«Στο ματς με τη Νιούκαστλ το Νο7 θα πεθάνει»: Ο θρύλος της Μάντσεστερ που έγινε ζωντανός στόχος για 90'

Όταν ο θρυλικός Βορειοϊρλανδός νίκησε το φόβο...

Τα προβλήματα με το αλκοόλ και τις λοιπές (γένους θηλυκού οι περισσότερες…) ασωτίες είχαν ήδη ξεκινήσει.

Το Γενάρη του 1971 ο μεγαλύτερος σταρ του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου δεν μπήκε καν στον κόπο να ακολουθήσει την αποστολή της ομάδας στο Λονδίνο για τον αγώνα με την Τσέλσι, προκειμένου να περάσει ένα διήμερο με τη νέα κατάκτηση του, την ανερχόμενη τηλεοπτική σταρ (μετέπειτα σύζυγο του Τζέρεμι Άιρονς), Σίνεντ Κιούζακ.

O σερ Ματ Μπάσμπι, που μόλις είχε επιστρέψει στον πάγκο της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, ένιωσε προδομένος και τον τιμώρησε με αποκλεισμό δύο εβδομάδων από τις υποχρεώσεις της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Άλλο που δεν ήθελε… Στα 25 χρόνια του ο Τζορτζ Μπεστ είχε γνωρίσει την αυτοκαταστροφική πλευρά του, αυτή που θα ολοκλήρωνε, μόλις τρία χρόνια αργότερα, την καριέρα του στην ελίτ.

Οι γυναίκες, τα ποτά και τα ξενύχτια ροκάνιζαν όλο και περισσότερο την αφοσίωση του σε αυτό που γεννήθηκε για να μεγαλουργήσει. Έστω κι έτσι όμως το ταλέντο του κορυφαίου έως και σήμερα Βρετανού ποδοσφαιριστή όλων των εποχών αρκούσε για να παραμένει η attraction του αγγλικού πρωταθλήματος – ο παίκτης που όλοι ήθελαν να δουν live. Η τεχνική κατάρτιση, η απίθανη ντρίμπλα και η οξυδέρκειά του δεν έχουν έως και σήμερα ταίρι στο εκτός Λατινικής Αμερικής  ποδόσφαιρο.

Στα 22 του είχε ήδη κατακτήσει δύο φορές το πρωτάθλημα Αγγλίας, το Κύπελλο πρωταθλητριών και αναδειχθεί κορυφαίος παίκτης της Ευρώπης. Όταν το 1968 οδηγούσε τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στο 4-1 επί της Μπενφίκα, στον τελικό του «Γουέμπλεϊ», ο Τύπος της εποχής έκανε λόγο για τον «5ο Beatle».

Η άχλη του μύθου τον είχε ήδη περιβάλλει, καθώς υπέγραφε το έπος των «μπέμπηδων» του σερ Μπάσμπι, δέκα χρόνια μετά το αεροπορικό δυστύχημα του Μονάχου. Για χάρη του γραφόταν τραγούδια και γυριζόταν (πρωτοποριακή για την εποχή) ταινία, καλύπτοντας αποκλειστικά και μόνο τις κινήσεις του σε ένα τυχαίο 90λεπτο με οχτώ κάμερες.

Όταν το 1970 έβαλε έξι γκολ στον αγώνα κυπέλλου με τη Νορθάμπτον, ο Βρετανός πρωθυπουργός Χάρολντ Γουίλσον δεν αρκέστηκε στις επιστολές θαυμασμού που του έστελνε. Τον κάλεσε στο Νο. 10 της Ντάουνινγκ Στριτ για να δειπνήσει μαζί του. Ήταν τότε που ο γκολκίπερ της Νορθάμπτον Κιμ Μπουκ δήλωνε ότι «ο Μπεστ ήταν απλώς πάρα πολύ καλός για μένα…».

Ο ορισμός του γητευτή της μπάλας συμφιλιώθηκε γρήγορα με τη φήμη και το lifestyle ενός ρόκσταρ. Τα ερωτικά γράμματα έφταναν κατά δεκάδες καθημερινά στην πόρτα του και οι γυναίκες έκαναν ουρές απλά για να τον ακουμπήσουν. Πάμπολλες εξ’ αυτών πέρασαν κάποια στιγμή από το κρεβάτι του, με τον ίδιο να επιδεικνύει ιδιαίτερη αδυναμία στις εστεμμένες των διαγωνισμών ομορφιάς.

«Το 1969 εγκατέλειψα τις γυναίκες και το αλκοόλ. Ήταν τα χειρότερα 20 λεπτά τις ζωής μου», είναι η θρυλική ατάκα (του), που αποτυπώνει πιστά την αγάπη του στις καταχρήσεις.

Τη σεζόν 1971/72 αναδείχτηκε για 6η σερί χρονιά πρώτος σκόρερ της Γιουνάιτεντ. Ήταν η τελευταία μεγάλη της καριέρας του. Η υπερβολική, για τα ποδοσφαιρικά δεδομένα, φήμη του πιο διάσημου Βορειοιρλανδού της ιστορίας είχε ωστόσο δυο όψεις. Η έξαλλη ζωή του προκαλούσε, αναμενόμενα, αρκετούς και στις αντίπαλες κερκίδες αλλά και στην πατρίδα του.

Κι αν τα οπαδικά συνθήματα των αντιπάλων απηχούσαν στο παραδοσιακό βρετανικό χιούμορ με στόχο να τον εκνευρίσουν («Georgie Best, superstar/ Walks like a woman and he wears a bra/ Bra’s too big, wears a wig/ And that’s why we call him a sexy pig»), κάποιες άλλες απειλές δεν ήταν τόσο αθώες. Σε μια τέτοια περίπτωση, κάποιος πυροβόλησε με αεροβόλο την αδερφή του στο πόδι, έξω από ένα εφηβικό πάρτι στο Μπέλφαστ, χωρίς προφανή λόγο. Απλά επειδή ήταν η αδερφή του Μπεστ.

Κάπως έτσι, όταν τον Οκτώβριο του 1971, ένας άγνωστος τηλεφώνησε σε μια εφημερίδα και ανακοίνωσε ότι ο Τζόρτζ Μπεστ είναι στο στόχαστρο του IRA, κανένας δεν το πήρε στην πλάκα. Σύμφωνα με την προειδοποίηση η επίθεση ήταν προγραμματισμένη για το επερχόμενο εκτός έδρας παιχνίδι με τη Νιούκαστλ και θα αποτελούσε την τιμωρία του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού, σε μια δωρεά που φημολογούνταν πως είχε κάνει ο Μπεστ σε μια οργάνωση Προτεσταντών.

Εκείνη την εποχή ο νεοσύστατος (από το 1969) IRA ήταν ο φόβος και ο τρόμος των Αρχών σε Αγγλία και Βόρεια Ιρλανδία. Το Ηνωμένο Βασίλειο ζούσε ήδη την ταραχώδη περίοδο των συγκρούσεων, που έμειναν στην ιστορία ως «The Troubles» (1969-72). Οι τρομοκρατικές ενέργειες ήταν ρουτίνα στο Νησί. Μόνο το 1972 ο IRA εξαπέλυσε 1300 βομβιστικές επιθέσεις και συμπεριλαμβανομένων 90 μελών του, περίπου 500 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους.

Αντιλαμβανόμενος τη σοβαρότητα της κατάστασης, ο προπονητής της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Φράνκ Ο’ Φάρελ έδωσε στον Βορειοιρλανδό το δικαίωμα της επιλογής για το να θα αγωνιστεί ή όχι. Ο Μπεστ το σκέφτηκε αρκετά και αποφάσισε να μην ενδώσει στο φόβο, σκεπτόμενος και το ότι αν δεν αγωνιστεί θα δημιουργούσε αυτόματα πάτημα για ανάλογες απειλές στο μέλλον, με  κίνητρο την αποδυνάμωση της Γιουνάιτεντ.

Μια απόφαση που με ειρωνικό τρόπο αντανακλούσε τη γενναιότητα του. Ο παίκτης που συχνά-πυκνά έκανε κοπάνες από κάθε είδους δραστηριότητα της Γιουνάιτεντ για να περάσει κάποιες ώρες παραπάνω με κάποιο διάσημο μοντέλο, αποφάσιζε να παίξει σε ένα ματς που η ίδια η ομάδα του επέτρεπε να απουσιάσει.

Από τη μέρα που η αστυνομία ενημερώθηκε πως ο Μπεστ θα ταξιδέψει κανονικά στο Νιούκαστλ μέχρι και τη σέντρα του αγώνα, ο 25χρονος δεν έμεινε ούτε στιγμή μόνος σε δημόσιο χώρο. Αστυνομικοί βρισκόταν σε όλους τους ορόφους του ξενοδοχείου που διέμενε η ομάδα, δυο ντετέκτιβ τον συνόδευαν σε όλες του τις κινήσεις, ακόμα κι όταν πήγαινε στο εστιατόριο του ξενοδοχείου για να φάει, ενώ περιπολικά βρισκόταν μόνιμα σταθμευμένα απ’έξω.

Ο φόβος και η ανησυχία αυξήθηκαν κι άλλο, αρχικά όταν μια γειτόνισσα του Μπεστ κατήγγειλε στην αστυνομία ότι δυο τύποι ρωτούσαν πληροφορίες για το που ακριβώς μένει ο παίκτης και στη συνέχεια όταν ανακαλύφθηκε ότι κάποιοι είχαν διαρρήξει το λεωφορείο της ομάδας, το βράδυ πριν το παιχνίδι.

Το λεωφορείο, αφού πέρασε από εξονυχιστικό έλεγχο, πήγε τελικά στο γήπεδο με συνοδεία πολλών περιπολικών, οι ντετέκτιβ απαγόρεψαν στον Μπεστ να κάτσει στην αγαπημένη του θέση δίπλα στο παράθυρο και, για σιγουριά, όταν το όχημα έφτανε στο «Σεντ Τζέιμς Παρκ» o «Τζόρτζι» καθόταν σκυμμένος στο διάδρομο. Στις κερκίδες υπήρχαν παντού αστυνομικοί με κιάλια, έτοιμοι να επέμβουν αμέσως μόλις παρατηρήσουν κάποια ύποπτη κίνηση.

Το παιχνίδι που ακολούθησε ήταν με διαφορά το πιο περίεργο στην καριέρα του Μπεστ. Από τη μια η νευρικότητα του ήταν ολοφάνερη, από την άλλη όμως και το μαρκάρισμα πάνω του ήταν πιο χαλαρό απ’ότι συνήθως. Ποιος ατρόμητος θα ήταν συνέχεια δίπλα του, με τον κίνδυνο να γίνει ο γκαντέμης που θα φάει από το πουθενά μια σφαίρα, εξαιτίας μιας πιθανής, μικρής αστοχίας;Σύμφωνα με τις μαρτυρίες και τα ρεπορτάζ, το ματς ήταν αντικειμενικά (αλλά και αναμενόμενα, βάσει των συνθηκών) κάκιστο και κρίθηκε από ένα γκολ, το οποίο πέτυχε με κοντινή προβολή ο μεγάλος πρωταγωνιστής του αγώνα και υποτιθέμενος στόχος του IRA. To τελικό σφύριγμα πιθανόν να ήταν και ο πιο μελωδικός ήχος που έχει ακούσει ποτέ ο Μπεστ. Όπως αποκάλυψε σε ένα φίλο του, σε εκείνο το παιχνίδι έτρεξε περισσότερο από κάθε άλλη φορά στη ζωή του!

Στις δηλώσεις του μετά (πάντα με συνοδεία αστυνομικών), ανακουφισμένος και χαλαρός πλέον, το γύρισε και στην πλάκα: «Ήξερα ότι στο γήπεδο υπήρχαν δεκάδες αστυνομικοί και δεν μπορούσα να το βγάλω από το μυαλό μου. Σίγουρα ήμουν πολύ νευρικός και δεν σταμάτησα να κινούμαι καθόλου. Ένιωθα ότι δεν πρέπει να μείνω ακίνητος ούτε καν όταν κάποιος παίκτης βρισκόταν στο χόρτο. Με επηρέασε τόσο που όταν έβαλα το γκολ ευχόμουν να με αντικαταστήσουν. Στο τέλος βέβαια έκανα πλάκα στα άλλα παιδιά, λέγοντας ότι ήταν η πρώτη φορά που σκόραρα και κανένας δεν πλησίασε για να με συγχαρεί»!

Η αποστολή της Γιουνάιτεντ έφυγε από το γήπεδο όπως ακριβώς ήρθε, με ισχυρή αστυνομική συνοδεία, και μόνο όταν η ομάδα έφτασε πίσω στη βάση της επήλθε χαλάρωση και ευθυμία για το σπουδαίο διπλό.

Κανένας δεν έμαθε ποτέ αν το τηλεφώνημα ήταν μια απλή φάρσα ή μια πραγματική απειλή για επίθεση που τελικά ματαιώθηκε.

Λίγες ώρες πριν, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου ο προπονητής της Νιούκαστλ Τζόι Χάρβεϊ, πίστεψε ότι είχε γράψει τον επίλογο αυτής της περίεργης ιστορίας. Απογοητευμένος ων από το αποτέλεσμα, έμπλεος μαύρου αγγλικού χιούμορ και χωρίς ίχνος πολιτικής ορθότητας ξεστόμισε το απίθανο: «Μακάρι να το είχαν πετύχει το κωλοπαίδι»!

Δεν ήταν όμως αυτή η τελευταία κουβέντα του story. Ο Μπεστ δεν άφηνε κάτι τέτοια να πέσουν κάτω: «Ευχαριστώ Τζόι: Αλλά η δική μου ήταν η μοναδική βολή που βρήκε στόχο όλο το απόγευμα…»