The Two Popes: Το κινηματογραφικό «θαύμα» της φετινής χρονιάς φέρει την υπογραφή δύο τρομερών ηθοποιών

Θαύμα εκ του θαυμάσιου, θαύμα εκ του θαυμαστού.

Συνήθως ως θαύμα ορίζεται αυτό που δεν το περιμένεις. Είναι εκείνο που το τοποθετείς ως μια ελπίδα, ως ένα όνειρο και θεωρείς ότι θα πάρει πολύ χρόνο και κόπο μέχρι να το πετύχεις και δεν έχεις και τις πιθανότητες με το μέρος σου. Είναι δηλαδή μια επένδυση χωρίς αντίκρυσμα.

Στην περίπτωση του The Two Popes το θαύμα του κινηματογράφου δεν έγκειται σε λίγες πιθανότητες ή σε κάτι που δεν το σκέφτηκες ότι μπορεί να συμβεί. Έγκειται όμως στο βάθος με το οποίο ήρθε αυτό που ίσως υπολόγισες. Αλίμονο αν μπορεί κανείς να υποτιμήσει ηθοποιούς όπως τον Άντονι Χόπκινς και τον Τζόναθαν Πράις. Είναι όμως η παρουσία τους υπό την καθοδήγηση του Βραζιλιάνου Φερνάντο Μεϊρέλες που δημιουργούσε το θολό σημείο.

Ο Μεϊρέλες έχει ένα καλό βιογραφικό σε επίπεδο του πόσο τον γνωρίζουν εκτός αμερικανικής ηπείρου, κυρίως με την ταινία Blindness, την κινηματογραφική μεταφορά του έργου του Σαραμαγκού, και λιγότερο με την ταινία Rio, I Love You, που είναι όμως μια εξαιρετική ταινία.

Στο Two Popes φαίνεται όμως να κάνει τις δικές του υπερβάσεις και φαίνεται να εμπνέει μια τρομερή χημεία ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές του.

Η ταινία επικεντρώνεται στην μετάβαση της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας από την εποχή του πατροπαράδοτου Βενέδικτου σε αυτή του Πάπα Φραγκίσου που θέλει να αλλάξει το στάτους του Καθολικισμού. Όχι στο όνομα ενός εκμοντερνισμού του θεαθήναι, αλλά επί της ουσίας. Στην επαφή της εκκλησίας με τον κόσμο, στο πώς διαχειρίζεται τα σοβαρά ζητήματα, όπως την κακοποίηση ανηλίκων και σε πολλά ακόμα.

Ενώ για ένα μεγάλο διάστημα ο Βενέδικτος είναι υπέρμαχος της καθεστηκυίας τάξης και κρίνει τον Χόρχε Μπεργκόλιο, επίσκοπο του Μπουένος Άιρες, ως έναν επικίνδυνο για την πορεία του δόγματος, έρχεται η στιγμή μετά από μερικά χρόνια παρουσίας στη θέση του Πάπα, όπου αντιλαμβάνεται ότι έχει κάνει λάθος. Κι εκεί αποδεικνύει ότι αν και έγινε συνένοχος σε εγκληματικές πράξεις ιερέων, έχει μέσα του ένα μέγεθος αξιοπρέπειας, σεβασμού και μεγαλοσύνης.

Γι΄αυτό τη στιγμή που ο Μπεργκόλιο του έχει στείλει εγγράφως την παραίτησή του, ο θρησκευτικός αγκιτάτορας εφαρμόζει αυτή του την ικανότητα για μια τελευταία φορά. Αποπροσανατολίζει τον Μπεργκόλιο, τον κάνει να χαλαρώσει τις άμυνες του και στο τέλος του αποκαλύπτει ότι έχει έρθει το τέλος της δικής του βασιλείας. Έχει έρθει η ώρα για να γίνει κάτι που συνέβη άλλη μια φορά στο παρελθόν: ένας Πάπας θα παραιτηθεί και δεν θα πεθάνει όπως επιβάλλει ο ιερός όρκος, στη θέση του.

Μια τέτοια θεματική θα περίμενε κανείς να έχει οδηγηθεί σε μια πολύ σοβαρή προσέγγιση, σε μια βαριάς αισθητικής ατμόσφαιρα. Τουλάχιστον αυτό περίμενα εγώ. Φανταζόμουν πως θα δω πολύ λιγότερες εύθυμες νότες και περισσότερο μια λογική El Club του Πάμπλο Λαραΐν. Ο Μεϊρέλες όμως επέλεξε να εκμεταλλευτεί στο έπακρο όλα τα χαρακτηριστικά που προσφέρουν ο Χόπκινς και ο Πράις. Όλα τα στοιχεία που παράγει ο συνδυασμός της ύψιστης ποιότητας τους με την ηλικία τους.

Οι δυο τους ενώνονται σαν παραπληρωματικές, θα έλεγα, γωνίες κι όχι απλώς συμπληρωματικές. Θυμίζουν περισσότερο δύο φίλους που συναντιούνται μετά από δεκαετίες, παρά δύο Πάπες που καθοδηγούν πάνω από 1 δισεκατομμύριο πιστούς. Η ιστορία γίνεται προσωπική, ατομοκεντρική κι όχι συλλογική κι αυτό αποδεικνύεται σχεδόν λυτρωτικό στο φινάλε για τον θεατή. Η στιγμή που ο Πάπας Βενέδικτος βγαίνει χωρίς συνοδεία ασφάλειας ανάμεσα στους τουρίστες στην Καπέλα Σιξτίνα, η στιγμή που του μαθαίνει τανγκό ο Μπεργκόλιο και φυσικά η στιγμή που παρακολουθούν μαζί τον τελικό του Μουντιάλ είναι μια κλιμάκωση λύτρωσης.

Στο μεσοδιάστημα έχουν παρεμβληθεί δυνατές στιγμές με βυσσοδομητική στιχομυθία ανάμεσα στους δύο σχετικά με το παρελθόν τους κι έχει εμφανιστεί κι ένα κομμάτι της επώδυνης Ιστορίας της Αργεντινής με την δικτατορία, που δένουν σε πλήρη αρμονία με όλα τα πιο βασικά στοιχεία της ταινίας.

Από κάθε του πλευρά, το Two Popes είναι μια αποθέωση της ηθοποιίας και της λιτής αφήγησης. Η μουσική είναι ελάχιστη, η εναλλαγή των πλάνων εξίσου, και χωρίς ακατανόητες λήψεις, κάθε σεκάνς παίρνει τον χρόνο της, δεν βιάζεται, λες και έχει την ταχύτητα ενός ανθρώπου 75-80 ετών. Είναι από τις φορές που ένας σκηνοθέτης φαίνεται να κάνει βήματα προς τα πίσω για να επισκιαστεί αυτοβούλως από τις μεγάλες σκιές των ηθοποιών του. Στην ουσία όμως ο Μεϊρέλες δεν κάνει προς τα πίσω. Αντιθέτως βυθίζεται με την κάμερα στο μεσοδιάστημα τους και παρασέρνει κι εμάς τους θεατές.

Μια ιστορία με βαθιά θρησκευτικότητα πετυχαίνει να αναδείξει πολύ περισσότερο ανθρώπινα χαρακτηριστικά και αναπλάθει μια διαφορετική εικόνα για τον μέγιστο ιεράρχη του καθολικισμού. Μέσα απ΄αυτές τις σεπτές φιγούρες του Χόπκινς και του Πράις που είναι τουλάχιστον υποδειγματικοί στους ρόλους τους, υφέρπουν και μηνύματα που τείνουμε να ξεχάσουμε σχετικά με τη σχέση μας με το εκάστοτε θείο και την αρχέγονη γενεαλογία μας.

Η συγκίνηση είναι ένα προσιτότατο συναίσθημα στο τέλος της ταινίας, με την έννοια της φιλίας να είναι το έσχατο, μα και πιο αδάμαστο αίσθημα που διακατέχει το Two Popes!