεταπολεμικής Ελλάδας και αποτέλεσε τον κύριο προορισμό διασκέδασης τη νύχτα.

«Η ιστορία η δική μου, της Σεβάς, Σεβάς Χανούμ, Σεβαστής Παπαδοπούλου: Ποντία είμαι. Από τον Εύξεινο Πόντο, από τη Σαμψούντα είμαι. Το γέννημά μου είναι Μακεδόνα. Μακεδόνα είμαι! Γεννήθηκα το 1931, ημέρα Τετάρτη, ανήμερα στα γενέθλια της Παναγίας 8 Σεπτεμβρίου, στις 9 το πρωί».

Με αυτά τα λόγια είχε συστηθεί στο κοινό η Πόντια Σεβάς Χανούμ, η ρεμπέτισσα που ταυτίστηκε με τον Τζίμη τον Χονδρό και ήταν το δεύτερο σπίτι της.

Από τα 13 της το έσκαγε από το σπίτι και πήγαινε σε μαγαζιά για να τραγουδάει, οι γονείς της την έδερναν για να μην γίνει τραγουδίστρια, όμως η Σεβάς το είχε καταλάβει πως δεν υπάρχει άλλη επιλογή.

Σε αυτό το μαγαζί απέκτησε το όνομα Σεβάς Χανούμ, το καλλιτεχνικό της. Ήταν ο Αττίκ που την παρέπεμψε να αφήσει την Δράμα και τη Μακεδονία και να κατέβει στην Αθήνα για να αποκτήσει όσα ήθελε.

Στο ξεκίνημα μιας χρυσής εποχής για το ελληνικό λαϊκό τραγούδι, αλλά και λίγο πριν μια εποχή μετάβασης από το ρεμπέτικο σε πιο ανάλαφρες μελωδίες, η Σεβάς Χανούμ έγινε θρύλος του ρεμπέτικου.

Στον Τζίμη τον Χονδρό είχε βρει το καταφύγιο της, ήταν τραγουδίστρια, έκρυβε την καταγωγή της και έλεγε πως είναι Πολίτισσα. Ο Δημήτρης Μάρκου, ο μετέπειτα Τζίμης ο Χονδρός, ήταν επιχειρηματίας στην εστίαση της εποχής, έχοντας δύο μαγαζιά στις Αχαρνές και τη Γλυφάδα. Το εν λόγω το είχε ανοίξει προπολεμικά και αποτέλεσε σημείο διανομής συσσιτίου.

Αριστερά ο Τζίμης και δεξιά ο Τσιτσάνης

Κάθε βράδυ, σε αυτή την ταβέρνα με τα δέκα βαρέλια κρασί που υπήρχαν πάντοτε άθικτα σε μια γωνιά του Τζίμη, στην οδό Αχαρνών 77, πλήθος θαμώνων γλεντούσαν και κατέθεταν πολλά κατοστάρικα για τα μάτια της Σεβάς.

Το 1951 θα συμβεί η πιο μνημειώδης στιγμή για το μαγαζί. Ο ερχομός της Μαρίκας Νίνου από την Αμερική και η συνεργασία της με τον Τσιτσάνη που περιελάμβανε μια τουρνέ στην Πόλη, γοητεύει τους ιδιοκτήτες του Τζίμη που λήγουν τη συνεργασία με την Σεβάς και επιλέγουν αυτούς τους δύο.

Η Νίνου είχε θέσει όρο να μην υπάρχει άλλη γυναίκα στην ίδια σκηνή με εκείνη. Η Σεβάς έμεινε άνεργη και ένα βράδυ πηγαίνει στο Μπαράκι του Μάριου, όπου την έχουν ενημερώσει ότι είναι η Νίνου και διακόπτει το τραγούδι για να φωνάξει «Γιατί μου το κάνατε αυτό; Γιατί σε μένανε;».

Από κει και μετά εκτυλίχθηκαν σκηνές φαρ ουέστ, με την Χανούμε να περιγράφει ότι «την έχω πιάσει από το μιζανπλί και αρχίζω από κάτω τις μπουνιές. “Μη, μη”, μου λένε όλοι».

Εκείνο το περιστατικό ενέπνευσε τον Μανώλη Χιώτη να σκαρώσει το ακόλουθο στιχάκι:

«Στου Μάριου εχτύπησε το σήμα του κινδύνου / γιατί επλακωθήκανε η Σεβάς με τη Μαρίκα Νίνου! / Και είπε η Σεβάς στη Μαριώ / Κάτσε καλά Μαρία».

Επί Νίνου και Τσιτσάνη, ο Τζίμης ο Χονδρός θα βλέπει κάθε βράδυ το ταμείο του να γεμίζει και με το παραπάνω. Δεν κράτησε όμως για πολύ το αδιαχώρητο, με τη Νίνου να φεύγει για την Αμερική και όταν επιστρέφει, να πηγαίνει με τον Τσιτάνη στο κέντρο «Τριάνα του Χειλά» στη Λεωφόρο Συγγρού.

Το 1955 επέστρεψαν στον τόπο του εγκλήματος και στον Τζίμη τον Χονδρό έγινε η πρώτη ζωντανή ηχογράφηση στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, η οποία κυκλοφόρησε το 1977.

Από τον Τζίμη τον Χονδρό πέρασαν πολλά σημαντικά ονόματα της εποχής, όπως ο Μητσάκης, ο Χρηστάκης, η Στέλλα Χασκίλ, ο Πάνος Γαβαλάς, η Ρία Κούρτη, η Πόλυ Πάνου, η Ρένα Ντάλια, η Μπέμπα Μπλανς και η σπουδαία μουσικός Ευαγγελία Μαργαρώνη.

Η ταβέρνα απεικονίζεται σε αρκετές ταινίες, με χαρακτηριστικότερη την ταινία Πιάσαμε Την Καλή, με την Γεωργία Βασιλειάδου και τον Χατζηχρήστο. Εκεί έχουμε και το πιο αλήτικο ζεϊμπέκικο που χορεύει ο γιος του Τζίμη κρατώντας ένα τραπέζι με το στόμα.

Άλλη ταινία όπου ο Τζίμης ο Χονδρός παραχώρησε τον χώρο του, ήταν Το Κάθαρμα του 1963. Ήταν λίγο μετά από εκείνα τα γυρίσματα που το μαγαζί έπιασε φωτιά που το κατέστρεψε και παραλίγο να έκαιγε και παρακείμενα μαγαζιά. Αυτή η φωτιά δεν πτόησε τον Τζίμη που άνοιξε ξανά το μαγαζί 7 μηνές αργότερα – κάηκε τον Φεβρουάριο, άνοιξε τον Οκτώβριο του ’63.

Όπως είναι φυσικό, σε ένα μαγαζί με παρέλαση γλεντζέδων και τόσων σημαντικών ονομάτων της μουσικής, δεν εξέλειπαν τα περιστατικά όπου ξεπερνούνταν τα όρια.

Από δημοσιεύματα της εποχής αλιεύεται μια ιστορία παρεξήγησης, στην οποία ένας θαμώνας ρίχνει κάτω ένα ποτήρι πάνω στο κέφι, σπάει, τα θραύσματα πετάγονται και μια παρέα το θεωρεί πράξη πρόκλησης, με έναν να πετάγεται και να δαγκώνει το αυτί του ρίπτη.

https://www.youtube.com/watch?v=QFQrdE1yNVg

* Πηγή φωτογραφιών: Mpouzoukimpouzouksides.blogspot.com