Για λίγους και ψαγμένους: Το θρυλικό μπαρ - χρονοκάψουλα που σε γυρίζει στο 1958 (Pics)

Μια αυτόνομη κάψουλα στο τοπίο της πρωτεύουσας, που 60 χρόνια μετά «επιμένει» να διατηρεί φυλακισμένο το χρόνο

Όταν άνοιξε τις πόρτες του, ο άνθρωπος δεν είχε ταξιδέψει ακόμα στο διάστημα, η Εθνική Βραζιλίας δεν είχε κατακτήσει Παγκόσμιο Κύπελλο και ο Έλβις Πρίσλεϊ ετοιμαζόταν να καταταγεί στον αμερικανικό στρατό.

Αυτό που καθιστά βέβαια ιδιαίτερο το πιο παλιό μπαρ της Αθήνας δεν είναι ότι εκεί μέσα σύχναζαν o Κώστας Χατζηχρήστος, ο Βασίλης Αυλωνίτης, η Σοφία Βέμπο και οι αδελφές Καλουτά, αλλά ότι το θρυλικό «Au Revoir» παραμένει ίδιο και απαράλλακτο από την ημέρα που άνοιξε!

Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 η Πατησίων ήταν ένας από τους πιο λαμπερούς δρόμους της Αθήνας. Ζωντανή, αριστοκρατική, με θέατρα, κινηματογράφους ακόμη και τραμ να τη διασχίζει! Σήμερα, τίποτα δεν είναι το ίδιο, εκτός από ένα σταθερό σημείο αναφοράς.

«Άνοιξε ένα ωραίο μπαράκι στην Πατησίων αλλά μακριά από το κέντρο». Έτσι σύστησε η εφημερίδα «Μεσημβρινή» το Au Revoir στον αθηναϊκό κόσμο, όταν στις 10 Μαρτίου του 1958 έκανε εγκαίνια το μαγαζί που έμελλε να εξελιχθεί στο πιο ιστορικό μπαρ της Αθήνας.

Όσο κι αν μοιάζει απίστευτο, η διακόσμηση του Au Revoir δεν έχει αλλάξει στο ελάχιστο από εκείνη την ημέρα. Μπαίνοντας μέσα αισθάνεσαι σα να έχει σταματήσει το ρολόι στη δεκαετία του ‘60. Μια αυτόνομη χρονοκάψουλα στο τοπίο της πρωτεύουσας, όπου ακόμα και οι έννοιες vintage και ρετρό δεν αποδίδουν σε όλο το εύρος του το φαινόμενο.

Το άνοιξαν δύο αδέρφια, ο Θοδωρής και ο Λύσανδρος Παπαθεοδώρου, με την καταλυτική βοήθεια του μεγάλου αρχιτέκτονα της εποχής, Αριστομένη Προβελλέγιου, ο οποίος είχε ζήσει για αρκετά χρόνια στη Γαλλία και ήταν αυτός που ουσιαστικά «βάφτισε» το μαγαζί.

Ο Λύσσανδρος τον είχε γνωρίσει στο ξενοδοχείο «ΞΕΝΙΑ» των Δελφών, όπου εργαζόταν ως μπάρμαν. Όταν του εκμυστηρεύτηκε το όνειρο του να ανοίξει μπαρ, ο Προβελέγγιος προσφέρθηκε να το δημιουργήσει ο ίδιος και να ανταμειφθεί μόνο αν η επιχείρηση πήγαινε καλά. «Βρες τον χώρο κι εγώ θα σε βοηθήσω. Με ξεχρεώνεις σιγά σιγά, όταν στρώσει η δουλειά», του είπε.

Ποτέ δεν μάθαμε αν τον ξεχρέωσε. Αυτό που ξέρουμε μετά βεβαιότητας είναι ότι η δουλειά… έστρωσε.

Έως και σήμερα η φωτογραφία του Προβελέγγιου δεσπόζει δίπλα στα μπουκάλια της κάβας – σαν ένα εικόνισμα που απεικονίζει τον «προστάτη» του χώρου.

Τα πάντα, από την άψογη οροφογραφία, τη γεωμετρία και τη διάταξη των επίπλων, μέχρι τους ψάθινους τοίχους και φωτιστικά, έχουν παραμείνει απαράλλαχτα, όπως τα σχεδίασε ο σπουδαίος αρχιτέκτονας στα τέλη του 1957.

Στο μπαρ συναντάς σκούρα χρώματα και αρκετό ξύλο, πίνακες του εικαστικού Γιώργου Σιούντα (που ήταν ένας από τους καλύτερους πελάτες) και προπάντων το σήμα – κατατεθέν, τον ανάγλυφο πάγκο από σκυρόδεμα, που πολλές φορές λειτουργούσε –και λειτουργεί- σαν… εξομολογητήριο ανάμεσα στους θαμώνες. Ο (ημι)φωτισμός, ο διάκοσμος και φυσικά η μουσική (κυρίως jazz) είναι όπως τότε…

Είναι τόσο ευλαβική η διαφύλαξη της παράδοσης, ώστε το Au Revoir να μνημονευθεί από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο ως «σημαντικό και σπάνιο δείγμα διαμόρφωσης εσωτερικού χώρου του ύστερου μοντέρνου κινήματος στην Ελλάδα», καθώς δεν έχει αλλοιωθεί στο ελάχιστο η αρχική μορφή και αρχιτεκτονική του.

Πέραν της πολυπολιτισμικής και πολυσυλλεκτικής διάστασης που απέκτησε, το Au Revoir έγινε τόπος συνάθροισης ανθρώπων της τέχνης και των γραμμάτων. Για παράδειγμα, μεταξύ των θαμώνων του ήταν ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο Δημήτρης Ψαθάς, η Μάρω Κοντού και ο Μίμης Τραϊφόρος.

Ο Ηλιόπουλος πήγαινε πολύ συχνά μετά το θέατρο, όπου τον περίμενε εκεί η αγαπημένη του μακαρονάδα. Ο Ψαθάς έχει εμπνευστεί από μια ιστορία (απιστίας…) εντός του μπαρ, την οποία και έκανε χρονογράφημα. Και ο Φρανκ Σινάτρα ήπιε το ποτό του εκεί, όταν το 1962 ήρθε στην Ελλάδα για δύο συναυλίες στο Ηρώδειο!

«Εκείνος που τον συνόδευε ήταν γνωστός μας. Έφερε το δικό του μπουκάλι Jack Daniel’s αλλά στο τέλος άφησε φυσικά, ένα γενναιόδωρο φιλοδώρημα», θυμάται ο Λύσανδρος Παπαθεοδώρου.

Ο κύριος Θόδωρος συνταξιοδοτήθηκε το 2000 και ο Λύσσανδρος κράτησε το μπαρ έως το 2011, οπότε και ανέλαβε ο γιος του, Σωτήρης, αποτρέποντας το πωλητήριο.

Εξήντα χρόνια μετά τους πρώτους ήχους τζαζ που ακούστηκαν πίσω από τη ρετρό βιτρίνα του, το Au Revoir παραμένει προσκολλημένο στο ένδοξο παρελθόν του. Αδιαφορώντας πεισματικά για το ότι… όλα τριγύρω αλλάζουν, έχει καθιερωθεί στις συνειδήσεις των «πιστών» του ως ένα πολιτισμικό μνημείο, που έχει «φυλακίσει» το χρόνο.

Σαν ένα παλιό μπαούλο ή ένα συλλεκτικό βινύλιο, η αξία του παραμένει νοσταλγικά διαχρονική…