Όταν ο Λούκα Γκουαντανίνο είχε προβάλλει σε ειδική αίθουσα σινεμά στο σπίτι του το Suspiria πριν ένα χρόνο, μεταξύ των θεατών ήταν ο Κουέντιν Ταραντίνο. Ο Γκουαντανίνο είχε αποκαλύψει πως ο Κουέντιν είχε δακρύσει από τη συγκίνηση.
Ο λόγος που το είχε κάνει ήταν γιατί το Suspiria ήταν τέχνη. Ήταν θεατρικότητα. Ξεχνούσες την πλοκή και τα μάτια σου κοιτούσαν άλλα πράγματα και με άλλα γέμιζε η ψυχή σου.
Αν ο Ρόμπερτ Έγκερς είχε δικό του σινεμά και είχε τέτοια σχέση με τον Ταραντίνο για να τον φωνάξει σπίτι του να δει μια πρώτη προβολή του The Lighthouse, είμαι βέβαιος πως ο Ταραντίνο μέχρι που θα του φυλούσε και τα πέλματα ωσάν άλλη Μαγδαληνή. Γιατί αν υποθέσουμε πως το σινεμά έψαχνε έναν σωτήρα, τότε η δεύτερη ταινία του Έγκερς έρχεται να προσφέρει κάτι το σωτήριο.
Ο Φάρος ελληνιστί, είναι μια ταινία που μπορεί να τη βρεις στις υποψηφιότητες των Όσκαρ μόλις μια φορά, στην κατηγορία της φωτογραφίας, αλλά θα έπρεπε να έχει τουλάχιστον άλλες τρεις υποψηφιότητες. Μία για ταινία της χρονιάς, μία για τη σκηνοθεσία και μία για έναν από τους δύο πρωταγωνιστές, κατά προτίμηση και λογική τον Νταφόε. Το έχω γράψει πριν λίγες ημέρες ξανά, το γράφω και τώρα με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας στις αίθουσες από σήμερα.
Αυτό που κάνουν ο Νταφόε με τον Πάτινσον απαίτησε την ίδια πνευματική διεργασία με αυτό που απαίτησε ο Τζόκερ από τον Χοακίν Φοίνιξ. Κι όμως για τον τελευταίο αφιερώθηκαν εκατομμύρια λέξεις και δεκάδες χιλιάδες κείμενα, ενώ για τους δύο πρώτους ούτε το 1/10.
Υπέρβαση των υποκριτικών και ανθρώπινων τους ορίων. Αυτό διέπραξαν και υπέστησαν ταυτόχρονα οι δύο πρωταγωνιστές για να “ανάψει” ο Φάρος.
Η ιστορία είναι τοποθετημένη στη Νέα Αγγλία των Ηνωμένων Πολιτειών, στα τέλη του 19ου αιώνα. Σε ένα μυστηριώδες νησί, δυο φαροφύλακες ενός απομονωμένου φάρου, έχουν χρέος να μείνουν στο πόστο τους για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Εκεί θα έρθουν κοντά, θα συγκρουστούν και τελικά θα βυθιστούν στα ανείπωτα μυστήρια αυτού του παράξενου μέρους.
Ο Τόμας, ο πρεσβύτερος, έχει κάνει τον Φάρο τη σχέση της ζωής του, του ανήκει, δεν επιτρέπει σε κανέναν να αγγίξει αυτό το εκτυφλωτικό λευκό φως του που είναι σε τέτοιο σημείο που θυμίζει την καιόμενη βάτο του Μωυσή. Ο Εφραίμ, ο νέος της υπόθεσης, περιμένει καιρό να προβιβαστεί και νιώθει προδομένος και από την παράταση της παρουσίας του σε αυτόν τον ξερό τόπο με τις τόσες χαμαλοδουλειές, αλλά κυρίως από το ότι πρέπει να υποστεί έναν τόσο αυταρχικό και κυκλοθυμικό άντρα.
Το πέρασμα του χρόνου θα φέρει στην επιφάνεια το πνιγηρό αίσθημα απομόνωσης, θα ανασύρει σκοτεινές φαντασιώσεις και τελικά θα στρέψει τους δυο άνδρες στην παράνοια.
Η υπόθεση του Φάρου εφάπτεται στους όρους του Ζιράρ για τη βία και το ιερό, με τον ρόλο του βασιλιά-πατέρα να κατέχει εδώ ο φάρος, το φως του για την ακρίβεια. Το έντονο φως του παραλύει τις κόρες των ματιών, ώστε ακόμα κι αν το βλέμμα στραφεί αλλού, η επίδραση είναι διαρκής και αργεί να καταλαγιάσει.
Οι δύο πρωταγωνιστές βυθίζονται σε μια παρερμηνεία της ίδιας τους της ύπαρξης και βρίσκονται νοερά μπροστά στην κρίση της ζωής τους. Κι αυτό είναι κάτι το τρομακτικό, κάτι που διασαλεύει οτιδήποτε υπάρχει εντός σου. Γρήγορα οδηγούνται και οι δύο σε έναν τόπο που ο Τόμας μοιάζει να έχει επισκεφτεί πολλές φορές. Σε βαθμό που πλέον δεν πάει καταλάθος εκεί, αλλά παρασύρει με δόλιο τρόπο τον εκάστοτε βοηθό που του στέλνουν. Αυτό αποδεικνύεται άλλωστε και προς το τέλος, με τον Εφραίμ να τρέχει να σωθεί απ΄αυτό που αντιλήφθηκε για τους προκατόχους του.
Ο Έγκερς στήνει ένα δικό του κάδρο και μέσα σε αυτό χωράει τους δύο πρωταγωνιστές. Ένα κάδρο υπάρχει ούτως ή άλλως πάντα από την κάμερα, όμως ο Έγκερς το στενεύει επίτηδες, γιατί εξυπηρετεί τον τρόπο που κόβει το κάθε πλάνο και μεταβαίνει στο επόμενο. Σαν να ζωγραφίζει ημιτελείς κύκλους, που στην πορεία καλείσαι εσύ να τους κλείσεις σαν σε αντιστοίχιση.
Αυτό όμως δεν αφήνει κάτι ημιτελές μέσα σου γιατί έχεις πια ξεχάσει τη νοηματοδότηση του περιεχομένου. Η ταινία σε παρασέρνει πέρα από την ιστορία της και σε πηγαίνει σε άλλα ζητήματα.
Οι δύο πρωταγωνιστές σε ρουφάνε με τέτοιο τρόπο που δεν είναι εφικτό και ελεγχόμενο να εμμείνεις σε μια αφήγηση ευθύγραμμου τμήματος, με αρχή και τέλος δηλαδή. Υπάρχουν αυτά, αλλά αποτελούν τα έσχατα κίνητρα σου ως θεατή. Τα πρωταρχικά σου και αυτόνομα επίπεδα είναι οι ερμηνείες και η ένωση τους με τη σκηνοθεσία, με την ασπρόμαυρη εικόνα και τον ήχο, είτε αυτός αφορά την επιτακτική μελωδία είτε τον παφλασμό των κυμάτων και τη ροή των υγρών. Ιδίως αυτού του υγρού που πίνουν κάθε βράδυ οι δύο ήρωες.
Για τους οποίους ήρωες τα λόγια δεν είναι με τίποτα αρκετά. Δεν ξέρω τι μπορώ να γράψω για Νταφόε και Πάτινσον που να κάνει πιο ακριβές το συναίσθημα από τις ερμηνείες τους. Αν δε μπορεί να συμβεί σε απλές ερμηνείες και ρόλους μια φορά, σε αυτούς δε μπορεί να γίνει δέκα. Σε αναγκάζουν να αποδεχτείς πως είναι αυτοί, δεν υποδύονται, δεν είναι κάτι άλλο, δεν είναι ηθοποιοί, είναι φαροφύλακες. Αυτό τείνεις να πιστέψεις.
Όλα τα προλεχθέντα και απείρως περισσότερα που δεν μπορούν να λεχθούν, ο Φάρος είναι μια ταινία που βγάζει ατμούς τέχνης, ατμούς σινεμά!
https://www.youtube.com/watch?v=XmRfMPFiYZo