Γράφεις… ουφάδικα και αισθάνεσαι πως όλοι σε κοιτούν σαν… ούφο. Αναρωτιέσαι αν οι νέοι σήμερα ξέρουν πως έτσι ονόμαζαν οι κάποτε συνομήλικοί τους τα συνήθως ανήλια, σκοτεινά και ψιλοβρωμερά μαγαζιά που εμφανίστηκαν τη δεκαετία του ’80, απειλώντας τα ήθη της νεολαίας!
Οι καθώς πρέπει τα ονόμαζαν «σφαιριστήρια», μια σαχλή λέξη που δεν πλησίαζε ούτε κοντά στην αλήθεια. Ήταν ουφάδικα, βασίλεια γεμάτα καπνό, αναθυμιάσεις και… αλάνια. Και αυτά ήταν τα video games που μισούσαν, αλλά έπρεπε να έχουν απαραίτητα σαν κράχτες, οι ιδιοκτήτες των μαγαζιών που έβγαζαν το ψωμί τους με τα coin up των παιδικών μας χρόνων.
Τα τρία αναγκαία… κακά
Υπάρχουν αμέτρητα θρυλικά παιχνίδια εκείνης της εποχής. Ξεκινώντας από το παλαιολιθικό για τα σημερινά δεδομένα Space Invaders, η λίστα θα περιελάμβανε απαραίτητα Donkey Kong, Mario Bros, Street Fighter, Mortal Kombat, 1942, Cabal, Shinobi και δεκάδες άλλους τίτλους, ανάλογα με το πού προτιμούσε ο καθένας να σπρώξει τα κέρματά του. Όλα ήταν παιχνιδάρες. Με τρία συγκεκριμένα, όμως, μπορούσες (εφόσον μάθαινες τα κόλπα από τους παλαιούς θαμώνες) να περάσεις μια ολόκληρη ώρα με αντίτιμο ένα… εικοσάρικο. Παλαιό, πασοκικό εικοσάρικο. Ναι, με 20 δραχμές όλες κι όλες!
Και γι’ αυτό οι ιδιοκτήτες τα μισούσαν. Tetris, Pac Man και Arkanoid ήταν οι Rolls Royce των ουφάδικων. Παιχνίδια φτιαγμένα για αρχόντους, όχι για λινάτσες. Το κοινό χαρακτηριστικό τους (πέρα από τα χρώματα που αναβόσβηναν σαν παλαβά και απειλούσαν να σε φτάσουν στα όρια της επιληψίας) το ότι με ένα credit καθάριζες για ένα ολόκληρο απόγευμα.
Tetris
Τι παίρνεις αν συνδυάσεις το απαράμιλλο επίπεδο της Ακαδημίας Επιστημών της Σοβιετικής Ένωσης με το επιχειρηματικό δαιμόνιο της Δύσης; Μα φυσικά το πιο επιτυχημένο video game όλων των εποχών. Το… παιδί αυτού του ανίερου δεσμού ήρθε να τα διαλύσει όλα. Η arcade έκδοσή του είχε τα δικά της μυστικά (διαφορετικά από εκείνα άλλων εκδόσεων) και εκείνος που γνώριζε τα κόλπα μπορούσε να αράξει. Τουλάχιστον μέχρι τα κομμάτια να αρχίσουν να πέφτουν σαν τρελά. Ωστόσο, ακόμη και γι΄ αυτό υπήρχε λύση.
Αυτό το κάτι παραπάνω που χρειαζόσουν για να τα πας ακόμη πιο καλό ήταν υπομονή. Έπρεπε να αντισταθείς στην έμφυτη επιθυμία να κατεβάσεις γρήγορα με το μοχλό το κομμάτι που ερχόταν. Φαίνεται βαρετό (και στην πραγματικότητα ήταν) αλλά η διαφορά στις επόμενες πίστες ήταν Α-ΔΙΑ-ΝΟ-Η-ΤΗ. Ειδικά αν έπαιζες διπλό και ο αντίπαλός σου δεν είχε ιδέα γ’ αυτό. Τον παρατηρούσες να μαζεύει πόντους και να σε κοιτά σαν χαζό. Μέχρι να έρθουν τα… δύσκολα και να διαπιστώσει πως εσύ συνέχιζες λες και είχες αντοχές ντούρασελ και με κάποιο ξόρκι έκανες τα κομμάτια να πέφτουν αργά-αργά. Κι όλα αυτά με ένα τίμιο 20άρικο.
Extra hint: Παρά την δαιμονοποίηση των video game με το επιχείρημα πως κάνουν τα παιδιά ηλίθια, οι έρευνες για το Tetris λένε το αντίθετο. Σύμφωνα με αυτές, η δραστηριότητα του εγκεφάλου αυξάνεται σημαντικά, ενώ παίζοντας μισή ώρα την ημέρα (σαν… ψιλοάσχετος δηλαδή) ενισχύονται οι γνωσιακές λειτουργίες, όπως η κριτική σκέψη, η συλλογιστική και η δυνατότητα επεξεργασίας πληροφοριών. Αυτό να πείτε στη μάνα σας αν χρειαστεί.
Pac Man
Αν υπήρξε ποτέ ένα arcade που να αμφισβήτησε την πρωτοκαθεδρία του Tetris, αυτό ήταν το Pac Man. Κι εδώ το concept είναι απλοϊκό μέχρι αηδίας. Ένα κίτρινο στόμα καταπίνει τελείες προσπαθώντας να αποφύγει 4 φαντάσματα. Story line που μόνο σε ουφάδικα βγάζει οποιοδήποτε νόημα. Εφόσον έτρωγες τα νιάτα σου (και κάμποσα κέρματα), το Pac Man ήταν κάτι σαν ομόλογο μακράς ωρίμανσης. Μπορεί να αργούσες λίγο να τα καταφέρεις, αλλά μετά ήξερες πως με ένα τεμάχιο πέρναγες την πορθμειακή γραμμή Ζακύνθου-Κυλλήνης χωρίς να χρειαστεί να κάνεις οτιδήποτε άλλο.
Στις περίφημες μπλε πίστες υπήρχε το «σύστημα της γωνίας». Εκείνο το σημείο στο οποίο το κίτρινο στόμα ξαπόσταινε και τα φαντάσματα γύρναγαν σαν ηλίθια ζόμπι. Περνούσαν από μπροστά σου δίχως να σε παίρνουν χαμπάρι. Έτσι σου έδιναν τη δυνατότητα να στρίψεις τσιγάρο, να πας για κατούρημα, να γυρίσεις στην παρέα για να σε αποθεώσει ή για να δεις τα μούτρα του ιδιοκτήτη που έβλεπε ως τελική λύση για να ταΐσει και κανένας άλλος το μηχάνημα το να κατεβάσει την ασφάλεια. Ή ακόμη καλύτερα τον γενικό.
Extra Hint: Ωστόσο αυτό το κολπάκι ήταν από τις ελάχιστες στιγμές του παιχνιδιού που ο Ιάπωνας κατασκευαστής έδειχνε οποιαδήποτε εμπάθεια προς τον παίκτη. Είναι τόσο αδιανόητη η έννοια της ήττας φαίνεται σε αυτόν τον λαό που την αφαίρεσαν ακόμη και ως ενεδεχόμενο στο video game. Προφανώς οι μπαγάσες σκέφτηκαν: «Α, πουλάκι μου… Είσαι τόσο καλός που έφτασες εδώ; ΟΚ, για να δούμε τι θα κάνεις εδώ»…
Arkanoid
Όπως αναφέρεται και στην εισαγωγή του τίτλου, σε μια μελλοντική εποχή, το διαστημόπλοιο στο οποίο επιβαίνουμε είναι καταδικασμένο να καταστραφεί. Ο παίκτης (δηλαδή εσύ) ξεφεύγει με μια μικρή κάπσουλα και προσπαθεί με αυτή να δαμάσει το αχανές σύμπαν. Πώς αυτό μεταφράζεται σε ένα παιχνίδι όπου με μια μπάρα πετάς μπαλάκια και γκρεμίζεις τουβλάκια, δεν το καταλαβαίνει κανείς. Αλλά δεν έχει την παραμικρή σημασία.
Και σε αυτό το υπέροχο δείγμα γιαπωνέζικης παράνοιας, η ιστορία δεν έχει την παραμικρή σημασία. Εκείνο που κάνει τη διαφορά είναι το μεγαλείο της απλότητας. Αδιανόητα εθιστικό, αυτό το κράμα Pong και Space Invaders απευθυνόταν σε real players. Σε gamers που όφειλαν να γνωρίζουν τέλεια κάθε τους βήμα, ανάλογα με το level που θα βρισκόταν μπροστά τους. Ακούγεται απλό, αλλά δεν ήταν. Εφόσον έπιανες το νόημα, δεν σηκωνόσουν από τη θέση σου μέχρι να το μηδενίσεις ή να υπάρξει διακοπή ρεύματος. Αντίθετα από τους σκατόψυχους developers του Tetris, οι καλοί άνθρωποι της Taito προέβλεψαν κανονικό τέλος. Εκεί όπου υποτίθεται πως τελειώνει το ταξίδι μας στο διάστημα και ταυτόχρονα η αγωνία του ιδιοκτήτη του ουφάδικου για το πώς θα πληρώσει το νοίκι. Αν ήταν να περιμένει από τύπους που μηδενίζουν το Arkanoid θα είχε φαλιρίσει.
Extra Hint: Αν και σε πολλά «σφαιριστήρια» το παιχνίδι παιζόταν με τον κλασικό κοντόχοντρο κόκκινο μοχλό, η περίφημη ροδέλα ήταν όλα τα λεφτά. Αν δεν είχε ροδέλα, δεν έλεγε μία…