Είθισται οι δικτατορίες να συνδέονται με φρικαλεότητες και σκοτεινές πτυχές της ιστορίας κάθε χώρας που είχε την ατυχία κάποιοι στρατιωτικοί αυτόκλητα να θέλουν να την… σώσουν. Συχνά, όμως, σε αυτές διακρίνει κανείς και στοιχεία φαιδρότητας, όπως για παράδειγμα οι… ελληνικούρες του Γεωργίου Παπαδόπουλου ή την «καταδίωξη της κοντής φούστας» του Θεόδωρου Πάγκαλου!
Φυσικά δεν αναφερόμαστε στον γνωστό υπουργό και στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, αλλά στον παππού του, ο οποίος υπήρξε στρατιωτικός και κατά τα… έθιμα της εποχής, έκανε κι αυτός την δική του δικτατορία στην Ελλάδα το 1925, με το «Κίνημα της 25ης Ιουνίου», πριν ανατραπεί με την σειρά του από το «Κίνημα της 22ας Αυγούστου» το 1926 από τον επικεφαλής των «Δημοκρατικών Ταγμάτων», Γεώργιο Κονδύλης ο οποίος αιφνιδίασε το δικτάτορα που παραθέριζε στις Σπέτσες, αποκατέστησε την Δημοκρατία και έστειλε τον Πάγκαλο στην φυλακή για τα επόμενα δύο χρόνια.
Ωστόσο πριν συμβούν τα παραπάνω, ως δικτάτορας που… σεβόταν τον εαυτό του, ο Θεόδωρος Πάγκαλος πρόλαβε να αφήσει το δικό του στίγμα, με το… θεάρεστο έργο του να ξεκινά ουσιαστικά στις 13 Ιουλίου 1925 όταν θεσπίστηκε νόμος με τον οποίο παραπέμπονταν σε στρατοδικεία όσοι μετέδιδαν ειδήσεις που διατάρασσαν τη δημόσια τάξη ή στρέφονταν εναντίον της κυβέρνησης. Έτσι ξεκίνησαν αρχικά οι διώξεις δημοσιογράφων και εφημερίδων, όπως της Εστίας, της Καθημερινής και του Ριζοσπάστη, ενώ δεν άργησε η ώρα που και τα ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας είχαν ανάλογη αντιμετωπίση.
Όπως, όμως, αναφέραμε ήδη, σε κάθε δικτατορία υπάρχει και ένα τουλάχιστον κωμικό στοιχείο. Και στην περίπτωση του Θεόδωρου Πάγκαλου ήταν η περίφημη «καταδίωξη της κοντής φούστας», πάνω σε μία ιδέα που αποδίδεται στην… ζήλεια της συζύγου του, Αριάδνης Σκλιά-Σαχτούρη.
Ο αστικός μύθος την θέλει να επισκέπτεται τον άνδρα της στο «πρωθυπουργικό» γραφείο κι εκεί να συναντά μια νεαρή υπάλληλο η οποία φορούσε μια κοντή (για τα μέτρα της εποχής) φούστα που δεν κατέβαινε κάτω από το γόνατο. Έξαλλη με την… προστυχιά, βάζει τις φωνές στους εμβρόντητους αστυνομικούς, ρωτώντας τους γιατί δεν κάνουν κάτι για την… ξεδιάντροπη κορασίδα που κυκλοφορεί… τσίτσιδη εκεί μέσα και σκανδαλίζει τον ανδρικό πληθυσμό, στον οποίο βεβαίως συγκαταλεγόταν και ο σύζυγός της!
Δεν είναι γνωστές οι λεπτομέρειες, αλλά οι κακές γλώσσες υποστηρίζουν πως ακολούθησε μπαράζ… κρεβατομουρμούρας. Ελάτε, λοιπόν, στην θέση του δικτάτορα… Να έχεις τα προβλήματά σου με τους εχθρούς του Έθνους, να τους στέλνεις στα δικαστήρια, να αναστέλλεις ατομικά δικαιώματα και δημοκρατικές ελευθερίες και να έχεις και από πάνω το… στεφάνι σου να σου παίρνει τα αυτιά… Φρίκη!
Έτσι, οδηγήθηκε πολύ γρήγορα στην απόφαση να δράσει. Πώς; Με διάταξη που θα έβαζε επιτέλους όρια στο μήκος της φούστας! Το πολύ μέχρι 30 πόντους από το έδαφος θα έπρεπε να απέχει, ειδάλλως θα υπήρχαν συνέπειες, με τον αστυνομικό διευθυντή Αθηνών, Ιωάννη Καλυβίτη να ενημερώνεται ότι πλέον τα όργανα της τάξης θα έπρεπε να φέρουν πέρα από τον κλασικό εξοπλισμό τους και μεζούρα για να προχωρούν μέσα στη μέση του δρόμου στις απαραίτητες μετρήσεις που θα πιστοποιούσαν τις παραβάσεις!
Η διάταξη ανέφερε χαρακτηριστικά: «Κατόπιν διαταγής του Προέδρου της Κυβερνήσεως, καταρτίζεται και υποβάλλεται εις το Υπουργείον Εσωτερικών προς έγκρισιν αστυνομική διάταξις, δι’ ης απαγορεύονται αι κονταί φούσται των γυναικών. Το κατώτατον άκρον της φούστας δέον να απέχη από του εδάφους 30 εκατοστά του μέτρου. Εις τον περιορισμόν τούτον υπάγονται άπασαι αι γυναίκες από του 12ου έτους και άνω. Αι παραβάτιδες θα παραπέμπωνται εις το επ’ αυτοφώρω πταισματοδικείον, συνυπεύθυνοι θα είναι και οι γονείς αυτών. Η εφαρμογή θα αρχίση από 15 Δεκεμβρίου».
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, ακολούθησαν σκηνές απείρου κάλλους, με την 22χρονη Κατίνα Βογιατζή να έχει το… προνόμιο να γίνεται η πρώτη γυναίκα που οδηγήθηκε σε δίκη για το μήκος της φούστας της. Σύμφωνα με τις μετρήσεις των οργάνων, η απόσταση ήταν 38 πόντοι, δηλαδή 8 ολόκληροι πόντοι παραπάνω από το κανονικό και επιτρεπτό… Στο δικαστήριο εκείνη δοκίμαζε να την κατεβάσει λιγάκι για να αποφύγει την τιμωρία, ο αστυνομικός την ανέβαζε για να αποδείξει το… έγκλημα και οι υπόλοιποι παρακολουθούσαν αυτό το πανηγύρι των τρελών το οποίο ωστόσο δεν κράτησε για πολύ.
Θα περίμενε κανείς ότι ο κύριος όγκος των αντιδράσεων θα προερχόταν κυρίως από τις ίδιες τις γυναίκες αλλά και τα πιο προοδευτικά κομμάτια της κοινωνίας. Θυμηθείτε, πάντως, ότι μιλάμε για το 1925, δηλαδή για μια εποχή που ούτε οι γυναίκες διέθεταν πολλά δικαιώματα ώστε να ακουστούν οι ενστάσεις τους, ούτε οι κοινωνίες ήταν ιδιαίτερα προοδευτικές.
Εκείνοι που επαναστάτησαν ήταν οι συντηρητικοί που είδαν το συγκεκριμένο μέτρο ως μιας πρώτης τάξης ευκαιρίας για τους αστυνομικούς για να… χουφτώνουν στον δρόμο τις κόρες, τις συζύγους και τις αδελφές τους! Φυσικά δεν έλειψαν και οι… εξηντατρίχηδες που διαμαρτυρήθηκαν καθώς θα έπρεπε να βάλουν το χέρι στην τσέπη και να τα… σκάσουν στις μοδίστρες που θα μάκραιναν τις φούστες…
Υπό αυτό το βάρος αλλά και υπό τον φόβο ότι το θέμα έπαιρνε διαστάσεις κι εκτός Ελλάδας, ο Θεόδωρος Πάγκαλος υποχρεώθηκε να πάρει πίσω την… εμπνευσμένη διάταξη η ισχύς της οποίας τερματίστηκε στις 31 Μαρτίου 1926.