Αφήστε στην άκρη την καθημερινότητά σας, τώρα που έχετε προχωρήσει «βαθιά» στα 30κάτι και φλερτάρετε ξεδιάντροπα με τα πρώτα –άντα. Ξεχάστε το αυριανό μίτινγκ στη εταιρία και πείτε στο αφεντικό σας να πάει να γα…ληνέψει λίγο την ψυχούλα του, μακριά από τους προβληματισμούς της δουλειάς.
Ξεχάστε για λίγο τη γυναίκα σας, το γιο σας και την κόρη σας (προσωρινά εννοούμε, όχι να τους εγκαταλείψετε- αυτό είναι κατακριτέο), τους λογαριασμούς που έχετε να πληρώσετε, το σούπερ μάρκετ που πρέπει να πάτε. Διάολε, αφήστε ακόμα και το υπέροχο NBA 2K18, αυτό το αψεγάδιαστο σύγχρονο ηλεκτρονικό διαμάντι.
Κι ελάτε να γίνουμε και πάλι παιδιά. Να γυρίσουμε πίσω στο πατρικό μας σπίτι, εκεί γύρω στην εποχή του δημοτικού/ γυμνασίου, που τ’ απογεύματα δίναμε ραντεβού με τους φίλους μας χωρίς να μεσολαβήσουν 350 inbox στο Facebook τη διάρκεια της ημέρας («Αύριο την ίδια ώρα εδώ, έτσι;») και όλοι μαζί ξεκινούσαμε την απογευματινή μας βόλτα.
Ας κλείσουμε τα μάτια και ας κάνουμε τη νοητή μετάβαση σε μια εποχή που φωνάζαμε…
Boom-shaka-laka!
Ο Μάκης, που ήταν ο πιο γρήγορος απ’ όλους, έτρεχε σαν βραδυκίνητο φως προς το μέρος του με το που πατούσατε το πόδι σας στο ουφάδικο της γειτονιάς.
Κάποιος φώναζε «Όχι πάλι ρε φίλε!», ο Γιώργος τον παρακαλούσε να πάει να παίξει Shinobi σήμερα και να το αφήσει ελεύθερο, ο Τόλης του έλεγε πως γαμιέται δεν είναι καλό παιδί κι εσύ, κατά την προσφιλή σου τακτική, πήγαινες κι έπαιζες για ξεκάρφωμα Golden Axe.
Μετά από λίγο, όμως, το απόλυτο παιχνίδι έμενε ελεύθερο, καθώς ο Τόλης έπαιζε ξύλο με τον Μάκη (που άκουσε με χρονοκαθυστέρηση τι του είχε πει ο φίλος του) και ο Γιώργος με τον κάποιον πήγαιναν να τους χωρίσουν.
Έτσι, έφτανες μπροστά του αισθανόμενος το ίδιο ρίγος κάθε φορά. Έγραφε “Insert Coin” στην οθόνη κι εσύ έβαζες ένα πενηνταρικάκι (δραχμές, όχι ευρώ- να παίξεις ήθελες, όχι να το αγοράσεις).
NBA JAM!, σε καλωσόριζε μετά το τάισμα.
Εδώ είμαστε ρε φίλε.
Εδώ.
From down town!
Διάλεγες γι’ αρχή Κεμπ- Σρεμπφ από τους Σιάτλ Σουπερσόνικς. Σου άρεσαν οι alley- oop από τον Γερμανό στον τύπο με το 40 και να σπας τα στεφάνια, με το ταμπλό να δοκιμάζει τις αντοχές του.
Κανόνες δεν υπήρχαν: μπορούσες να ρίξεις ανελέητα όσο ξυλίκι ήθελες (συνήθως έκλεβες την μπάλα), να βγεις εκτός γραμμών και κανείς να μη δώσει σημασία, να κάνεις 2-3-4-5-6- Shaqtin’ A Fool βήματα και να θεωρηθεί νόμιμο, να κοπανήσεις ακόμα και τον ίδιο σου τον συμπαίκτη.
Στον αγώνα έπαιζαν αυστηρά 2 παίκτες εναντίον 2 και τα γραφικά για την εποχή τους (πρώιμα 90s) ήταν κάτι παραπάνω από εντυπωσιακά.
Έτσι, έβαζες ακόμα ένα κέρμα για να πάρεις Στόκτον- Μαλόουν.
Κι ακόμα ένα.
Κι ακόμα ένα.
Μέχρι που ο πατέρας σου βρισκόταν με δύο υποθήκες στο σπίτι χωρίς να το πάρει χαμπάρι.
He’s on fire!
Από ένα σημείο και μετά ο Ρέτζι Μίλερ της Ιντιάνα έπαιρνε αγωνιστική φωτιά και άρχιζε να τα «κολλάει» από παντού- ακόμα και από τη μία μπασκέτα στην άλλη. Ο Κώστας- ο κολλητός σου στα 13, με τον οποίον φορούσατε μενταγιόν “Best Friends For Ever” και έχεις να του μιλήσεις από το 1999- είχε πάρει Ντομινίκ Ουίλκινς και κάρφωνε από το τρίποντο, με τον εκφωνητή να τρελαίνεται και να ουρλιάζει (η αλλοιωμένη του φωνή έμοιαζε να βγαίνει από το βάθος ενός πηγαδιού- μην ξεχνάμε πως μιλάμε για το 1993).
Ο Πίπεν πατούσε το τούρμπο και χανόταν στον αιφνιδιασμό, όμως δεν είχε προσέξει πως από πίσω του ερχόταν ο Ρικ Σμιτς και…
Rejected!
Εκκωφαντική τάπα με την μπάλα να καταλήγει στην 6η σειρά των κερκίδων και πάμε γι’ άλλα. Στο μαγαζί επικρατούσε χαμός, μια τεράστια ουρά από συνομήλικούς σου είχε μαζευτεί πίσω από σας που καθόσασταν σ’ αυτά τα άβολα ξύλινα σκαμπό και να, ο Σακίλ έπαιρνε την πάσα από τον Πένι Χάρνταγουεϊ, οι Μάτζικ εκδήλωναν υποδειγματικά το σύστημα «Η-μπάλα-στο-κτήνος-για-να-καρφώσει» και το δύσμοιρο στεφάνι αμφέρρεπε μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας πριν θρυμματιστεί.
Στην επόμενη φάση ο εκφωνητής έλεγε “For two” στο (ανέλπιστο) σουτ του Κούκοτς, η μπάλα γυρνούσε 22 φορές γύρω- γύρω πριν καταλήξει στο διχτάκι που, αυτομάτως, φλεγόταν και έμενε μισό!
Ο Γιούιν και ο Σταρκς της Νέας Υόρκης περίμεναν καρτερικά την σειρά τους να τους διαλέξετε, ο Μπάρκλεϊ στο Φοίνιξ το ίδιο, κι εκεί, ανάμεσα σε φωνές, υστερίες, γέλια και αδιάλειπτο χαβαλέ, ο χρόνος έμοιαζε να λιώνει σαν κερί που ξεχάστηκε αναμμένο περισσότερο απ’ όσο πρέπει.
Ήσασταν, βλέπεις, όλοι σας on fire.
Is it the shoes?
Από ένα σημείο και μετά το NBA Jam- το πιο σπιντάτο μπασκετάκι που βγήκε ποτέ- έπαυε να είναι απλό arcade game και γινόταν μανία.
Όλοι μας ψάχναμε να βρούμε τον τρόπο να ξεκλειδώσουμε τον Τζόρνταν (υπήρχε, τελικά, τρικ για να πάρεις τον Air), να εμφανίσουμε τις «κρυφές» ομάδες, να παίξουμε σε αυτοσχέδιες λίγκες που εμείς φτιάχναμε, να πάρουμε τον Μάτζικ Τζόνσον και ιερά τέρατα του- πρόσφατου τότε- παρελθόντος.
Πολλές φορές στον ενθουσιασμό μας κάναμε ένα ugly shot ή ακούγαμε τον σπίκερ να μας παρακινεί, σχεδόν, να Put up a brick, όμως δεν είχε καμία απολύτως σημασία: εμείς θα παίζαμε μέχρι να ξεμείνουμε από λεφτά ή μέχρι να έρθει η μητέρα μας, σε κατάσταση που θύμιζε έντονα τη Μήδεια, να μας μαζέψει από «τα ηλεκτρονικά».
Το κράμα εφηβείας- ΝΒΑ Jam- κολλητοί- ουφάδικα ήταν πραγματικά ακαταμάχητος συνδυασμός και οι ήχοι των πλήκτρων του παιχνιδιού σε καλούσαν, σαν άλλες Σειρήνες, να πας κοντά τους κάθε μέρα.
Κι εσύ, μαγεμένος, πήγαινες. Πώς θα μπορούσες να μην το κάνεις, άλλωστε;
Ακόμα και σήμερα, μια 25ετία αργότερα, όταν το σκέφτεσαι μειδιάς αυτομάτως κι αισθάνεσαι μια ζεστασιά στην καρδιά. Ήταν το καλύτερο μπασκετάκι που παίξαμε ποτέ.
Αν θέλεις, μείνε λίγο ακόμα- το 2018 μπορεί να περιμένει. Έλα να παίξουμε ένα ματσάκι, ρε φίλε. Δε χρειάζεται να κάνεις πολλά για ν’ αρχίσει η μαγεία, μονο ένα πράγμα.
Insert coin.