Αν σου αρέσει η εγκληματολογία, η δεύτερη σεζόν του Mindhunter είναι ακόμα καλύτερη απ΄την πρώτη

Θα γίνει του binge watching.

Όταν κυκλοφόρησε η πρώτη σεζόν όσοι την είχαμε δει είχαμε πορωθεί. Ιδίως όσοι έχουμε μια έμφυτη κλίση προς την εγκληματολογία και την ανάλυση των κατά συρροήν εγκλημάτων, όσοι έχουμε εικόνισμα τον κυρ Λομπρόζο.

Ήταν όμως μια σεζόν βαριά που δεν είχε δράση ή, για να είμαι πιο ακριβής, την τοποθετούσε σε ένα σημείο έξω από το εύρος του ενδιαφέροντος. Δε μπορούσε να κάνει άλλωστε διαφορετικά. Ο Χόλντεν Φορντ και ο Μπιλ Τεντς, οι δύο πρωταγωνιστές, μόλις ξεκινούσαν το κομμάτι της ανάλυσης, μόλις είχαν εισάγει έννοιες που μέχρι πριν δεν ήξεραν σε καμία αστυνομία και κανένα bureau.

Τώρα όμως δεν μιλάμε για τα πρώτα βήματα. Τώρα είναι γνωστή η δουλειά τους κι έχει εντυπωσιάσει τα υψηλότερα κλιμάκια. Γι΄αυτό πλέον δεν έχουν τα πλεονεκτήματα της αφάνειας, ούτε και τα μειονεκτήματα. Τι σημαίνει αυτό; Ότι υπάρχει πίεση για αποτελέσματα και πολύ έντονη κριτική στις λάθος κινήσεις. Υπάρχει βέβαια και μια ευκολία στο να εξασφαλίσουν νέα πρόσωπα απ΄όπου θα αντλήσουν στοιχεία και φυσικά τα έγγραφα που χρειάζονται κατά περιστάσεις για να δράσουν.

Κι αφού γίνεται χρήση του ρήματος «δρω», αυτό σημαίνει πως η δεύτερη σεζόν δεν έχει απλώς συνεντεύξεις με serial killers όπως τον Εντ Κέμπερ. Έχει κι απ΄αυτές, μα πολύ περισσότερο έχει τους δύο πρωταγωνιστές συν τη Γουέντι να αντιμετωπίζουν προσωπικά προβλήματα και κυρίως έχει υποθέσεις εν εξελίξει. Έχει serial killers όχι κατόπιν ετυμηγορίας δικαστηρίου, αλλά πριν συλληφθούν, τη στιγμή της δράσης τους.

Όπως ο δολοφόνος μαύρων ανήλικων στην Ατλάντα. 28 υποθέσεις οι οποίες παραμένουν άλυτες ως και σήμερα ως επί το πλείστον. Μόνο οι δύο έχουν κλείσει με ένοχο. Δεν είναι μόνο αυτός ο δολοφόνος. Βλέπουμε και έναν άλλο, έναν στο Κάνσας, σε μια στιγμή που δεν έχει καν ξεκινήσει να κάνει τις δολοφονίες. Απλώς μελετά διαρκώς για να χτίσει το προφίλ του, τη μεθοδολογία του και το πώς θα μείνει στο σκοτάδι μέχρι να αποφασίσει ότι ήρθε η στιγμή να τον πιάσουν.

Και ως επιστέγασμα της ωραίας εξέλιξης που παίρνει το Mindhunter στη δεύτερη σεζόν, έχουμε και το επεισόδιο με τον Τσαρλς Μάνσον. Όχι τον αληθινό προφανώς. Αλλά μόνο που γίνεται μια εστίαση στις δολοφονίες που ξεκίνησαν από τις παραινέσεις και το δόγμα του, προκαλείται μια κάποια ανατριχίλα. Είναι κι ο τρόπος που στήνεται το συγκεκριμένο επεισόδιο με τον παράφρονα Τσαρλς και τον μετανιωμένο Τεξ Γουάτσον.

Γενικώς, η δεύτερη σεζόν του Mindhunter σε βάζει ξεκάθαρα σε μια σχεδόν ενοχική διαδικασία να αναρωτιέσαι γιατί το ενδιαφέρον σου ρέπει και ιντριγκάρεται τόσο από τέτοιους ανθρώπους, από εγκληματίες που δεν είδαν ποτέ τις πράξεις τους ως έγκλημα, αλλά ως έργα τέχνης που θαύμαζαν γι΄αυτά και ήθελαν να πάρουν τα εύσημα. Έμπαιναν ακόμα και στη διαδικασία να προτείνουν με επιστολές τους στο τύπο τα παρατσούκλια που θα είχαν.

Η αποτύπωση συγκεκριμένων χαρακτήρων όπως του προφανούς δολοφόνου των παιδιών στην Ατλάντα ή του Κέμπερ που εμφανίζεται ξανά για ένα επεισόδιο, είναι τρομακτικά αληθοφανείς. Ειδικά του πρώτου πρέπει να αποτελεί παράδειγμα.

Γιατί, ακόμα και για αυτόν που δε γνωρίζει τι συνέβη τότε, γίνεται μια παρουσίαση που σε κάνει να πιστεύεις ότι είναι τόσο προφανής υπόπτος που απλά λειτουργεί αποπροσανατολιστικά για να έρθει η μανούβρα και να οδηγηθεί η Μονάδα Συμπεριφορικής Εγκληματολογίας, δηλαδή ο Φορντ και ο Τεντς, σε αποτυχία που θα εκθέσει και τον ανώτερο τους. Εν τέλει όλα καταλήγουν εκεί που καταλήγουν και η σεζόν κλείνει με ένα cliffhanger, ή καλύτερα μια γέφυρα για την τρίτη σεζον.

Αν είσαι φοιτητής σε προπτυχιακό ή μεταπτυχιακό ή κάνεις διδακτορικό στην εγκληματολογία ή απλά έχεις την ωραία αυτή πετρία, η δεύτερη σεζόν θα σε αποζημειώσει περισσότερο από την πρώτη