Το σινεμά, όπως πιθανώς θα έχει ξαναγραφτεί και ειπωθεί άπειρες φορές στο παρελθόν, είναι μια τέχνη που η εκτίμηση της μπορεί να επηρεαστεί θετικά ή αρνητικά από άπειρους παράγοντες. Πολύ λιγότεροι είναι αυτοί που αφορούν την ίδια την ταινία.
Οι περισσότεροι έχουν να κάνουν με εσένα ως θεατή. Με τον εκάστοτε θεατή. Αν δεν έχεις τη διάθεση για να δεις την όποια ταινία έχεις επιλέξει, αν κάτι έχει στραβώσει πριν πας στο σινεμά, τότε δεν πρόκειται να την δεις ποτέ με καλό μάτι. Όλα είναι συνθήκες.
Κι είναι σχεδόν αναμφίβολο ότι οι συνθήκες που δημιουργεί μια αίθουσα θερινού σινεμά, μπορεί να κάνει ακόμα και τις πιο δύσπεπτες ταινίες να γίνουν αγαπημένη σου συνήθεια. Σε βαθμό που τις αναζητάς το καλοκαίρι σε κάποιο θερινό κι αν δεν τις δεις, σου μένει. Όπως οι παρακάτω.
Φθηνά Τσιγάρα
Αυτό που ξεκίνησε το 2016 με την ταινία του Ρένου Χαραλαμπίδη δεν έχει προηγούμενο στα ελληνικά δρώμενα και ίσως και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Μια ταινία που το 1999 απέτυχε παταγωδώς σύμφωνα με τον ίδιο τον δημιουργό της, έφτασε 17 χρόνια μετά να απολαμβάνει δόξα, να γίνεται σύνθημα στα χείλη της νεολαίας.
Είναι πολλές οι ατάκες που έχουν γίνει inside joke σε παρέες και όταν έχουν ανάγκη να γελάσουν μεταξύ τους, τις επαναφέρουν στο τραπέζι. Σε αυτή τη μεταστροφή της πορείας της ταινίας έπαιξε ρόλο και το θερινό σινεμά. Πρώτα ο κήπος στο Χυτήριο κι από κει και πέρα όσα θερινά σινεμά ακολούθησαν.
Όλο τον ιταλικό νεορεαλισμό του ’60
Πιθανότατα δεν μπήκες καν στον κόπο να δεις Φελίνι, Βισκόντι, Ντε Σίκα, Παζολίνι, Αντονιόνι. Κάθε φορά που μπορεί να στο πρότεινε κάποιος, αρνιόσουν πεισματικά. Ώσπου ήρθε ένα βράδυ Αύγουστου που εσύ έλεγες ότι έκανες staycation, αλλά απλώς είχες ξεμείνει από λεφτά για διακοπές, κι είπες να τραβηχτείς με τον φίλο ή την κοπέλα σου σε θερινό σινεμά. Έτυχε το μόνο βολικό να είναι αυτό που έπαιζε τις Νύχτες της Καμπίρια ή τον Κλέφτη Ποδηλάτων.
Ξαφνικά ο ιταλικός νεορεαλισμός και η Cinecitta έγιναν για σένα οι τηγανητές πατάτες που παίρνει το διπλανό σου τραπέζι. Πιο νόστιμες από τις δικές σου. Κι ας είναι οι ίδιες.
Κυνόδοντας (γενικά Λάνθιμος με εξαίρεση το φετινό)
Μπορεί να ταιριάζει συνολικά όλο το weird wave σινεμά της χώρας. Πιο πολύ απ΄όλους όμως ο Γιώργος Λάνθιμος. Και με την Κινέττα και με τον Κυνόδοντα. Ιδιαίτερα όμως τον δεύτερο. Πάλι τις συνθήκες τις φτιάχνει η αίσθηση. Υπό την επήρεια της καλοκαιρινής αύρας αποκτάς την ηρεμία για να το επεξεργαστείς, άρα να το δεχτείς ως κινηματογραφικό βίωμα.
Τα γουέστερν και ιδίως τα spaghetti
Η συγκεκριμένη κατηγορία ταινιών έρχεται να αποδείξει πως γενικότερα οτιδήποτε το παλιό έχει γίνει κλασικό. Και τα κλασικά εμφανίζονται σπάνια και βρίσκουν τη θέση τους στο πιο άδειο σινεμά του καλοκαιριού. Κάνει και λίγο ωραίος ο συνδυασμός της ζεστής άγριας δύσης με την ζεστή Ελλάδα.
Το Manhattan του Γούντι Άλεν
Ίσως πιο πάνω απ΄όλες τις ταινίες του Άλεν να έπρεπε να μπουν αυτές με τα ονόματα πόλεων, με εξαίρεση τη Βαρκελώνη. Για κάποιο λόγο όμως το Manhattan αποκτά ένα προβάδισμα. Δεν είναι ότι δεν θα το άντεχες με τίποτα σε χειμερινό. Είναι πως στο θερινό το απολαμβάνεις, δεν το βλέπεις απλά.
Death Becomes Her
Για πάρα πολλούς είναι μια πολύ καλτ ταινία. Για άλλους μια ταινία απ΄αυτές που η Μέριλ Στριπ μπορεί να μην την αναφέρει καν στο τέλος της ζωής της. Είναι αρκετά σκοτεινή, αλλά σε ένα θερινό σινεμά ξεφεύγει από τη σύγκριση με τον Σκαθαροζούμη λόγου χάρη και παίρνει μια δική της υπόσταση.
Όσα Παίρνει ο Άνεμος
Δεν ξέρουμε αν επηρεάζει εδώ το γεγονός πως υπάρχει ένας άνεμος στον τίτλο, άρα πάει το μυαλό στη σύνδεση με τη δροσιά. Μιλάμε άλλωστε για μια ταινία που με αναγωγή στο σήμερα θα έκανε κοντά στα 2.5 δισεκατομμύρια δολάρια έσοδα. Τα περισσότερα θα τα έκανε σίγουρα καλοκαιρινή σεζόν γιατί θα κάλυπτε ταμάμ τις θερινές αίθουσες. Θα έλεγε κανείς πως φταίει η παλαιότητα της. Γιατί δεν ισχύει όμως το ίδιο για την Καζαμπλάνκα; Δεν γίνεται κι άλλο καλύτερη σε μια θερινή προβολή.
Pulp Fiction
Ίσως η μοναδική ταινία του Κουέντιν Ταραντίνο που μπορεί να έχει αυτή την εξέλιξη στο σήμερα. Επειδή υπήρξε ένα διάστημα που μπορεί να την βλέπαμε και 3 φορές το χρόνο, κάποια στιγμή βαρεθήκαμε. Ώσπου εμφανίστηκε μια στιγμή που παιζόταν σε θερινό σινεμά, είπαμε μέσα μας “γιατί όχι;” και ήρθε να δέσει το γλυκό.