Το να έχεις φτάσει στα 25 και να μην έχεις εpωτική επαφή επιτρέπεται.
Το να πεις ότι δεν σου άρεσε ποτέ η Τζένη Μπότση (είναι εξωφρενικό, αλλά) επιτρέπεται,
Ακόμα και το να αλλάξεις κόμμα ή ομάδα -λέμε τώρα- επιτρέπεται.
Το να μην έχεις δει όμως την ταινία «Όλα είναι δρόμος» και συγκεκριμένα το τελευταίο σκέλος της με τον τίτλο «Βιετνάμ» ΔΕΝ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ!
Το έπος που έχει παρακολουθήσει over 9,5 φορές κάθε αρσενικό που σέβεται τον εαυτό του αποτελεί αναμφίβολα την πιο ΠΑΣΟΚ ταινία όλων των εποχών.
Συνδυάζει φανταστικές ερμηνείες με καλτίλα που είναι δύσκολο να διαχειριστεί ακόμα και ο μεγαλύτερος μερακλής.
Μπορεί λοιπόν στο μυαλό των περισσότερων να έχει ταυτιστεί με το θρυλικό «Ηλία, ριχ’ το» (όταν ο ασύγκριτος Μάκης Τσετσένογλου ισοπέδωσε το σκυλάδικο για να βγάλει τα γούστα του) ωστόσο κατά τη διάρκειά του ακούγονται εξίσου ασύλληπτες ατάκες.
Κραυγαλέα αποσπάσματα διαλόγων ή θαμμένα «διαμαντάκια» που δεν έρχονται αμέσως στο μυαλό, αλλά ενθουσιάζεσαι όταν τα θυμάσαι.
Όπως, για παράδειγμα, τα εξής:
(φιλί στην κορνίζα) «ΚΑΡΙΟΛΑ»!
Αφότου έχει ενημερωθεί από τον ιδιωτικό ντέτεκτιβ που έχει βάλει να την παρακολουθεί ότι η λεγάμενη ξεπόρτισε με άγνωστο Ι.Χ., ο Μάκης φαρμακώνεται. Τι να κάνει όμως, εξακολουθεί να την αγαπάει. Κι όταν βλέπει μπροστά του τη φωτογραφία της, εκφράζει τα ανάμεικτα συναισθήματά του με την πιο αντιφατικά υπέροχη σκηνή όλων των εποχών: Φιλί στη φωτογραφία και πικρή διαπίστωση για το ποιον της «κυρίας»…
«Από τον μαλάκα στο πρώτο τραπέζι»
Έχοντας ξεκινήσει την εκτέλεση του άσματος ως τίμιο, δευτεροκλασάτο μελανούρι που ανοίγει το πρόγραμμα στα μπουζούκια, η ερμηνεύτρια δέχεται το καθιερωμένο κέρασμα από το μπροστινό τραπέζι. Και εκφράζοντας την κοινή τους εκτίμηση για τον κλασικό γύπα/λεζάντα που νομίζει ότι με μια σαμπάνια θα πηδήξει, το γκαρσόνι (με ατάραχος ύφος-σαν να μη συμβαίνει τίποτα) τον… προλογίζει!
«Φέρε λεκάνες, νεροχύτες, μπιντέδες, λαβομάνο, είναι για σπάσιμο…»
Με τη σάρωση του μαγαζιού να βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, ο κ. Μάκης δεν είναι απόλυτα ικανοποιημένος. Απευθύνεται στον καταστηματάρχη, θέλοντας να διαπιστώσει τι άλλο υπάρχει για σπάσιμο. Και όταν παίρνει την (ειρωνική) απάντηση ότι το μόνο που έμεινε είναι τα πλακάκια στην τουαλέτα, σκάει το μοναδικό του ίσως χαμόγελο στην ταινία. Γιατί σκέφτηκε πόσο ωραία ιδέα ήταν (και αποδείχθηκε και στην πράξη) να ξηλωθούν και να έρθουν στην πίστα…
«Άκου να το δουλέψω. Να το σπάσω θέλω…»
Φορτισμένος από την κομματάρα του τεράστιου Σπύρου (που δεν τραγουδάει χωρίς φωτιές) και διαπιστώνοντας ότι δεν μπορεί να τη βρει σπάζοντας πιάτα, ποτήρια και μπιντέδες, ο κ. Μάκης προχωρά σε πιο δραστικά μέτρα. Κάνει μια έρευνα αγοράς για το πόσο κοστίζει συνολικά το μαγαζί. Κι όταν ερωτάται αν το θέλει για μπίζνα, δίνει στον μαγαζάτορα την απάντηση που του αξίζει (μαζί με τέρμα υποτιμητικό σπρώξιμο του τύπου «τι μου λέει ο μαλάκας»).
«Και το καινούργιο δικό σου, μεγάλε – Να ‘χουμε να γκρεμίζουμε…»
Μετά την απόφαση ότι θα το ισοπεδώσει (και λίγο πριν δώσει τη θρυλική διαταγή «Ηλία, ρίχ’ το») ο κ. Μάκης ολοκληρώνει την αγορά. Κόβει επιτόπου την επιταγή με την τριαντάρα για να κάνει δικό του το «Βιετνάμ». Αφού λοιπόν ο (πρώην πλέον) ιδιοκτήτης του εκφράζει την ευχή να… ξανασυνεργαστούν κάποια στιγμή, ο μέγας Τσετσένογλου δεν το αποκλείει: Αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο νέας κατεδάφισης, αν λάχει στο μέλλον κι έχει ξανά σεκλέτια …