Κυριακή μεσημέρι. Οι μυρωδιές του φαγητού της μάνας σου είχαν κατακλύσει από νωρίς το σπίτι.
Είχες κάνει (υποτίθεται) τα μαθήματά σου, είχες πεταχτεί στο πρακτορείο να ρίξεις ένα ΠΡΟ-ΠΟ του πατέρα σου (με έξι διπλές και κόστος 1.260 δραχμές) και πλέον μετρούσες αντίστροφα.
Από την ώρα που καθόσουν μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια στο τραπέζι μέχρι την ώρα που θα σηκωνόσουν ένα μόνο πράγμα υπήρχε στο μυαλό σου:
Τα παιχνίδια της αγωνιστικής στο πρωτάθλημα!
Αφού έτρωγες λοιπόν βιαστικά, με την τελευταία μπουκιά του κοκκινιστού κυριολεκτικά στον λαιμό σου ακόμα, πεταγόσουν ελατήριο από την καρέκλα:
Αν η ομάδα σου έπαιζε εντός έδρας, για να πας στο γήπεδο παρέα με τον πατέρα σου.
Αν όμως η ομάδα σου έπαιζε εκτός έδρας (ή εντός αλλά για τον οποιονδήποτε λόγο δεν μπορούσατε να πάτε εκείνη τη μέρα) η λύση ήταν μια:
ΡΑΔΙΟΦΩΝΑΚΙ!
Σίγουρα όμως ένας από τους βασικότερους ήταν η μυσταγωγία του ν’ ακούς το παιχνίδι της ομάδας σου στο περιβόητο τρανζιστοράκι.
Με όλα τα παιχνίδια της αγωνιστικής να ξεκινούν ταυτόχρονα το μεσημέρι της Κυριακής (εκτός από το «καλό» που γινόταν απόγευμα και το έδειχνε η τηλεόραση) το να μεταφερθείς νοερά στο γήπεδο ήταν μονόδρομος σε περίπτωση που δεν μπορούσες να βρεθείς στην εξέδρα.
Βέβαια η αλήθεια είναι ότι και στο γήπεδο όταν πήγαινες, κουβαλούσες ενίοτε ραδιοφωνάκι.
Όχι μόνο για να ενημερώνεσαι τι κάνουν οι άλλες ομάδες, αλλά γιατί γούσταρες να γίνεσαι το επίκεντρο της εξέδρας και να σε ρωτούν όλοι τι γίνεται στα υπόλοιπα ματς.
Όπως και να ‘χει όμως, το ότι είχες μονάχα ήχο και όχι εικόνα του τι γίνεται στο παιχνίδι δεν ήταν απαραίτητα άσχημο. Είχε τη δική του μαγεία. Σ’ έκανε να νιώθεις περισσότερο το ματς.
Καταρχάς ανέβαζες θερμοκρασία ακόμα κι όταν η περιγραφή δεν γινόταν από το γήπεδο της δικής σου ομάδας.
Άκουγες ιαχές «γκολ» από άλλο γήπεδο (αφού τα μικρόφωνα ήταν ανοιχτά παντού ώστε να μπορεί να παρέμβει άμεσα ο εκάστοτε σπίκερ) και η καρδιά σου έπαιζε ταμπούρλο:
Ήταν από τον δικό μας αγώνα; Κι αν ήταν, το βάλαμε ή το φάγαμε; Τα δευτερόλεπτα που μεσολαβούσαν μέχρι να μάθεις ήταν βασανιστικά, αλλά συναρπαστικά.
Έπειτα έπλαθες το παιχνίδι όπως ήθελες εσύ στο μυαλό σου. Μέσω του σπίκερ έφτιαχνες μια δική σου πραγματικότητα.
Γιατί αυτό που έκανε τότε ο σπίκερ ήταν πραγματικά λειτούργημα. Τα λόγια του (ως μόνου μέσου να μάθεις εκείνη την ώρα τι γινόταν στο γήπεδο) ήταν ευαγγέλιο. Γι’ αυτό φρόντιζε να σε βάλει -όσο περισσότερο μπορούσε- μέσα στο γήπεδο.
Πριν τη σέντρα λοιπόν και αφού είχε μετρήσει πρόχειρα την προσέλευση του κόσμου, σε κατατόπιζε για το τι χρώματα φοράει κάθε ομάδα. Σε ποια εστία (βάσει της τοποθεσίας του γηπέδου) σουτάρει.
Και κάπου εκεί τα πραγματικά γεγονότα άρχιζαν να αναμειγνύονται γοητευτικά με την υπερβολή. Η κανονική δράση να περιχύνεται από (αναπόφευκτες) «σάλτσες».
Κι εσύ με τα μάτια γουρλωμένα και τ’ αυτιά τεντωμένα να κρέμεσαι κυριολεκτικά από το ραδιοφωνάκι.
Διότι αν ο σπίκερ ήταν πολύ ζωηρός και υπερβολικός, τα δέκα χρόνια ήταν ο μίνιμουμ χρόνος που έχανες από τη ζωή σου κατά τη διάρκεια του 90λεπτου.
Ήταν η μπάλα στη σέντρα κι εσύ πίστευες ότι είναι στη γραμμή του τέρματος -έτοιμη να τη σπρώξει κάποιος μέσα.
Γινόταν ένα απλά δυνατό μαρκάρισμα κι εσύ είχες συμπεράνει ότι επρόκειτο για καθαρή απόπειρα δολοφονίας.
Και φυσικά παιχνίδι στο οποίο η ομάδα σου ήταν μπροστά στο σκορ και προσπαθούσε να το κρατήσει ως τη λήξη ένιωθες ότι δεν λήγει ΠΟΤΕ!
Ότι η περιοχή σας βομβαρδίζεται από παντού. Ότι οι άλλοι (για κάποιον ανεξήγητο λόγο) μοιάζουν να παίζουν με παραπάνω παίκτες. Και ότι το μοιραίο ήταν απλά θέμα χρόνου να έρθει.
Όσο για τις αμφισβητούμενες φάσεις, ο σπίκερ (ήθελε-δεν ήθελε) έπρεπε να πάρει θέση. Δεν υπήρχε η τηλεοπτική πολυτέλεια/υπεκφυγή «μπορείτε να δείτε τη φάση και να βγάλετε τα συμπεράσματά σας».
Το καλύτερο όμως (όπως συμβαίνει σε κάθε μορφή παρακολούθησης αγώνα) ήταν όταν έμπαινε γκολ. Γιατί το έφτιαχνες υπέροχο στο μυαλό σου!
Ακόμα κι αν ήταν ένα τζούφιο σουτ που κόντραρε και κατέληξε στα δίχτυα, μόνο το βράδυ που έβλεπες τις φάσεις στην «Αθλητική Κυριακή» συνειδητοποιούσες ότι ίσως και να είχες υπερβάλλει λιγάκι.
Όχι βέβαια ότι σ’ ενδιέφερε και πολύ. Η πραγματικότητα σπανίως μπορούσε να χαλάσει την υπέροχη εικόνα που το ραδιοφωνάκι είχε φτιάξει μέσα σου. Και την επόμενη Κυριακή την ίδια ώρα ένα ήταν σίγουρο:
Με τ’ αυτί κολλημένο στο ηχείο, η θρυλική μουσική από το «Μικρόφωνο στα γήπεδα» (με Κώστα Μότση, Ηρακλή Κοτζιά και Σήφη Βοτζάκη) θα σ’ έκανε ν’ ανατριχιάσεις ακριβώς όπως το καταφέρνει και σήμερα…