Βλέπεις το πρόσωπό σου στον καθρέφτη. Επίμονα. Το είδωλό σου σε κοιτάζει με μάτια ελαφρώς κουρασμένα (καταραμένες απλήρωτες υπερωρίες), με ορισμένες αρκετά βαθιές ρυτίδες, σαν ιδιόμορφες ρίζες, να ξεκινούν από τις άκρες τους και ν’ απλώνονται στο υπόλοιπο πρόσωπό σου (ευχαριστώ πολύ, Χρόνε) και με μια «ασθενή» γκριζαρισμένη τούφα μαλλιών να σχηματίζει ένα τελικό σίγμα στο κέντρο του μετώπου (τουλάχιστον δεν είμαι και τόσο φαλακρός).
Ας το παραδεχτούμε δημοσίως: ακόμα και η λατρεμένη σου μαμά- που σε φωνάζει, ακόμα και τώρα, στα 40κάτι σου, «Μωρό μου»- θα δυσκολευόταν να σε αποκαλέσει «τζόβενο», εκτός κι αν είχε διάθεση να σε τρολάρει. Το ξέρεις και ο ίδιος- πλησιάζεις με ταχύ βήμα, όπως συμβαίνει πάντα, δηλαδή, όταν ξεκινάς να βαδίζεις στην χρονική κατηφόρα, στο να χτυπήσεις δειλά- δειλά την πόρτα της μέσης ηλικίας.
Αίφνης, αποφασίζεις ν’ αναβάλεις για λίγο την εγγραφή σου στο πλησιέστερο ΚΑΠΗ. Θέλεις να νιώσεις ξανά νέος, διάολε, και να θυμηθείς πώς είναι να σε φωνάζουν και πάλι «Μπερ» (εκ του «Μανιώδης clubber»).
Έτσι, κατεβάζεις από το πατάρι εκείνη την κούτα που έχει μέσα παλιά άλμπουμ με φωτογραφίες. Με το που την ανοίγεις, πέφτει στα χέρια σου ένα flyer- ενθύμιο, μοιάζει πια, μιας προπολεμικής εποχής- που γράφει πάνω “Cyber Funk” κι αισθάνεσαι ένα απόκοσμο, σχεδόν, ρεύμα να σε χτυπά.
Στο μυαλό σου, εντελώς απροειδοποίητα, έρχεται μια φράση (Την άκουσες στην τηλεόραση; Τη διάβασες σε κάποιο βιβλίο; Σ’ ένα περιοδικό; Ποιος ξέρει…):
«Τα ενθύμια σε κάνουν να αισθάνεσαι τόσο υπέροχα γέρος και λυπημένος»
Ακόμα, όμως, δεν υπάρχουν ενθύμια. Τα πάντα είναι «τώρα» και το γκρίζο, ενήλικο μέλλον δεν υπάρχει καν σαν σκέψη στο μυαλό σου. Είναι καλοκαίρι του 1995 κι ένας συμφοιτητής σου στη φιλοσοφική σού λέει πως εφόσον τα πάντα ρει και τίποτα δε μένει το ίδιο, έφτασε η ώρα να δοκιμάσετε κι εσείς κάτι καινούργιο.
«Τι είναι αυτό, Ηράκλειτε;», ρωτάς τον φίλο σου τον Αριστοτέλη και αυτός σου εξηγεί πως στο αεροδρόμιο έχει ανοίξει ένα κλαμπ που ονομάζεται +SODA κι έχει ακούσει αρκετά καλά λόγια.
Χωρίς δεύτερη σκέψη (ποιος, αλήθεια, κάνει δεύτερες σκέψεις στα 20 του;) απαντάς με το αντίθετο του «έξω» (spoiler alert: «μέσα), παίρνετε ένα ταξί και λίγο αργότερα βρίσκεστε σ’ έναν προσεγμένο χώρο μεν, με λίγο κόσμο δε.
«Ωραίο, αλλά ψιλονέκρα», είναι η ετυμηγορία σου.
Πού να ’ξερες πως η σπίθα της «ζωής» μόλις είχε ανάψει…
«Τίποτε δεν ζωντανεύει το παρελθόν πιο αποτελεσματικά από μια μυρωδιά που έχει συσχετισθεί μ’ αυτό»
Πώς μπορείς, αλήθεια, να ξεχάσεις εκεί την ιδιαίτερη μυρωδιά; Ήταν η οσμή της αέναης, στα μάτια σου, προσμονής να καταφέρεις να μπεις μέσα: το +SODA είχε μεταφερθεί- κατόπιν σκέψης του ιδιοκτήτη του Μπάμπη Μουζάκη- στο ΑΤΟΜΟ για να βρει τη χειμερινή του στέγη και αποτελούσε, εξαρχής, το πιο «εναλλακτικό» κλαμπ της Αθήνας.
Μαζί σου, στην ουρά, περιμένουν πάσης φύσεως νεαροί και κοπέλες, με την αδημονία τους να κάνει κάθε λεπτό και νέο ατομικό ρεκόρ. Στόχος τους, φυσικά, να βρεθούν οσονούπω εντός του κλαμπ και να ξεβιδωθούν εντέχνως στο χορό.
Φτάνει η σειρά σου. Αγχώνεσαι. Κακώς- face control και «σκληρή» πόρτα δεν υπάρχει. Χρειάζεται να είσαι, μόνο, στοιχειωδώς καλά ντυμένος. Σου κάνουν νεύμα να περάσεις.
Μπαίνεις.
Μπαίνεις.
Ω, φίλε μου, θέλεις να σου πω μια μεταμεσονύκτια ιστορία διασκέδασης;
«Πόσο μακριά φαίνονται τ’ αστέρια και πόσο μακριά είναι το πρώτο μας φιλί, και αχ, πόσο γερασμένη η καρδιά μου»
Τότε, όμως, εκείνο το βράδυ αισθάνεσαι πως μπορείς ν’ απλώσεις μοναχά το χέρι σου και να πιάσεις τ’ αστέρια (Η ενέργεια της νιότης σε γεμίζει καμιά φορά με θελκτικές παραισθήσεις), ενώ το πρώτο σου φιλί με την τότε κοπέλα σου έρχεται εκεί, στο «παραληρηματικό» +SODA.
Όσο για την καρδιά σου; Απέχει πόρρω από το να θεωρηθεί γερασμένη: χτυπάει όπως μόνο στα 20 μπορεί, με το αίμα- αναμεμειγμένο με ωκεανούς, είναι η αλήθεια, αλκοόλ- να τρέχει με ξέφρενους ρυθμούς προς κάθε σημείο του κορμιού σου.
Στα dekcs o Ζωγόπουλος, η Lefki, η Χαροκόπου και αρκετοί ακόμα χτίζουν με χειρουργική ακρίβεια ένα ξέφρενο up-tempo προφίλ του μαγαζιού με τις μουσικές τους κι εσύ «χτυπιέσαι» όπως, έχεις την αίσθηση, συνέβαινε αποκλειστικά στα 90s.
Βρίσκεσαι στο νούμερο 1 κλαμπ της πόλης. Φοιτητής. Με την κοπέλα σου, την παρέα σου και συμπαθείς γνωστούς- αγνώστους να σε περιτριγυρίζουν κι έχεις πιει (εσύ αλκοόλ, για τους άλλους δεν παίρνεις όρκο…) τόσο, που σε πιθανό αλκοτέστ αργότερα μάλλον θα σου απονείμουν το χρυσό μετάλλιο.
Ποιος είναι ο ανόητος που είπε ότι η ζωή δεν είναι ωραία;
«Πάρε από τους βωμούς του παρελθόντος τη φωτιά, όχι τις στάχτες»
Γύρω σου «πομπώδεις» φλουό γούνες κι εκείνα τα υπέροχα δίπατα sneakers τα οποία μόνο αν μεγάλωσες 2.5 δεκαετίες πίσω μπορείς να εκτιμήσεις. Τα φωτορυθμικά να προκαλούν ελεγχόμενη ζάλη, το μπάσο ωρύεται και η νύχτα φέγγει περισσότερο κι από τηλαυγή μέρα.
Η ηλεκτρονική μουσική παρασύρει τους πάντες στην Ερμού 161 σ’ ένα ξέφρενο πάρτι δίχως φρένα, η Ιωάννα Αναγνωστοπούλου- η θρυλική πορτιέρισσα του +SODA- έχει μπει κι αυτή μέσα για να δει «τι παίζει» και σταρ της τηλεόρασης, αθλητές, ηθοποιοί, τραγουδιστές, παρουσιαστές (που να πάρει, άπαντες) περνούν από τον απόλυτο ναό της νυχτερινής διασκέδασης στην Αθήνα.
Το αξέχαστο βράδυ με τον LTJ Bukem να δίνει το ρυθμό χαράσσεται στο μυαλό σου σαν ανεξίτηλο νοητό τατουάζ και οι δείκτες του ρολογιού για μια πενταετία, σχεδόν, σταματούν να κινούνται- η ώρα έχει κολλήσει στο «απόψε».
Έπειτα, ο κόσμος αρχίζει να στρέφεται περισσότερο στα μπουζούκια και ν’ αναζητά διαφορετικούς τρόπους διασκέδασης, ο Μουζάκης το καλοκαίρι του 1999 πουλάει το μερίδιό του και μετά από έναν σκάρτο χρόνο το πιο ανατρεπτικό μαγαζί της Αθήνας κλείνει.
Πίσω, μένει μόνο η στάχτη.
Όμως, διάολε, ποιος μπορεί να ξεχάσει εκείνη τη φωτιά;
«Η ευτυχία δεν είναι κάτι που βιώνεις, αλλά κάτι που θυμάσαι»
Πόση ώρα είσαι έτσι, να κοιτάς το flyer και να χορεύεις ερωτικό βαλς με τις αναμνήσεις; Θα μπορούσε να έχει περάσει μόλις ένα λεπτό ή ακόμα και μία ώρα.
Τα μαλλιά σου παραμένουν ελαφρώς γκρίζα, οι ρυτίδες μοιάζουν ν’ αγκαλιάζουν τρυφερά τα μάτια σου και η κούραση έχει γαντζωθεί στο, όχι και τόσο σφριγηλό πια, κορμί σου. Ωστόσο, το Plus SODA και τα 90s, η αθηναϊκή νύχτα στην καλύτερη βερσιόν της, αρνούνται να σ’ εγκαταλείψουν.
Κάθεσαι κάτω, κλείνεις τα βλέφαρα και συνεχίζεις να σκέφτεσαι- μέχρι να σου επιτεθεί μια αγέλη από υποχρεώσεις- την πιο ανέμελη περίοδο της ζωής σου. Την Ερμού. Το αγαπημένο σου κλαμπ. Τον κόσμο που διασκέδαζε.
Το κάνεις για λίγο.
Έπειτα για λίγο ακόμα.
Μετά, για λίγο περισσότερο.
Η ευτυχία δεν είναι κάτι που βιώνεις, αλλά κάτι που θυμάσαι.
Άραγε, αλήθεια, θυμάσαι;