Οι 10 κορυφαίες δικαιολογίες που λέγαμε στο σχολείο όταν δεν είχαμε διαβάσει

«Ξέρετε, κύριε, σήμερα δεν μπόρεσα να διαβάσω επειδή…»

Έχει συμβεί σε όλους μας- από το πιο καλοποτισμένο φυτό στα χρονικά του «άριστα» μέχρι τον μαθητή του πίσω θρανίου που ήταν μεγαλύτερος ηλικιακά από τον δάσκαλο γιατί είχε μείνει 32 φορές στην ίδια τάξη: ο καθηγητής σε πλησίαζε και με βλοσυρό ύφος σου έλεγε «Για πες μου παιδί μου, πότε έγινε η μάχη του Σκουλενίου εναντίον των Οθωμανικών στρατευμάτων και για ποιο λόγο θεωρήθηκε προδότης ο Καντακουζηνός;».

Εσύ, φυσικά, όχι απλά δεν ξέρεις πότε έγινε η μάχη, αλλά νόμιζες πως οι Έλληνες ήταν υποδουλωμένοι 400 χρόνια στους Κορεάτες αντί για τους Τούρκους. Άσε που από «Καντακουζηνός» ο μόνος που θυμάσαι είναι αυτός από το «Κωνσταντίνου και Ελένης».

kanta

Έτσι, άνοιγες αυτόματα στο μυαλό σου το κουτί με τις δικαιολογίες και από το μενού που έβρισκες επέλεγες μόνο τις καλύτερες.

Οι οποίες ήταν…

1. Ο θάνατος του παππού και της γιαγιάς

Δοκιμασμένη και σίγουρη λύση: «Κύριε, ξέρετε, χθες το βράδυ πέθανε ο παππούς μου και…». Εκεί το σταματούσες, ο καθηγητής σάστιζε και το Σκουλένι απομακρυνόταν με την ταχύτητα του ντοπαρισμένου φωτός.

Βέβαια, αυτή η δικαιολογία είχε τα μειονεκτήματά της, καθώς α) αφού σαν άλλος μακελάρης είχες θανατώσει γύρω στις 7 γιαγιάδες και 9 παππούδες σε ένα τρίμηνο έχανες την αξιοπιστία σου και β) μπορούσε κάλλιστα να σε ρωτήσει «Κι αφού πέθανε χθες γιατί δεν είσαι στην κηδεία;».

Χρειαζόταν, λοιπόν, φειδώ για να φιδιάσεις.

gra

2. Καταραμένη αρρώστια

Χτυπούσε εύκολα μέχρι και πρωτιά στις προτιμήσεις, αν και η υπερβολή σου χαλούσε τη μαγιά: «Δεν μπόρεσα κυρία να διαβάσω, γιατί χθες ήμουν άρρωστος και το βράδυ είχα 45 πυρετό και δεν έπεφτε με τίποτα και με πήγαν στο νοσοκομείο οι γονείς μου και μετά μπήκα στην εντατική και μετά πήγαν να με χάσουν και μετά είδα έναν άγγελο στο βάθος του τούνελ και μετά μου κάνανε ηλεκτροσόκ και μετά επανήλθα, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά για να διαβάσω και νύσταζα».

Αν σταματούσες εκεί στο «ήμουν άρρωστος»…

yolo

3. Επισκέψεις

Έπιανε, αλλά συνήθως μόνο στους πιο ελαστικούς δασκάλους: «Κύριε άνοιξα να διαβάσω ιστορία, αλλά αφήστε με να σας διηγηθώ μια πολύ περίεργη ιστορία: ο θείος μου που ζει στον Καναδά και δεν έχει δώσει κανένα σημάδι ζωής από το τέλος του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, ήρθε χθες το απόγευμα σπίτι και από την συγκίνηση και την ταραχή δεν ήμουν σε θέση να μελετήσω».

Στο επόμενο «επεισόδιο» έφερνες τη θεία από το Σικάγο και ούτω καθεξής.

thia

4. Ξύλο (και) των γονέων

Χτυπούσες κατευθείαν στην καρδιά του διδάσκοντος: «Κυρία, χθες στο σπίτι είχε πολλή φασαρία γιατί η μαμά μου με τον μπαμπά μου μάλωσαν. Όλα άρχισαν όταν αυτός την είπε «τρελαμένη υστέρω» επειδή τον μάλωσε που πάτησε εκεί που είχε σφουγγαρίσει και μετά η μαμά του είπε πως της έχει φάει τα καλύτερα χρόνια της ζωής της. Τότε ο μπαμπάς μου της πέταξε το τασάκι και την πέτυχε στο φρύδι και η μαμά μου τον αποκάλεσε “αρχ@δι”- για λόγους ομοιοκαταληξίας, καταλαβαίνετε…»

Έλεγες εξόφθαλμα ψέματα, φυσικά, αλλά παραήταν λεπτό το θέμα για να σε πιέσουν…

5. Γυναίκες

Αυτό ίσχυε μόνο για τα κορίτσια, αλλά έπιανε πάντα: έχοντας έμφυτο το ταλέντο του να κλαίνε στη στιγμή από γεννησιμιού τους, τα κορίτσια όταν τα έπιαναν αδιάβαστα αντί απάντησης άρχιζαν να κλαίνε μέχρι λιποθυμίας και τότε ο καθηγητής τα έχανε.

Η συνήθης κατάληξη είχε τη μορφή «Πήγαινε να ρίξεις λίγο νερό στο πρόσωπό σου» και η μικρή την σκαπούλαρε. Μετά, φυσικά, ερχόταν η σειρά σου, μαντραχαλά.

«Κλάμα».

monaa

6. Eixa agglika

Ήταν ένα καλό όπλο, κυρίως γιατί έδινες την εντύπωση πως δε διάβασες επειδή… διάβαζες: «Κυρία, χθες δίναμε τεστ τριμήνου στα αγγλικά στο φροστιστήριο και έπρεπε να πάρω Α γιατί ο πατέρας μου είχε πει ότι αν ξαναφέρω F θα με χτυπήσει με το ρόπαλο του μπέιζμπολ που έφερε ο θείος μου από τον Καναδά στη δικαιολογία νούμερο 3. Έτσι, όλη μέρα διάβαζα αγγλικά και μετά πήγα να γράψω…».

“Are you telling the truth?”, σε ρωτούσε τότε η δασκάλα.

“We are the champions”, απαντούσες ενθυμούμενος το 1987 και τη μοναδική φράση που ήξερες στ’ αγγλικά και γλίτωνες.

7. Βαφτίζεται ο δούλος του θεού

Στα θρησκευτικά αυτό ήταν σιγουράκι- όταν σε ρωτούσε, για παράδειγμα, ποιοι ήταν οι 12 Απόστολοι κι εσύ ξεκινούσες ν’ απαντάς «Ο Απόστολος Γκλέτσος, ο Απόστολος Σουγκλάκος, ο Απόστολος…» και κάπου εκεί σε σταματούσε, ρωτώντας σε ευθέως αν διάβασες, εσύ έλεγες: «Όχι, Θεέ μου, όχι! Συγχωρείστε με που ανέφερα το όνομά του επί ματαίω, αλλά χθες είχαμε μια βάφτιση- βαφτιζόταν το μικρό μου το ξαδερφάκι- και γυρίσαμε πολύ αργά. Δεν μπόρεσα να διαβάσω κύριε (των δυνάμεων…)»

gkle

Αν ήταν καλόβολος μάλλον θα παρέβλεπε τη βάφτιση Τετάρτη απόγευμα που τράβηξε μέχρι αργά (γιατί προφανώς πήγατε με το νεογνό μπουζούκια).

Αν διαολιζόταν, όμως…

8. Σήμερα γάμος γίνεται

Αυτό έπιανε συνήθως, αν και πολλά εξαρτούντο από το πόσο πιστευτός θα γίνεις: «Δεν μπόρεσα να διαβάσω, κυρία, γιατί παντρευόταν η αδερφή μου χθες και όλη μέρα είχαμε χαρές και πανηγύρια. Ναι, το ξέρω πως είναι λίγο περίεργο που παντρεύεται στα 16 της, αλλά είναι ήδη έγκυος στο τρίτο της παιδί- περιμένει τρίδυμα- και δεν γινόταν να το καθυστερήσουν άλλο. Προσπάθησα να διαβάσω, αλλά ήταν πολύ δυνατά τα κλαρίνα και…»

Στην ερώτηση- παγίδα «Μα εσύ δεν έχεις αδερφή», μπορούσες πάντα να επικαλεστείς το «Είναι από το χωριό, δεν την ξέρετε».

klarino

9. Λαμπυριζούσης και σελαγιζούσης της σελήνης εωράκαμεν τους ληστάς

Γινόταν κάπως έτσι: έπαιρνες περίλυπο ύφος, χαμήλωνες τον τόνο της φωνής σου σε σημείο που να σε ακούνε μόνο οι νυχτερίδες και ο Daredevil κι έλεγες: «Όχι, κύριε, δεν ξέρω τι έγινε με την Καντακουζήνα, γιατί δε διάβασα. Βλέπετε, χθες το απόγευμα μπήκαν ληστές στο σπίτι και μας μπαστακώθηκαν και έκλεβαν μέχρι το βράδυ. Έτσι…»

Εδώ έκανες μια μεγάλη παύση και παρά την παρότρυνση του δασκάλου να συνεχίσεις έλεγες «Δε θέλω να τα θυμάμαι. Είναι κλοπή… Είναι κλοπή…»

10. Γκούχου- γκούχου

Ήταν το έσχατο σημείο: αν δεν έπιανε τίποτα γιατί ήταν στριμμένος ο καθηγητής, με το που σε κοιτούσε στα μάτια και σου έλεγε «Εσύ. Πότε έγινε η μάχη του…» άρχιζες να βήχεις με όλη σου τη δύναμη μέχρι να δεις μαύρες τελίτσες να χορεύουν μπροστά στα μάτια σου και κάθε σου ανάσα να είναι ένας μικρός αγώνας επιβίωσης.

Στο τέλος, βραχνιασμένος, ψέλλιζες «Μπορώ να πάω να πιω λίγο νερό κύριε;» κι αυτός σε άφηνε.

Έπινες δύο υδραγωγεία και περίμενες για τον πιο λυτρωτικό ήχο του σχολικού κόσμου.

Το κουδούνι.