Ω, μα ελάτε τώρα που δε θυμάστε- αφήστε τα τώρα αυτά σ’ εμάς (σ.σ. όπου «εμάς», το Menshouse). Γινόταν κάπως έτσι: ο συμμαθητής μας που είχε γενέθλια την ερχόμενη Παρασκευή μας μοίραζε την Πέμπτη μετά το «Εμείς και ο Κόσμος» τις καλογραμμένες προσκλήσεις που είχε αγοράζει από τη «Ρεζέρβα».
Ήταν εκείνες που έλεγαν πάνω “The party is here” και μέσα ο (οσονούπω) εορτάζων, με καλλιτεχνικά γράμματα που θα έκαναν ακόμα και γιατρό με προχωρημένο πάρκινσον να συγκινηθεί, έγραφε «Με μεγάλη μου χαρά σε καλώ στο πάρτι που θα κάνω το Σάββατο στις 7 το απόγευμα στο σπίτι μου. Διεύθυνση…» και ούτω καθεξής.
Εμείς, υπό το φόβο να μας κολλήσουν την ταμπέλα του Δημήτρη Μελισσανίδη «Καβούρια», ξηλωνόμασταν κανονικά και αγοράζαμε στο φίλο μας ένα τετράδιο τεσσάρων θεμάτων με μπόλικες λευκές σελίδες, μιας και τι καλύτερο από το να πάρεις δώρο ένα τετράδιο σ’ έναν 12χρονο μαθητή που έχει γραμμένο το σχολείο στ’ αρχ…αιότερα υποδήματά του;
Η μεγάλη μέρα έφτανε, λοιπόν. Κανονίζαμε με τον Γιώργο, τον κολλητό μας, να περάσουμε από το σπίτι του να τον πάρουμε για να πάμε μαζί στο πάρτι μ’ ελαφρά καθυστέρηση, καθότι οι σταρ δεν σκοτώνονται να φτάσουν νωρίς, αλλά αργούν επίτηδες.
Μπαίναμε, όπως θα θυμάστε κι εσείς, στο σπίτι με ύφος Μάρλον Μπράντο στο Νονό όταν έχει «βαφτίσει» με αίμα όλους τους αντιπάλους του και αρχίζαμε τις χαιρετούρες. Στα κορίτσια απευθύναμε τον- ισομερώς πρόστυχο και ψαρωτικό- χαιρετισμό “Bitches” και μετά φροντίζαμε να βάλουμε μεταφορική (μ’ εξαίρεση εκείνη τη μια φορά που ξεχάσαμε ανοιχτό το φούρνο στο πάρτι του Σαράντη…) φωτιά στο σπίτι.
Ο οικοδεσπότης- που στο ενδιάμεσο είχε σημειώσει στο τετράδιο που του πήραμε «Να θυμηθώ να μην ξαναφωνάξω ποτέ τον τσιγκούνη στα γενέθλιά μου»- συνέδεε μ’ εκείνο το απαρχαιωμένο καλώδιο το κασετόφωνο με τα ηχεία και άρχιζε να μοιράζει ηχητικό πόνο.
«Ο Βασιλιάς της Σκόνης» για αρχή, «Λονδίνο, Άμστερνταμ ή Βερολίνο» στη συνέχεια για να ταυτιστούν όλα τα δωδεκάχρονα που μετά βίας είχαν κάνει ταξίδι μεγαλύτερο από το Θεσσαλονίκη- χωριό, «Σα να ’μουνα Σκορπιός» (ένα τραγούδι καθολικά αποδεκτό απ’ όλα τα ζώδια) ύστερα και ακολουθούσε το ξένο ρεπερτόριο.
«Λαμπάντα», “U Can’t touch this”, «Μακαρένα», το «Πεπέ» του πιτσιρικά Τζόρντι και μετά…
Και μετά είχε φτάσει η μεγάλη στιγμή: 30 πιτσιρίκια στριμωγμένα σ’ ένα χώρο 25 τετραγωνικών που ήταν η σαλονοκουζίνα του σπιτιού, με την αδρεναλίνη τους να ’χει χτυπήσει σκούρο κόκκινο λόγω της υπέρμετρης κατανάλωσης κόκα- κόλας, ήταν έτοιμα ν’ απογειώσουν το πάρτι και να γίνει εκεί μέσα της κολάσεως.
Ο Κώστας πατούσε το play, το κασετόφωνο μασούσε ελαφρώς την κασέτα στην αρχή, μετά ακουγόταν ένα «Χού-α!», άρχιζε λίγο να παίζει το μπιτάκι και τα ντεσιμπέλ έφταναν στο θόρυβο που κάνουν οι οπαδοί της Μπόκα Τζούνιορς όταν έχει μπει μόλις γκολ. Στη συνέχεια, σειρά είχαν οι δύο θεάρεστες, θαρρείς, λέξεις:
ΕΚ-ΣΤΑ-ΣΗ, ΕΚ-ΣΤΑ-ΝΟ!
Αυτό ήταν: άπαντες κοπανιόμασταν εκεί μέσα σαν καλοκουρδισμένες μαθητικές μηχανές που αντί για καύσιμο κατανάλωναν LSD, αγκαλιαζόμασταν, χορεύαμε τόσο ατσούμπαλα που θα κάναμε έξαλλο τον κριτή χορού Γιώργο Λιάγκα στο Dancing With The Stars και, το κυριότερο, ενώναμε τις φωνές μας για να «δολοφονήσουμε» τους στίχους του τραγουδιού.
«Tσικιτάν τσικιτίταν ταμ ταμ και τούμπαμ μπαμ κατούμπαμ και τέμπε τέμπε ταμ μπαμ μπαμ και τούμπα και τεμ! ΕΚΣΤΑΣΗ- ΕΚΣΤΑΝΟ!”- ή σχεδόν έτσι, δηλαδή, καθώς κανένας δεν ήξερε τι ακριβώς λέει το “Asi me gusta a mi” του Chimo Bayo που πρωτοκυκλοφόρησε το 1991 στην Ισπανία κι έγινε κολοσσιαία επιτυχία στην Ελλάδα 1-2 χρόνια αργότερα.
Όσο το εθιστικό μπιτάκι ακουγόταν στο βάθος και τα διάφορα «πορκέ» και «χούα» πατούσαν πάνω στο μουσικό του χαλί εναλλασσόμενα, η πιτσιρικαρία των 90s απ’ άκρη σ’ άκρη στη χώρα μας ένιωθε μια ανεξήγητη πληρότητα- ήταν το κομμάτι εκείνο που, περισσότερο από κάθε άλλο την συγκεκριμένη δεκαετία, μας έφερνε πιο κοντά με τους άλλους.
Με τον πρώτο μας έρωτα, ο οποίος δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια θολή φωτογραφία στο κέντρο της ασθενούς μας μνήμης.
Με τον «For Ever» κολλητό μας που, πλέον, έχουμε να τον δούμε περισσότερα από 10 χρόνια.
Με τον αγαπημένο μας δάσκαλο που μας είχε κάνει έκπληξη και είχε πεταχτεί για να μας πει ένα «Γεια» στο συγκεκριμένο πάρτι και μας είχε συγκινήσει.
Με την ίδια μας τη Νιότη που, πλέον, μοιάζει να έχει γεράσει.
Αν μας δινόταν η ευκαιρία να χτίσουμε μια φυλακή για τον ίδιο τον Χρόνο, τότε κατά πάσα πιθανότητα θα την «ντύναμε» μ’ ένα συγκεκριμένο τραγούδι και στα κάγκελα πάνω θα γράφαμε δύο και μόνο λέξεις:
Έκσταση.
Έκστανο.