Τι (δεν) μπορούσες να φας σε μια φοιτητική λέσχη

Γιατί Survivor δεν είναι η σκληροτράχηλη Λάουρα, αλλά αυτός που έτρωγε σε τακτική βάση στη φοιτητική λέσχη κι έχει επιβιώσει μέχρι σήμερα…

Το ωραιοποιημένο -λόγω των ετών που πέρασαν- στόρι είχε ως εξής: Μέσα της περασμένης δεκαετίας περίπου κι εσύ περνάς στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (και τη λέσχη του).

Το χαμόγελό σου είναι το μοναδικό πράγμα που φαίνεται από το φεγγάρι μαζί με το Σινικό τείχος και τη μύτη του Βασίλη Παπακωνσταντίνου.

Είσαι χαρούμενος, μιας και η φοιτητική ζωή των ονείρων σου σε περιμένει κι εσύ ψάχνεις εναγωνίως τα μαλλιά της προκειμένου να την πιάσεις από κει.

Εγκαθίστασαι στην (πλανεύτρα) πόλη, αρχίζεις να γνωρίζεις κόσμο, να πηγαίνεις στη σχολή και να παρακολουθείς στα μαθήματα κωλοβαράς.

Κάπου εκεί, όμως, προκύπτει ένα πρόβλημα μαθηματικής υφής: οι γονείς σου στέλνουν σε μηνιαία βάση ένα x ποσό κι εσύ μετά τις κραιπάλες του πρώτου 15νθήμερου έχεις ήδη ξοδέψει x+2 ευρώ.

Γι’ αυτό, για να καταφέρεις ένα ισχυρό χτύπημα στην ασιτία, αναγκάζεσαι ν’ αρχίσεις να τρως στη φοιτητική λέσχη.

Κι όποιος ήταν τακτικός θαμώνας στις φοιτητικές λέσχες εκείνη την περίοδο (ας πούμε 2004-2010) ξέρει πως υπήρχαν κάποια πράγματα που δε γινόταν να (μην) τα φας.

Να, όπως…

Φαγητό χωρίς καμία επίπτωση

Σου σέρβιραν εκείνον τον χυλό που έμοιαζε να έχει ξεπηδήσει απευθείας από τη νοσηρή φαντασία του Στίβεν Κινγκ κι εσύ, που το πήγαινες για νέο ατομικό ρεκόρ με 4 μέρες σερί πατατάκια, αναγκαζόσουν να το φας ούτως ώστε να έχεις τις υποτυπώδεις δυνάμεις και να πας το βράδυ στο πάρτι της σχολής.

Η πρώτη μπουκιά θύμιζε, από άποψη γεύσης, παλιά κάλτσα που έχει πέσει από το μπαλκόνι στο έδαφος και την έχει χτυπήσει αλύπητα καταρρακτώδης βροχή. Αλλά τουλάχιστον δεν είχε επιπτώσεις.

Μετά την 3η-4η, όμως, έρχονταν κι αυτές: ο οργανισμός σου αντιδρούσε και σου έστελνε μηνύματα (sms, στο imbox, στο viber κτλ) τα οποία ήταν αδύνατο ν’ αγνοήσεις και από ένα σημείο και μετά το μόνο που σε ένοιαζε ήταν να μην πας να συναντήσεις το δημιουργό σου.

Αν και, μεταξύ μας, τρώγοντας αυτό το φαγητό ήταν δύσκολο να πιστέψεις πως υπάρχει Θεός.

Ψάρι

Είχε λαδερά φαγητά (που έχαναν λάδια μεν, αλλά είχε). Και κρέας. Και ζυμαρικά και όσπρια και τα πάντα. Μ’ εξαίρεση τα ψάρια, τα οποία ήταν στη λέσχη σαν το τέρας του Λόχνες: όλοι έλεγαν ότι υπήρχαν, όμως κανένας δεν τα είχε δει.

Το να πετύχεις ψάρι στο πιάτο σου οποιαδήποτε μέρα της εβδομάδας ήταν σα να περιμένεις πως θα πάρεις πτυχίο στα 4 χρόνια χωρίς να έχεις βρει το αντίδοτο στην εκ γενετής αλλεργία που είχες στο διάβασμα- απλά δε γινόταν.

Κι έτσι έτρωγες ξανά και ξανά τα ίδια κι αισθανόσουν λίγο περίεργα.

Σαν ψάρι έξω από τα νερά του.

Υποφερτά φασολάκια

Πρέπει να συνιστά τον 13ο άθλο του Ηρακλή – ή κάτι αντίστοιχο: Το να μαγειρέψουν στη λέσχη πράσινα φασολάκια τα οποία να μη σε κάνουν, με το που φας την πρώτη πιρουνιά, να θέλεις να τερματίσεις αυτομάτως τη ζωή σου ήταν πιο δύσκολο πράγμα κι απ’ το να πει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος «Πρωτογενές πλεόνασμα» χωρίς να κάνει λάθος.

Τα φασολάκια είχες την αίσθηση πως ήταν η τιμωρία που σου επέβαλλε ξανά και ξανά το πανεπιστήμιο για το γεγονός πως διαβεβαίωνες τους γονείς σου πως είχες περάσει όλα τα μαθήματα, ενώ ο καλύτερος βαθμός που είχες γράψει ποτέ ήταν ένα 4.

Αλλά και πάλι, διάολε, εκείνα τα φασολάκια ήταν μια πάρα πολύ σκληρή τιμωρία.

Κρέας που να μην έχει τη γεύση Γκοτζίλα

Σ’ εκείνη τη φάση δεν είχατε συστηθεί- μιας και δεν είχες φορέσει ακόμα τα χακί. Όμως, αν τα ταξίδια στο χρόνο ήταν πραγματικότητα κι όχι σενάριο επιστημονικής φαντασίας, τότε θα ήξερες από τα 20 σου τι γεύση έχει το κρέας που σέρβιραν στη λέσχη: Ήταν αγνός, φανταρικός Γκοτζίλα 100%.

Το εκάστοτε κρέας ήταν πιο σκληρό κι από την καρδιά γυναίκας της οποίας έχεις ξεχάσει τα γενέθλια, ενώ ήταν τόσο γευστικό όσο μία ανάλατη κόλλα Α4. Ήταν, ρε παιδί μου, σαν… Σαν…

Σαν Γκοτζίλα.

Γλυκά

Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι: τα ζελεδάκια είναι η Μπρίτνεϊ Σπίαρς των γλυκών- μια τεράστια απάτη, δηλαδή. Επομένως, δεν πιάνονταν ως επιδόρπιο της προκοπής τις λιγοστές φορές που σερβίρονταν.

Εμείς εννοούμε γλυκά: Ένα προφιτερόλ, μια σοκολάτα, ένα κομμάτι τσιζκέικ, μια λεμονόπιτα. Κάτι, τέλος πάντων, το οποίο θα σου άφηνε μια γλυκιά γεύση στο στόμα μετά το κυρίως πιάτο, το οποίο ήταν ανεκδιήγητο (κυρίως).

Ωστόσο, «γλυκά» και «λέσχη» ήταν δύο έννοιες παράλληλες: δεν συναντιούνταν πουθενά.

Και οι φοιτητές έμεναν με τη γλύκα.