6 πράγματα που κάναμε πιτσιρικάδες για να το παίξουμε μάγκες

«Μαγκιές ρε, μαγκιές;»- «Ναι ρε, μαγκιές!» (Ουσιώδης διάλογος, που λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα, μεταξύ 12χρονων…)

Δε χρειαζόταν καν να το ξεστομίσουμε: η στάση του σώματός μας, ο τρόπος που περνούσαμε τα χέρια μας στα κάγκελα της αυλής, το βλέμμα που ρίχναμε στα μωρά (κυριολεκτικά, μιας και ήταν 11 χρονών τότε…), το πώς φωνάζαμε τους κολλητούς για να μαζευτεί η συμμορία- ολ’ αυτά.

Η μαγκιά έσταζε με τους τόνους από κάθε μας μπατζάκι- του παντελονιού που φορούσαμε, δηλαδή, πάνω από το λευκό βαμβακερό μας Minerva- και όποιος μας έβλεπε αντιλαμβανόταν πως μαζί μας δεν έμπλεκες.

Αν, παραδόξως, υπήρχε κάποιος που δεν ψάρωνε, τότε αναγκαζόμασταν να βάλουμε μπρος τα μεγάλα μέσα- ν’ αποδείξουμε, δηλαδή, ότι πράγματι ήμασταν σκληροί κ@ργιόληδες.

Και γι’ αυτό κάναμε ένα- ή και περισσότερα- από τα 6 παρακάτω πράγματα…

1) Καπνίζαμε

Εν μέρει κατανοητό: σήμερα το πρόγραμμα έχει, ρε φίλε, πρώτη ώρα Εμείς κι ο κόσμος και δεύτερη μαθηματικά. Τραβιέται, λοιπόν, ένα τσιγαράκι να πάνε τα φαρμάκια κάτω- πόσα ν’ αντέξει ένας μαθητής δημοτικού;

Έπειτα, είναι και το θέμα της Μαιρούλας που σε πιέζει να συγκατοικήσετε ενώ εσύ δεν είσαι σίγουρος πως θέλεις να δεσμευτείς μ’ αυτή την γκόμενα για το υπόλοιπο της ζωής σου από τα 12. Οπότε…

Γι’ αυτό, ναι, καπνίζαμε. Και το κάναμε με τόσο επιδεικτικό τρόπο που μας έβλεπαν όλοι οι συμμαθητές μας, ο δάσκαλος, ο διευθυντής, ο κοινοτάρχης, ο δήμαρχος, όλη η περιφέρεια, η Μακεδονία, ο Στίβι Γουόντερ.

Ο καπνός έβγαινε πάντα σε κυκλάκια από το στόμα για έναν πολύ απλό λόγο: ήμασταν μάγκες…

2) Βρίζαμε

Στην αρχή, όταν ήμασταν μικροί (στα 7, ας πούμε), ήταν κάτι σαν σκανδαλιά και σχεδόν ντρεπόμασταν να ξεστομίσουμε τις απαγορευμένες λέξεις. Μετά, όμως, όταν μεγαλώσαμε και πήγαμε 6η δημοτικού και μέστωσε το μυαλό μας, τα μπινελίκια αποτελούσαν τη λεκτική διέξοδο της μαγκιάς μας.

Έτσι, όταν παίζαμε για παράδειγμα μπάσκετ στην αυλή του σχολείου και μας έβλεπε η Μαιρούλα (αυτή θα μας τυλίξει, να το δείτε…), μπαίναμε σε mood Λευτέρη Παπαδόπουλου και λέγαμε ξαφνικά σε μια επαναφορά «Έλα ρε π@#στη, γ@μώ το σπίτι μου μέσα ρε μ@λάκες, σοβαρευτείτε ρε αρχ@ιδια!».

Το ότι προηγούμασταν στο ματς με 35 πόντους δεν είχε να λέει.

Δεν είχε να λέει, γ@μώ το μ@$νί της πέστροφας.

3) Βαρούσαμε σφαλιάρες τους μικρότερους

Το δημοτικό, ας μη γελιόμαστε, ήταν ζούγκλα. Υιοθετώντας, επομένως, τακτικές περί μεγάλου θηρίου που τρώει το μικρό, σε κάθε διάλειμμα βρίσκαμε έναν γιγαντόσωμο (1 μέτρο και 7 εκατοστά πάνω σε σκαμπό) και νταβραντισμένο (27.5 κιλά με βρεγμένα ρούχα) μαθητή της Β΄ τάξης και του την πέφταμε επειδή ανέπνευσε στραβά.

Μετά από 5-6 σφαλιάρες- πάντα μπροστά σε θηλυκό κοινό, αλλιώς ποιος ο λόγος να ρισκάρεις τη ζωή σου σ’ έναν τέτοιο καβγά;- του πετούσαμε κι ένα «Άντε ρε μόμολο!» και ήμασταν και πάλι ο βασιλιάς της ζούγκλας.

Ένας, αλλά λέων…

4) Πίναμε

Εντάξει, δεν γινόμασταν και οι απείρως πιο αλκοολικές εκδοχές του Ορέστη Μακρή, όμως όταν είχαμε ξεμείνει από άσους στο μανίκι στην αέναη μάχη ν’ αποδείξουμε πως είμαστε οι ΠΙΟ μάγκες, τότε κατεβάζαμε το ιππικό που είχε την υγρή μορφή μιας μπύρας.

Έτσι, αν ήμασταν απογευματινοί και τελειώναμε εκεί γύρω στις 8, πηγαίναμε στο παρκάκι πίσω από το σχολείο και ανοίγαμε το τενεκεδάκι σα να επρόκειτο για ιεροτελεστία και μετά πίναμε με 3 μεγάλες γουλιές όλο το μπυρόνι.

Δε μας άρεσε τόσο- τουλάχιστον όχι τόσο όσο το σοκολατούχο γάλα- αλλά έπρεπε να πιούμε. Ήμασταν, βλέπετε, οι μάγκες του σχολείου.

Γι’ αυτό, επιβαλλόταν να έχουμε εbeerία.

5) Δεν παίρναμε ποτέ τσάντα

Καλά, μιλάμε για ΤΗΝ μαγκιά, καθώς σ’ αυτό το σκηνικό εμπλέκονταν και οι δάσκαλοι, οπότε στάζαμε αντιφλωριά από παντού: ο κύριος Τάσος έμπαινε στην τάξη, έλεγε «Βγάλτε τη γλώσσα» εμείς ανοίγαμε το στόμα και κάναμε επιδεικτικά «ΑΑΑΑ!» γιατί είμαστε και μακρινοί συγγενείς του Σεφερλή και μετά, όταν ο δάσκαλος έβλεπε κενό το θρανίο μας, ήθελε να μάθει που είναι το βιβλίο.

«Σπίτι κύριε», αποκρινόμασταν απλά σα να μην τρέχει τίποτα, «Δεν έφερα τσάντα σήμερα». Μας επεσήμανε τότε πως ούτε και χθες είχαμε φέρει ούτε και προχθές. Του λέγαμε πως γενικά έχουμε αλλεργία στις τσάντες και δεν ψηνόμαστε να κουβαλάμε.

Μας πήγαινε στο διευθυντή. Ερχόντουσαν οι γονείς μας.

Θυμίζαμε στο τέλος, από τα πολλά χαστούκια, άνθρωπο που έχει πιει 8 κιλά Τσάντα-λη.

6) Βάζαμε δυναμιτάκια σε κατσαρόλες

Η υπέροχη σελίδα στο Facebook Νοσταλγοί Ογδόντα- Ενενήντα τα εξηγεί ωραία με μία, μόλις, φωτογραφία- την παρακάτω.

Πράγματι, αν το έχεις κάνει αυτό έζησες γ@μάτα παιδικά χρόνια (με την προϋπόθεση πως δεν έχεις χάσει κάνα χέρι, κάνα μάτι, κάνα αυτί…), όμως ξέρεις ότι το ακόμα καλύτερο κόλπο ήταν να πάρεις μια κατσαρόλα της μαμάς κρυφά στο σχολείο, να ρίξεις μέσα 20 δυναμιτάκια και να τα «σκάσεις» όλα μαζί.

Ο ήχος θύμιζε ατομική βόμβα τη στιγμή της έκρηξης κι εσύ αισθανόσουν σαν τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο στον Τιτανικό: ο Βασιλιάς του κόσμου. Στο τέλος, βέβαια, είχατε την ίδια κατάληξη: ήσασταν και οι δύο νεκροί.

Αυτός επειδή η άλλη η μουλάρα δεν πήγε μισό κώλο πιο εκεί, εσύ γιατί σε τσάκωσε η μάνα σου.

Μπαμ.

https://www.youtube.com/watch?v=kBwkJctDGjo