«Shazam!»: Ένας ήρωας που σώζει ολόκληρο το σύμπαν (της DC)

Όταν είσαι έφηβος και ταυτόχρονα υπερήρωας, διάφορα πράγματα μπορεί να πάνε στραβά...

Απλά φαντάσου το: είσαι ένα 14χρονο πιτσιρίκι, η ζωή σου και η καθημερινότητά σου είναι γεμάτη από όλες τις ανασφάλειες και τα προβλήματα ενός εφήβου. Και όπως ισχύει για κάθε έφηβο σαν εσένα, μπορεί να μην έχουν τέλος τα ψυχολογικά σου αλλά ταυτόχρονα, βαθιά μέσα σου πιστεύεις ότι ο χαρακτήρας σου είναι τόσο δυνατός που θα μπορούσες να κατακτήσεις τον κόσμο αν δεν ήσουν εγκλωβισμένος σε αυτό το σώμα 14χρονου.

Και ξαφνικά, απλά προφέροντας μια λέξη, αυτόματα σου δίνεται η δυνατότητα να μεταφερθείς στο σώμα που αντιστοιχεί στις φιλοδοξίες σου. Ζεις σε ένα όνειρο – προφανώς. Ποιος δεν θα σε ζήλευε άλλωστε; Μπορείς να τρέχεις τόσο γρήγορα όσο ο Flash, να πετάς τόσο ψηλά όσο ο Σούπερμαν, να δέρνεις τους κακούς όπως ο Μπάτμαν, να σε επηρεάζουν οι σφαίρες όσο την Wonder Woman (καθόλου δηλαδή). Είσαι με άλλα λόγια ο τέλειος υπερήρωας. Σωματικά πάντα. Σε επίπεδο ωριμότητας ωστόσο, παραμένεις ένας ανώριμος έφηβος…

Αυτή είναι η βασική ιδέα γύρω από τον Shazam, έναν υπερήρωα της DC που ούτε κατά διάνοια δεν μπορεί να θεωρηθεί πρωτοκλασάτος (ούτε καν δευτεροκλασάτος) και ο οποίος, αυτές τις μέρες, κάνει την πρώτη του κινηματογραφική παρουσία φιλοδοξώντας να μετουσιωθεί σε βαρύ χαρτί της κινηματογραφικής DC. Δεν είναι άλλωστε ο πρώτος υπερήρωας που η DC φιλοδοξεί να τον αναβαθμίσει μέσω του κινηματογραφικού πανιού: και με τον Aquaman κάτι αντίστοιχο ίσχυε.

Από τη στιγμή άλλωστε που τα μεγάλα της ονόματα -προφανέστατα δηλαδή ο Μπάτμαν και ο Σούπερμαν- «κάηκαν» (δίκαια ή άδικα, δεν έχει σημασία, το γεγονός ισχύει…), αυτόματα η προσπάθεια της DC να φτιάξει ένα ενιαίο σύμπαν που θα κοιτούσε στα μάτια εκείνο της μεγάλης ανταγωνίστριάς της (λέγε με και Marvel) θα έπρεπε να ακολουθήσει κάτι από τη μεθοδολογία της τελευταίας. Δηλαδή να ελαφρύνει το κλίμα των ταινιών της και να αναδείξει χαρακτήρες άγνωστους (και άρα με μπόλικες δυνατότητες μετεξέλιξης) στο κινηματογραφικό κοινό.

Η προσπάθεια αυτή ξεκίνησε κάπως άτσαλα μέσω του πολύ κακού «Wonder Woman». Άλλωστε και η ίδια η Marvel (που ας μην γελιόμαστε: ηγεμονεύει στο genre του υπερηρωικου σινεμά για την ώρα) μας έχει παραδώσει μπόλικες πραγματικά κακές ταινίες, απόρροια της εκνευριστικής της τάσης να αντιλαμβάνεται το είδος ως «ανάλαφρο» και ως εκ τούτου ως ρηχό. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και όσοι γουστάρουμε το υπερηρωικό σινεμά να είναι σκοτεινό και ενήλικο, πρέπει να το παραδεχθούμε: σιγά-σιγά, το είδος βρήκε τον τρόπο να ισορροπεί ανάμεσα στην ελαφρότητα και την αξιοπρέπεια.

Το «Shazam!» είναι χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της ισορροπίας: χωρίς να διακωμωδείται ποτέ το είδος, χωρίς ποτέ να νιώθει ο θεατής ότι αυτό που βλέπει είναι μια εμπορική ξεπέτα με προσχηματική πλοκή και αληθινή έλλειψη σεβασμού σε οποιαδήποτε καλλιτεχνική λογική, η ταινία καταφέρνει να σταθεί τόσο ως ανάλαφρο όσο και ως εξαιρετικό υπερηρωικό σινεμά.

Φυσικά, ως ανάλαφρο που είναι, στήνεται πάνω σε μανιχαϊστικά δίπολα: ας μην περιμένει κανείς βαθιές και φιλοσοφικές καταστάσεις στο «Shazam!». Είναι απλά μια ιστορία όπου το καλό και το κακό (έτσι απλοϊκά και όμορφα) συγκρούονται με μπόλικη δράση, αρκετά comic reliefs (απόλυτα εναρμονισμένα με το είδος της δράσης που βλέπουμε) και κλιμάκωση που περισσότερο βασίζεται στον εντυπωσιασμό και λιγότερο στη σεναριακή εξέλιξη. Έχουμε να κάνουμε δηλαδή με ένα τυπικό blockbuster.

Φυσικά, όσοι έχουμε μεγαλώσει με τις ταινίες του Στίβεν Σπίλμπεργκ, του Ρόμπερτ Ζεμέκις και γενικά με την φωτεινή παιδικότητα των 80s στην ποπ κουλτούρα, ξέρουμε ότι αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Αρκεί να γίνεται με τον τρόπο αυτό και όχι με τη σύγχρονη πλαστικότητα και τη λογική μεγάλου βιντεοκλίπ που γίνεται σε πολλές ταινίες πλέον. Αυτό φαίνεται να το έχουν καταλάβει στο έπακρο οι δημιουργοί του «Shazam!», γι’ αυτό και αντλούν την έμπνευσή τους από την σπιλμπεργκική παράδοση και ύφος.

Με σημεία που αποτελούν ξεκάθαρα φόρο τιμής στο «Big» με τον Τομ Χανκς (μιλάμε άλλωστε για ταινία που εύκολα θα μπορούσε να είναι μια υπερωική εκδοχή του «Big»), το «Shazam!» στήνεται πάνω σε ένα δίπολο αντιπάλων που αυτό που τους διαχωρίζει είναι ταυτόχρονα και αυτό που τους ενοποιεί: τόσο ο υπερήρωας όσο και ο υπερκακός είναι άνθρωποι με απωθημένο να ζήσουν μια ζεστή, οικογενειακή ζωή. Είναι όμως και οι δυο προδομένοι από το οικογενειακό τους περιβάλλον. Η διαφορά τους είναι ότι ο μεν ήρωάς μας ψάχνεται να αναπληρώσει αυτό το κενό ενώ ο δε κακός δεν έχει κανένα αίσθημα, καμία ανάγκη να το καλύψει. Και κάπως έτσι, η ταινία μας κλείνει το μάτι: αυτές οι μικρές λεπτομέρειες διαχωρίζουν τους «καλούς» από τους «κακούς».

Αφελές και παιδιάστικο; Ναι, φυσικά! Αλλά αυτό ακριβώς είναι η μεγάλη επιτυχία του «Shazam!»: η επαναφορά του είδους στην παιδική του φυσιογνωμία, δεν το κάνει απαραίτητα γελοίο αλλά αντίθετα, μπορεί να ωθήσει τους ενήλικους να απολαύσουν την επαναφορά σε ένα πιο παιδικό μουντ. Το σύγχρονο υπερηρωικό είδος μας είχε κάνει να το ξεχάσουμε αυτό αλλά ευτυχώς σιγά-σιγά το θυμόμαστε. Και ο Shazam τίθεται αντικειμενικά πρωτοπόρος σε αυτή την κίνηση υπενθύμισης…