Σε ένα κείμενο του στους New York Times, ο Μάρτιν Σκορτσέζε μιλάει για το γούστο και το πώς αυτό καθορίζει τι μπορεί να αρέσει στον καθένα από ταινίες και να τις διαφοροποιεί ως προς τον θεατή. Μια διαφοροποίηση που δεν υφίσταται με τις ταινίες της Marvel.
Για ακόμα μια φορά επικεντρώνει την δριμεία κριτική του στις πιο εμπορικές και περιζήτητες ταινίες αυτή τη στιγμή στο κινηματογραφικό στερέωμα. Και το ερώτημα είναι απλό: γιατί;
Για να μπορέσει κάποιος να βρει την αιτία ή να δικαιολογήσει τα όσα λέει εναντίον αυτού του σινεμά ο Σκορτσέζε, θα πρέπει να δει τα επιχειρήματά του. Ένα απ΄αυτά είναι όλη η ουσία. «Οι ταινίες σήμερα είνα έρευνα αγοράς, ανάλυση του τι θέλει το κοινό και δημιουργία με ίδια χαρακτηριστικά». Αυτό δεν είναι καθόλου ψέμα.
Οι μεγάλες εταιρείες παραγωγής προσπαθούν να κρατηθούν ζωντανές απέναντι σε αυτό που προσφέρει το Netflix και θα προσφέρουν και οι υπόλοιπες πλατφόρμες, ασφαλίζοντας τα προϊόντα τους από κάθε πλευρά. Δεν μιλάμε πια για ανθρώπους που παράγουν, αλλά για μηχανήματα, για μαζική παραγωγή.
Οι ταινίες της Marvel και της DC είναι ταινίες που βγαίνουν απ΄αυτό το καλούπι. Δεν είναι κακό να το πούμε. Αλλά δεν προσποιήθηκαν ποτέ κάτι άλλο. Ούτε διεκδίκησαν την αποθέωση ως προς τα τεχνικά τους στοιχεία και την τέχνη της αφήγησης. Επιπλέον, δεν λειτουργούν με ορίζοντα μιας ταινίας, αλλά με φάσεις. Αν λοιπόν κρίνουμε τις ταινίες της Marvel ως ένα πακέτο, θα δούμε ότι είναι μια σειρά από μέτριες, καλές ή αδιάφορες ταινίες που καταλήγουν σε μεγαλείωδη πράγματα. Χτίζεται κάτι πολύχρονο κι όχι της μιας χρονιάς.
Έχουμε μια ιστορία που έχει δύναμη, έχει πρίσμα, είναι πολύπλευρη, δεν παραδίδεται στον θεατή κάθε φορά με την ίδια προσέγγιση. Μέσα σε αυτή την ιστορία εξελίσσονται ηθοποιοί και άνθρωποι. Από ποιους ρόλους τους έκαναν τα μεγαλύτερα βήματα προς τα εμπρός οι Κρις Έβανς και Κρις Χέμσγουορθ που πριν 10 χρόνια δεν είχαν καμία υπόληψη απέναντι στο κοινό; Από τον Thor και τον Captain America.
Την ώρα που ο Μάρτιν Σκορτσέζε μας φέρνει τη νέα του ταινία που συνεχίζει στο γκανγκστερικό μοτίβο και θα μπορούσε κάλλιστα να τον κατηγορήσει κάποιος για πεπατημένη ή ότι εφαρμόζει μια ακολουθία που ξέρει ότι θα πετύχει εμπορικά, και το κάνει άλλο αυτό μέσω του Netflix, αγνοεί τις ψυχικές γέφυρες που υπάρχουν ανάμεσα στις ταινίες και τον θεατή. Τι θα θυμούνται σε 5-6 χρόνια; Το Irishman ή το Endgame και το Infinity War;
Οι ταινίες της Marvel δεν έγιναν από την ανάγκη της εμπορικής απήχησης μόνο. Υποκινήθηκαν πρώτα απ΄όλα από την ανάγκη ενός κοινού που μέχρι πριν δεν έβρισκε μέσο έκφρασης. Κι αυτή η ανάγκη μεταφράζεται στην “καιρός να ακουστεί η δική μου διαφορετικότητα” φωνή. Γίνονται οχήματα οι ταινίες, σύντομα θα ποδηγετήσουν τη χολιγουντιανή αντίληψη προς μια «βιοποικιλότητα». Κι αυτό δεν το έκαναν ποτέ ως τώρα ταινίες όπως Οι Συμμορίες Της Νέας Υόρκης ή το Midsommar του Άρι Άστερ που ανέφερε ως ένα παράδειγμα στο κείμενό του ο Σκορτσέζε.
Ο Μάρτιν Σκορτσέζε αφηγείται το επί της γης, το γεγονός, αυτό που παρουσιάστηκε μέσα από μια αλήθεια, αλλά άφησε σκούρες όλες τις άλλες για να ανακαλυφθούν. Είναι όμως κάτι που δεν δημιουργεί όνειρα στον θεατή. Το The Irishman μπορεί να οδηγήσει τον θεατή σε μια υπόκλιση για τις ερμηνείες ή τις καλλιτεχνικές του μεθόδους, μα θα είναι ως εκεί. Δεν έχει να του προκαλέσει συναισθήματα.
Και το Joker, αν δεν είχε αυτό το θέμα με τις ψυχικές ασθένειες που δημιούργησε σύνδεση με πάσχοντες ή συγγενείς πασχόντων, πάλι δεν θα είχε προσφέρει κάποιο συναίσθημα. Όλοι για την ερμηνεία του Φοίνιξ μιλάνε. Δεν επικεντρώνονται στην ταινία ολιστικά. Κι είναι απίθανο να πάρει Όσκαρ για ταινία της χρονιάς.
Αυτό δεν είναι φταίξιμο των ταινιών της Marvel και της κάθε Marvel. Λέγεται προσαρμογή. Ο μέσος θεατής σήμερα αποζητά να ξεφύγει, να πιάσει αυτό που βρίσκεται έξω από τον κόσμο του, να αφεθεί στο όνειρο. Κι αυτό του το προσφέρουν οι Avengers. Το ταξίδι στο διάστημα, η μάχη για τη σωτήρια των συμπάντων, οι δεσμοί φιλίας, όλα αυτά τα υπερκόσμια απαντώνται στο σύμπαν τωνν υπερηρώων. Δεν απαντώνται σε κανένα Joker και Irishman.
Ποιος από το κοινό έχει την παιδεία για να προσέξει τη δουλειά του σκηνοθέτη; Πολύ λίγοι. Όλοι όμως μπορούν να νιώσουν, μπορούν να αντιληφθούν τι τους δημιουργεί χαρά και λύπη.
Ναι, οι ιστορίες της Marvel φτιάχνονται μέσα από scores. Περιορίζουν την ελευθερία της έκφρασης και πατάνε σε έναν μπούσουλα όπου πρέπει να καλυφθούν κάποιες προϋποθέσεις. Αλλά γιατί αυτό να μειώνει το μέγεθος του συναισθήματος; Γιατι να θεωρηθεί ανάξιο το σοκ στον θάνατο του Iron Man ή το δάκρυ στον θάνατο της Black Widow; Γιατί να είναι αυτό λίγο μπροστά στη σκιαγράφηση του μαφιοζικου κόσμου της Νέας Υόρκης από τον Σκορτσέζε;
Στα μάτια του 82χρονου Σκορτσέζε, τέτοιες ταινίες συνιστούν απώλεια, αποδυνάμωση του δικού του ρόλου. Δεν είναι ψέμα πως ο ρόλος του σκηνοθέτη περιορίζεται και το μονοπάτι που ακολουθεί το σινεμά, δείχνει κι άλλον περιορισμό. Δεν είναι η ιδιότητα του σκηνοθέτη που βγάζει αυτή την αντίδραση. Είναι η ιδιότητα του ανθρώπου που βλέπει ότι του μείωσαν τα εργαλεία έκφρασης των δικών του επιθυμιών και δόθηκαν απλόχερα στη Marvel.
Όχι, το κριτήριο για αυτές τις ταινίες δε μπορεί να είναι το ταμείο τους. Αναντίρρητα. Δεν μπορούν όμως να κριθούν και υπόλογες για ψυχικά φαινόμενα της εποχής μας…