Αν ζούσε σήμερα ο Βίνσεντ Βαν Γκογκ πιθανότατα να αναρωτιόταν προς τι όλος αυτός ο ντόρος γύρω από τη ζωή του. Αν ζούσε ίσως και να απεχθανόταν όλους αυτούς τους επαίνους. Μπορεί να και να μην τους καταλάβαινε. Αν ζούσε βέβαια θα είχε γράψει ιστορία γιατί θα ήταν περίπου 150 χρονών, οπότε ας αφήσω τα αν. Ώρα για αυτά που δεν βασίζονται σε υποθετικούς συνδέσμους.
Ενάμιση χρόνο μετά το Loving Vincent, έχουμε άλλη μια ταινία που επικεντρώνεται στα ζόρικα στάδια της ζωής του Βαν Γκογκ. Στάδια που έμελλε να είναι και τα τελευταία της ενσώματης ζωής του γενικότερα. Και λέω ενσώματης γιατί δίχως σώμα ο Βίνσεντ δεν έπαψε ποτέ να είναι παρών. Η Έναστρη Νύχτα, Το Πορτρέτο του Γκασέ, Η Καρέκλα του Γκογκέν, Το Δωμάτιο στην Αρλ και οι τόσοι ακόμα πίνακες του εμπότισαν την τέχνη και τη ζωή αυτές τις δεκαετίες.
Ακόμα και το μυστήριο γύρω από την τραγική του κατάληξη λειτούργησε προς τέρψιν της υστεροφημίας του. Στο Loving Vincent υιοθετήθηκε η κρυφή αλήθεια του πυροβολισμού του από την ερωμένη του και κόρη του Γκασέ. Στο At Eternity’s Gate που φέρνει την Πέμπτη στις αίθουσες η Odeon υιοθετείται το μέχρι πριν λίγα χρόνια κυρίαρχο σενάριο.
Ελάχιστη σημασία όμως έχει αυτό. Εκείνο που μετράει στην Πύλη της Αιωνιότητας είναι αυτό που σου χαρίζει απλόχερα. Μιλάμε για μια από τις πλέον ισχυρές και προσήκουσες θα έλεγα εμπειρίες των τεχνών. Ο Τζούλιαν Σναμπέλ δεν σκηνοθετεί μια ταινία. Σκηνοθετεί έναν καμβά. Ζωγραφίζει και μας ξεναγεί σε κάθε σημείο της δημιουργίας. Μια πινελιά εδώ, μια πινελιά εκεί.
Δεν είναι τυχαίο ότι κι ο ίδιος είναι ζωγράφος, ενώ σκηνοθετικά έχει ακολουθήσει έναν πολύ διακριτικό δρόμο τα τελευταία 20 χρόνια με ελάχιστες ταινίες. Δεν ήταν ο σκοπός του κάποια καθιέρωση ή η ποσότητα.
Στο At Eternity’s Gate ακολουθεί κατά πόδας αυτόν τον ασυγκράτητο νατουραλισμό του Βαν Γογκ. Νατουραλισμό όχι στους πίνακες του μόνο. Αλλά και στο πως εκφράζεται, στην αμεσότητα, στην ειλικρίνεια που σε κάνει να μην ξέρεις τι να πεις ή πως να αντιδράσεις.
Με την κάμερα να μην έχει ένα σταθερό τρίποδο ή έναν γερανό για να την κινεί χωρίς να πηγαίνει πέρα δώθε, ο Σνάμπελ θέλει να αναδείξει μια κάπως ξεχασμένη και λίγο ντεμοντέ μορφή κινηματογράφησης. Η οποία όμως εδώ γίνεται μια σύγχρονη Σταχτοπούτα.
Η κάμερα κουνιέται σαν άνθρωπος, εισβάλλει στα μάτια του Νταφόε, θολώνει σαν δάκρυα να την προστατεύουν λες και είναι κόρη οφθαλμού, συναισθάνεται. Η κάμερα ξεζουμάρει ελάχιστα και τετραγωνίζει τα πρόσωπα των ηθοποιών με την κοντινή λήψη. Μόνο πρόσωπο να φαίνεται. Από το λαιμό και πάνω. Να φαίνονται οι συσπάσεις του λαιμού ως επέκταση των μορφασμών, μα ως εκεί.
Ο Σναμπέλ θέλει να κάνει τα μάτια και γενικώς τα αισθητήρια όργανα να κυριαρχήσουν. Να φανεί κάθε μεταβολή των χαρακτήρων, κάθε τους σκέψη και κατάσταση. Το σώμα είναι απλώς ένα δοχείο και δεν έχει θέση. Στην υποτίμηση. Άλλωστε αυτί που υπέθαλψε τον Βαν Γκογκ ήταν η φαντασία του. Η φαντασία δεν ταξιδεύει σε σώματα. Μόνο σε πρόσωπα.
Συνειδητοποιώ αυτή τη στιγμή ότι έχω ξεκινήσει εντελώς ανάποδα να μιλάω για το Eternity’s Gate κι έχω αμελήσει να περιγράψω έστω και για το τυπικό την πλοκή. Σε ποια σημεία της 38χρονης ζωής του Βαν Γκογκ εστιάζει. Αλλά αυτά είναι στοιχεία γνωστά που μπορείτε να τα βρείτε. Το Παρίσι, η Αρλ, η πνευματική αστάθεια, ο τσακωμός με τον Γκογκέν, το κόψιμο του αυτιού, η κλινική, η Οβέρ, ο Γκασέ, ο θάνατος. Αυτό είναι το χρονικό.
Αυτό όμως που μόνο αν δείτε την ταινία θα μπορέσετε να βάλετε καλά στο μυαλό και την ψυχή σας, είναι η σκηνοθεσία του Σναμπέλ, η μουσική και φυσικά οι τρομερές ερμηνείες με πρώτο απ΄όλους τον Νταφόε. Για τον Σναμπέλ τα είπαμε.
Θα καταργήσω λίγο τη σειρά με την οποία ήθελα στην αρχή να τα γράψω και θα αφήσω για το τέλος τη μουσική που είναι για μένα ανώτερη μεταξύ ίσων.
Ο Γουίλεμ Νταφόε το λοιπόν. Αυτός ο τύπος. Αυτός ο ανυπέρβλητος καλλιτέχνης. Μου πήρε χρόνια να του το δώσω αυτό. Ευτυχώς ήρθε το Florida Project και το ένιωσα. Δεν μπορώ να εξηγήσω με τίποτα πως ερμήνευσε τον Βαν Γκογκ. Παλεύω να αποδώσω κάποια στοιχεία, αλλά εις μάτην.
Τα μάτια του. Κάτι έκανε στα μάτια του και τα αποτύπωσαν όλα. Τον σολιψισμό των γύρω του που αρνούνταν να παραδοθούν στα οράματα τους. Αρνούνταν να τα κάνουν λέξεις και να τα ενισχύσουν. Γι΄αυτό τα σκότωναν. Όχι όμως ο Βίνσεντ. Όχι ο Γουίλεμ. Είναι που είναι ευλογημένος με αυτή τη φωνή κι αυτά τα μάτια ο τύπος, τα χειρίζεται κιόλας με αυτόν τον τρόπο, δε σου αφήνει περιθώρια.
Είναι τόσο συνοπτικός μα και λεπτομερής. Τόσο αθόρυβος μα και ταραχώδης. Όλες τις πλατωνικές αντίρροπες δυνάμεις τις συμμορφώνει σε ένα ερμηνευτικό κρεσέντο που τα σαρώνει όλα.
Στο αποκορύφωμα όλων των παραπάνω η μουσική με πιάνο που είναι λες και παίζεται τη στιγμή που βλέπεις την ταινία. Τόση καθαρότητα. Μελωδίες που καλύπτουν εικόνες της Εδέμ. Το At Eternity’s Gate δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι είναι μια προσομοίωση Παραδείσου. Ενός Παραδείσου που κανένα μήλο δεν μπορεί να σε ρίξει από κει.
Εκεί δεν υπάρχουν πεπτωκότες και τσακισμένα φτερά. Μόνο μια ασύδοτα συναρπαστική αναμέτρηση του εαυτού μας με την πλάση!
Οφείλω να πω ότι δεν είναι ένα εύκολο έργο προς θέαση. Είναι ατόφια αφήγηση ευρωπαϊκού σινεμά. Θέλει αφοσίωση για να το νιώσεις. Και μια ροπή προς αυτού του είδους την τέχνη. Αλλά είναι τόσο μεγαλειώδη όσα δίνει στον θεατή, ώστε τίποτα να μην μοιάζει με αξεπέραστο για να μην το δεις.
* Το At Eternity’s Gate κυκλοφορεί στις αίθουσες την Πέμπτη 17 Ιανουαρίου.