Υπάρχει συγκεκριμένος λόγος που την λένε «τρίτη ηλικία»: δεν μπορείς να κάνεις πράγματα που έκανες στην πρώτη σου νιότη, ενώ ακόμα και οι εποχές που ερχόσουν δεύτερος και καταϊδρωμένος έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.
Ο Χρόνος, όπως ξέρουν ακόμα και τα βλακώδη δευτερόλεπτα, είναι ένας μεγάλος δάσκαλος που σκοτώνει τους μαθητές του (αν ψαρώσατε και θέλετε να πατήσετε wow στο facebook, ψάξτε αν υπάρχει σελίδα του Γάλλου συνθέτη Έκτορ Μπερλιόζ που το είπε. Λογικά θα έχει 2 likes).
Όταν είσαι 80 χρονών συνήθως σε απασχολεί το να μην μπερδέψεις τα χάπια της πίεσης με αυτά για το στομάχι, πράγμα που θα σήμαινε το τέλος του κυνηγητού που παίζεις με τον μαυροφορεμένο άντρα με το δρεπάνι- θα σε έπιανε, και τότε θα πιανόταν η καρδιά σου (μέχρι ν’ αποκτήσει αυτή τη μορφή: ————————-).
Δε σε απασχολεί το πώς θα γυρίσεις την 47η προσωπική σου ταινία, αναλαμβάνοντας τόσο τη σκηνοθεσία, όσο και το σενάριο και να εκτελείς, από πάνω, και χρέη αφηγητή.
Σωστά;
Ολότελα λάθος: ο Γούντι Άλεν δεν είναι ένας οποιοσδήποτε 80άρης, αλλά ο ευφυέστερος και πιο αεικίνητος εξ αυτών. Κάπως έτσι, καταφέρνει να παραμένει πιστός στο ετήσιο ραντεβού με το κοινό του, γυρίζοντας με τα γνωστά του συστατικά μια ταινία το χρόνο, κάθε χρόνο.
Το “Café Society”, λοιπόν, είναι το κινηματογραφικό του δωράκι για το 2016. Και, περισσότερο από κάθε άλλη φορά στην πρόσφατη φιλμογραφία του, είναι μια «κατάβαση» στο προσωπικό του, φιλμικό παρελθόν.
Ένας νεαρός Νεοϋορκέζος (ο νευρωτικός, αρχικά, Τζέσε Άιζενμπεργκ σε μια από τις καλύτερες μιμήσεις του ίδιου του Άλεν) φεύγει από την πόλη του για να πάει στο Λος Άντζελες, προκειμένου να κάνει καριέρα στο Χόλυγουντ τη δεκαετία του 1930.
Εκεί, ερωτεύεται την γραμματέα του θείου (μεγάλος ατζέντης του χώρου- ένας Στιβ Κάρελ που συνεχίζει να «μεγαλώνει» υποκριτικά μετά την εξαιρετική του ερμηνεία στο “Foxcatcher”) την οποία υποδύεται η Κρίστεν Στιούαρτ (ναι, από το γνωστό «Λυκόφως»- αν και δω λάμπει απείρως περισσότερο).
Τα πράγματα, όπως είναι φυσικό, περιπλέκονται επικίνδυνα, ενώ την παράσταση κλέβει η παράλληλη ιστορία του αδερφού του Άιζενμπεργκ- διαπρεπής γκάνγκστερ-, ο οποίος τσακίζει, κυριολεκτικά, κόκκαλα και καταφέρνει ν’ αναρριχηθεί στην κοινωνική ιεραρχία.
Σύμφωνοι: τούτη η ιστορία δε βρίθει πρωτοτυπίας- ο Γούντι το έχει ξανακάνει άπειρες φορές αυτό, και, μάλιστα, αρκετά καλύτερα. Η σκηνοθεσία έχει την κλασική απλότητα των ταινιών του Άλεν (σπανίως γυρίζει επαναληπτικές λήψεις και ουδέποτε κρατάει τους ηθοποιούς του μετά τις 6 το απόγευμα στο πλατό), το σενάριο έχει φυσικά τις φονικές ατάκες («Ζήσε κάθε μέρα σα να είναι η τελευταία σου και να δεις που μια μέρα θα δικαιωθείς»), αλλά έχει μερικές «τρύπες», ενώ το δίπολο του έρωτα με το θάνατο είναι κάτι που το ψάχνει από το 1975 (και το υποτιμημένο “Love and Death”). Όμως…
Όμως, ο Βιτόριο Στοράρο- ο διευθυντής φωτογραφίας- ζωντανεύει με τόση ζεστασιά τη Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες του 1930, που σε κάνει να θέλεις απεγνωσμένα να γίνεις βλάσφημος: παρά το γεγονός πως ο Ιταλός είχε αναλάβει τη φωτογραφία του «Αποκάλυψη Τώρα» και του «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι» (ανάμεσα σε πολλά άλλα), εδώ παραδίδει το απαύγασμα της καριέρας του και με κάθε πλάνο σε αφήνει με το στόμα ανοιχτό- σε μια έμβια αναπαράσταση της πιο γνωστής ελληνικής λέξης.
Η ικανότητα του Άλεν να φτιάχνει πιστευτές ιστορίες με τα πιο απλά υλικά, χωρίς να κουράζει εαυτόν και αλλήλους, παραμένει στο υψηλότερο επίπεδο, η τζαζ μουσική- ένα ηχητικό κλείσιμο του ματιού από τον σκηνοθέτη- είναι πάντα παρούσα, ενώ παρά την ελαφρότητα αυτής της ντραμεντί τα μεγάλα ερωτήματα πλανώνται από το ένα κάδρο στο άλλο με αφύσικη άνεση.
Το “Café Society” είναι μία από εκείνες τις Γουντιαλενικές ταινίες που σε κάνουν να μειδιάς καθ’ όλη τη διάρκειά τους, παρόλο που μαντεύεις, σχεδόν, τι θα γίνει.
Μέχρι που έρχεται εκείνο το πλάνο με τη γέφυρα του Μανχάταν, υπέροχα καδραρισμένη, και βρίσκει την ανάσα σου. Έπειτα, στην κόβει με χαρακτηριστική άνεση και σου θυμίζει πως την τελευταία φορά που την είδες έτσι, ήταν στο ασπρόμαυρο «Μανχάταν» το 1979- και πάλι από τον Άλεν.
Έχουν περάσει 40 σχεδόν χρόνια, 47 ολόκληρες ταινίες. Όλοι οι άσοι θα έπρεπε να είχαν πέσει από το μανίκι του ευφυούς- και «υπέργηρου»- δημιουργού.
«Θα έπρεπε», όμως: λίγο πριν τους τίτλους τέλους, ο Γούντι παραδίδει δωρεάν μαθήματα γλυκόπικρου φινάλε, εκεί που το ανικανοποίητο του έρωτα γίνεται δεύτερο δέρμα και κολλάει πάνω σου για πάντα.
«Δε θέλω να φτάσω στην αθανασία μέσω της δουλειάς μου. Θέλω απλά να μην πεθάνω», είχε πει κάποτε ο Άλεν.
Στα 80 του, η άμμος στην κινηματογραφική κλεψύδρα είναι από τη λάθος πλευρά, όμως μην περιμένετε ο Γούντι απλά ν’ αφήσει τον μαυροφορεμένο άντρα να βάλει τέλος στο κυνηγητό τους.
Ενόσω τρέχουν, θα ρίχνει επάνω του μικρά, όψιμα διαμαντάκια όπως το “Café Society” ή το “Blue Jasmine” και το “Midnight in Paris” και πάντοτε θα βρίσκει τον τρόπο να ξεφεύγει.
Για λίγο.
Για μια ατάκα ακόμα.
Για ένα πλάνο ακόμα.
Για μια ταινία τη φορά.