Πώς περνούσαμε ένα απόγευμα στα «ουφάδικα»

Όποιος έχει πάθει οξεία τενοντίτιδα μετά από ολονύκτια «σύσκεψη» με φλιπεράκι, ξέρει…

Ένα ημιφωτισμένο δωμάτιο- η λάμπα τρεμοπαίζει, η ξύλινη καρέκλα που καθόμαστε ενδείκνυται μόνο αν έχεις διατελέσει φακίρης, ο αστυνομικός προσπαθεί να μας ψαρώσει σα να ήμασταν χαζή πέστροφα σε ποτάμι. Μας απειλεί πως θα μας περάσει από ανιχνευτή ψεύδους, αλλά εμείς καμία σχέση με «Θα καταρρεύσω» αντιδράσεις- παραμένουμε κουλ.

Ξέρετε γιατί; Γιατί είμαστε πράγματι αθώοι: όταν μας ρώτησε η μαμά μας αν πήραμε ζακέτα τώρα που θα βγούμε έξω για να πάμε στα αγγλικά, το πλάνο έλεγε ότι όντως θα πάμε στο φροντιστήριο για να παρακολουθήσουμε το μάθημα. Απλά να, κύριε αστυνόμε, με το που βγήκα από το σπίτι και άρχισα να περπατάω…

«Λίγο πριν φτάσω στην πλατεία συναντάω τον Γιώργο, τον συμμαθητή μου- my classmate (για να μη νομίζετε πως το να κάνω κοπάνα στ’ αγγλικά είναι μια συνήθεια που έγινε λατρεία)- και μου λέει “πώς πάει”.

Μέχρι να του απαντήσω “Fine, thanks”, διαπιστώνουμε ότι έχουμε φτάσει έξω από το Black & White (έτσι λεγόταν το μαγαζί με τα ηλεκτρονικά αφότου μετονομάστηκε- αρχικά ήταν “Purple and Green”, αλλά ο ιδιοκτήτης θεώρησε ότι ήταν πολύ φανταχτερό το όνομά του). Ο Γιώργος ρωτάει αν έχουμε πάνω μας κάνα εικοσάρικο- δραχμές, πάντα, μην μπερδεύεστε: έχω προλάβει ηλεκτρονικά με δραχμές, θα ΣΕΒΕΣΤΕ και τα συναφή- κι εγώ, ω του θαύματος, έχω 12 από δαύτα.

Μπαίνουμε λοιπόν μέσα στον επίγειο παράδεισο για ένα, μονάχα, παιχνίδι Bubble Bobble. Αλλά τι να κάνουμε που αντί να χάσουμε άμεσα όπως πάντα, αυτή μοιάζει να είναι η πιο τυχερή μέρα της ζωής μας: σκάω μπάλες εγώ, σιγοντάρει ο Γιώργος και χωρίς να το καταλάβουμε παίζουμε ήδη μισή ώρα. Σε κάποια φάση χάνουμε, μας λέει “insert coin to continue” (Δηλαδή «Βάλτε κέρμα για να συνεχίσετε»- ω μα, αλήθεια τώρα, με βλέπετε να χρειάζομαι μαθήματα αγγλικών, you motherfucker?) κι εμείς, σα μαγεμένοι, λυγίζουμε και insert κάνα δυο coins.

Χωρίς να καταλάβουμε πως, τα δευτερόλεπτα μετατρέπονται σε λεπτά, έπειτα αυτά φοράνε τον μανδύα της ώρας, στη συνέχεια οι ώρες πολλαπλασιάζονται. Έχουν έρθει και ο Τόλης με τον Σπύρο και τον Ανέστη- απαρτία, δηλαδή. Όλη η παρέα στο ουφάδικο και, προσέξτε, χωρίς ν’ ανταλλάξουμε 504 μηνύματα στο inbox ή στο viber προκειμένου να δώσουμε ένα ραντεβού.

Η ώρα έχει πάει, πλέον, 19:00 κι εγώ έχω πάρει «μετάθεση» για το Street Fighter. Έχω μάθει να κάνω «αγιούκεν» με τον Ρούι και θέλω να το τερματίσω επιτέλους το ρημάδι. Μόλις φτάσω στον Μπίσοπ (5 εικοσάρικα αργότερα…) θα του δείξω εγώ. Εν τέλει φτάνω, αλλά μου δείχνει αυτός.

Πάνω που η κατάθλιψη μου χτυπάει την πόρτα, ακούω τον Ανέστη να φωνάζει «Το ’φαγε!» και τρέχω προς το μέρος του. Πράγματι, το μηχάνημα του Space Invaders του έχει «φάει» το εικοσάρικο και αρχίζουμε να το κουνάμε όλοι μαζί μανιασμένα μέχρι να το «βγάλει». Ο κυρ- Ηλίας, ο ιδιοκτήτης, βλέποντάς μας ν’ ασελγούμε πάνω στο έμβιο πτώμα του ηλεκτρονικού έρχεται βρίζοντας και μας διατάζει να το αφήσουμε κάτω, που να πάρει ο διάολος. Υπό το φόβο του διαβόλου, το αφήνουμε. Ο κυρ- Ηλίας δίνει ένα εικοσάρικο στον Ανέστη και συνεχίζουμε τις ζωές μας.

Όπου «συνεχίζουμε», ο Γιώργος πάει στο φλιπεράκι με τη φιγούρα του Ράμπο πάνω και κοπανάει μέχρι λιποθυμίας τα πλαϊνά πλήκτρα του μηχανήματος κι εμείς με τον Τόλη αρχίζουμε να παίζουμε ποδοσφαιράκι. Ναι, κάνουμε και το κλασικό τρικ: όταν βλέπουμε ότι η μπάλα πάει σίγουρα γκολ, βάζουμε τα χέρια μέσα και τη βγάζουμε ξανά πάνω για να παρατείνουμε όσο γίνεται το παιχνίδι με το ίδιο κέρμα.

Έξω έχει σκοτεινιάσει, φυσικά, αλλά η διάθεσή μας είναι αντιστρόφως ανάλογης αυτής της σκοτεινιάς: συνεχίζουμε με λίγο Tetris κι έπειτα πηγαίνουμε στο Arkanoid εκεί που το λευκό στρόγγυλο πλήκτρο είναι όλα τα λεφτά.

Κόσμος πάει κι έρχεται μέσα στο μαγαζί, είμαστε οι ίδιες, σχεδόν, φάτσες κάθε μέρα- ο Στέλιος που καπνίζει από τα 11 γιατί είναι πολύ μάγκας, ο Σαράντης που δεν έχει ποτέ λεφτά και μας έχει ταράξει στην τράκα, ο Κώστας που κυνηγάει να δει ποιος έχει αφήσει παιχνίδι που δεν πρόκειται να το παίξει για να «χωθεί» και τόσοι άλλοι-, τα ντεσιμπέλ περνάνε απ’ όλα τα γράμματα του ουράνιου τόξου προτού επιλέξουν οικειοθελώς να σταθεροποιηθούν στο κόκκινο και…

Και μέσα σ’ αυτό το ανηλεές πάτημα πλήκτρων, τον χαβαλέ, τα πειράγματα στους φίλους μας, τις φωνές του κυρ- Ηλία (ο οποίος όταν γίνεται «πέσιμο» από την αστυνομία λέει σε όλους τους κάτω των 17 να φύγουν από την πίσω πόρτα) μια άναρθρη κραυγή «το τερμάτισααααα!!!» αραιά και που, ο Χρόνος σταματάει να έχει σημασία και τ’ αγγλικά μετατρέπονται από «υποχρέωση» σε «δε βαριέσαι ρε αδερφέ».

Αυτή είναι η αλήθεια, κύριε αστυνόμε. Δεν είχα εξαρχής στο μυαλό μου να κάνω κοπάνα από το μάθημα για να πάω στα ηλεκτρονικά. Απλά… συνέβη».

Ο αστυνομικός μας κοιτάζει εξεταστικά και μας υπογραμμίζει ότι είμαστε μόλις 13 ετών και ότι δε θα έπρεπε καν να μπαίνουμε στα ουδάφικα. Χαμηλώνουμε το βλέμμα και περιμένουμε την καταδίκη μας.

«Από την άλλη», λέει ξάφνου, «ποιος 13χρονος δεν έχει “καεί” μια περίοδο της ζωής του στα ηλεκτρονικά; Επομένως…».

«Επομένως…;», ψελλίζουμε όλο ελπίδα.

Μειδιά, μας χαϊδεύει τα μαλλιά και ξεστομίζει μία μοναδική λέξη- μια θεσπέσια λέξη.

Είναι: «Αθώος».