πατητό

Στην αλάνα μέχρι να νυχτώσει: Το παιχνίδι που παλιά ξεσήκωνε τις γειτονιές τα σημερινά παιδιά δεν το έχουν ακούσει ποτέ

Κι όμως απ’ αυτό βγήκε η φράση «παίρνω αμπάριζα»

Κυνηγητό, κρυφτό, τσιλίκι, πεντόβολα, τζαμίΠαιδικά παιχνίδια που όσοι πρόλαβαν να τα βιώσουν στις αλάνες ή αργότερα σε πιο προστατευμένους χώρους, θα θυμούνται σίγουρα με νοσταλγία. Εν προκειμένω, η στήλη εστιάζει στην αμπάριζα, από την οποία βγήκε και η περίφημη φράση που παραπέμπει σε «παίρνω σβάρνα».

Χρόνια ανέμελα, χωρίς πραγματικά άγχη και σκοτούρες για την πλειοψηφία. Το μυαλό αναζητούσε τρόπους να ξεφύγει και τότε συνέβαινε απείρως πιο εύκολα εν συγκρίσει με τώρα. Γι’ αυτό όσοι έχουν παιδιά, ανήψια, εγγόνια κ.λπ., ας προσπαθήσουν να τα ξαναζήσουν από άλλη οπτική γωνία.

Πώς, όμως, παιζόταν η αμπάριζα; Αρχικά, οι επικεφαλής των δύο ομάδων επέλεγαν τα δέντρα και εν συνεχεία τους συμπαίκτες τους, με προτίμηση φυσικά σε εκείνους που διέθεταν ταχύτητα και ευελιξία.

Προφανώς, εν αντιθέσει με τα κατοπινά χρόνια όπου τα αγόρια κυνηγούν τα κορίτσια, τότε τα είχαν παραμελημένα επειδή σπανίως κάποιο εξ αυτών μπορούσε να ανταγωνιστεί επάξια έναν εκπρόσωπο του «ισχυρού φύλου».

Γι’ αυτό ο ρόλος τους ήταν κατά βάση να φυλούν τις αμπάριζες ή να προστατεύουν τους «αιχμαλώτους». Ένας… άμαχος πληθυσμός. Τα μετόπισθεν, όπως λέγεται σε καταστάσεις που μόνο σε παιχνίδι δεν παραπέμπουν.

Κατόπιν κάθε ομάδα ακουμπούσε στο δέντρο της και περίμενε τις διαταγές του αρχηγού. Ποιος θα βγει πρώτος, ποιος δεύτερος, ποιος θα παραφυλάει για ποιον κ.ο.κ. Η στρατηγική σε όλο της το μεγαλείο. Το μυαλό δούλευε, όχι αστεία.

Σαφέστατα, όπως συμβαίνει και στον αθλητισμό, θα έπρεπε να υπάρξει ειδική αντιμετώπιση στους «καλούς». Είτε ένα άτυπο man-to-man αν υπήρχε άξιος ανταγωνιστής είτε 2-3 σε επιφυλακή αν ο αντίπαλος δεν… παιζόταν. Σαν αυτούς που μάρκαραν τον Νίκο Γκάλη ένα πράμα.

Ήταν η ώρα της δράσης. Και η μετατροπή σε πρώτο πρόσωπο για να νιώσεις λίγο αδρεναλίνη ξανά! Με τη φράση «βγαίνω», άφηνες την προστασία της αμπάριζας, κατευθυνόσουν προς τους «εχθρούς» και τους προκαλούσες. «Φοβιτσιάρηδες», «δειλοί» και τέτοια.

Κάποια στιγμή εφορμούσε ένας αντίπαλος που σε «είχε», αν σε ακουμπούσε δηλαδή σε «σκλάβωνε». Ένας δεύτερος δικός σου ερχόταν για να σε υπερασπιστεί, αφού πλέον αυτός «είχε» τον άλλο. Τώρα δεν θυμάσαι ούτε τι έφαγες πριν από μερικές ώρες. Τότε, όμως, η μνήμη ήταν σαν σκληρός δίσκος.

Βέβαια, έπρεπε να ξεκαθαριστεί ποιος είχε βγει πρώτος. Οι καβγάδες έμπαιναν στην εξίσωση. Όταν κάποιος ακουμπούσε το δέντρο του άλλου, η ομάδα του έπαιρνε έναν πόντο. Δύσκολη αυτή η αποστολή, αλλά, όπως προαναφέρθηκε, κάποιοι είχαν τα προσόντα.

Οι «αιχμάλωτοι» στήνονταν λίγο παραπέρα από την αμπάριζα και απελευθερώνονταν μόνο αν κάποιος συμπαίκτης τους κατάφερνε να τους ακουμπήσει. Αυτή η αναμονή μέχρι την επιστροφή στη δράση, ήταν σαν… διαδικασία πέναλτι σε τελικό Παγκοσμίου Κυπέλλου. Τι νευρικότητα… Δεν ήταν τυχαίο ότι πολλά παιδιά ήθελαν να κάνουν την ανάγκη τους εκείνη την ώρα, απόρροια της αγωνίας.

Επιπλέον, πάντα υπήρχε ένας που ήταν επιφορτισμένος με το φύλαγμα των «ομήρων». Το μόνο που έκανε ήταν να βγαίνει τελευταίος, ώστε να «έχει» όλους τους αντιπάλους. Αυτός μπορούσε να πιάσει τους πάντες.

Τα χρόνια κύλησαν, οι σημερινοί πιτσιρικάδες είναι πιο κοντά στα video games και λιγότερο στα παιχνίδια με φυσική παρουσία. Στην καλύτερη προτιμούν τα δημοφιλή αθλήματα, όπως το ποδόσφαιρο και το μπάσκετ. Κάτι είναι κι αυτό.

Όσον αφορά το εν λόγω αφιέρωμα, η ελληνική γλώσσα έχει φροντίσει για τη σχετική… διάσωση. «Παίρνω αμπάριζα», λέει ο λαός. Δηλαδή, «παρασύρω στο διάβα μου». Όπως τότε που έβγαινες και δεν χαμπάριαζες τίποτα…